Το «για πάντα», «ποτέ ξανά» και οποιαδήποτε τέτοιου είδους κουβέντα, ήταν κάτι που διαπερνούσε με ηλεκτροσόκ όλο το κορμί και προπαντός το μυαλό και την καρδιά του Χ. «Ατάκες της στιγμής, γεμάτες άφθονα ψέματα, αλλά με λίγη δόση παιδικής αφέλειας και αθωότητας», διατυμπάνιζε κάθε φορά που κάποιος συμπλήρωνε με αυτές τις φράσεις μία σκέψη, ένα συναίσθημα.
Σοβαρός (και όχι σοβαροφανής), συντηρητικός και ρεαλιστής με πυξίδα και γνώμονα τη λογική, κρατούσε αποστάσεις και απομακρυνόταν απ’ οτιδήποτε χαλούσε την αισθητική του. Όταν, όμως, τον κυρίευε το συναίσθημα, ο δρόμος δεν ήταν δύσβατος. Όσοι δεν τον γνώριζαν, παράξενο τον ανέβαζαν, ιδιότροπο τον κατέβαζαν. Τις αμήχανες στιγμές και τις σιωπές του, ήξερε να τις ντύνει με ένα πλατύ χαμόγελο. Μα όσοι τον γνώριζαν, μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν κάθε συναίσθημα και σκέψη που κρυβόταν πίσω από τη μάσκα της άμυνας. Ήθελε «πάντα» να κρατάει ένα κομμάτι του εαυτού του ανέπαφο, μακριά από τον κοσμοπολίτικο αέρα. Μα να, που και ο ίδιος έδινε μια νότα «παιδικής αφέλειας και αθωότητας» στον τρόπο ζωής του.
_
γράφει η Μαρία Θωμάδη
συνήθως οι άνθρωποι που κοροϊδεύουν λέξεις όπως το “για πάντα”, το “ποτέ”…το “ποτέ ξανά” είναι εκείνοι που τις αποζητούν περισσότερο στη ζωή τους…και αμυντικά τις αρνούνται…
Ωραία η περιγραφή του κύριου Χ.
Με λίγες λέξεις…ένας ολόκληρος άνθρωπος μπροστά στα μάτια του αναγνώστη…
Εύστοχο και περιεκτικό το σχόλιο σας κ. Τζουγανάκη. Σας ευχαριστώ θερμά, καλό σας βράδυ!