Ο Τάσος και ο Θόδωρος αδέρφια απ’ τα καλά
μεγάλωσαν κοντά-κοντά φίλοι καλοί γινήκαν
στα δύσκολα ενωνόντουσαν στα εύκολα γελούσαν
κι ο χρόνος πέρναγε γλυκά σε τούτο το νησί
Με τα πολλά ανοίξανε και ένα ταβερνάκι
κερνάγανε τις λιχουδιές που’ φτιαχνε η μαμά τους
Κι όλοι τους εθαυμάζανε κι όλοι τους λέγαν μπράβο
κι εκείνοι φεύγαν αγκαλιά σαν έκλεινε η ταβέρνα
Ο ένας επιβράβευε του άλλου τη δουλειά
και άκουγες τα όμορφα τα λόγια της αγάπης
«Ωραία που συγύρισες σήμερα αδερφάκι»
«Κι εσύ καλά που τα φτιαξες τα μπλε μας τα τραπέζια»
Μα ο Χάρος αποφάσισε τους έκλεψε τη μάνα
και με κουστούμι ακριβό τους βρήκε ο δικηγόρος
άπλωσε τη χαρτούρα του σ ’ένα απ’ τα μπλε τραπέζια
μίλαγε ξαναμίλαγε βαρέθηκαν ν’ ακούνε
Σαν τέλειωσε ο πρόλογος σοβάρεψε πολύ
βήχοντας ξεροβήχοντας τους είπε αυστηρά
η μάνα σας, το έγραψε τούτο το ταβερνάκι
στον Τάσο τον πρωτότοκο που ναι και πιο μεγάλος
«Να το φροντίζεις Τάσο μου και να το αγαπάς
έχε κοντά το Θοδωρή για να σε βοηθάει»
έδωσε την παραγγελιά η μάνα στα παιδιά της
κι ο δικηγόρος έφυγε με φοβισμένο μάτι
Ο Θοδωρής σκοτείνιασε και χτύπαγε τραπέζια
σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε επάνω
«άδικο μάνα άδικο ετούτο το χαρτί»
και τις καρέκλες πέταγε και χτύπαγε τα χέρια
Ο Τάσος και ο Θόδωρος που ήτανε αδέρφια
οχτροί γινήκαν ξαφνικά καθόλου δε μιλούσαν
έπιασε και ο Θόδωρος πινέλο και μπογιά
και το μισό το μαγαζί το έκανε γαλάζιο
Χώρισαν τα τραπέζια τους «δικά σου και δικά μου»
κι ο κόσμος πια δεν ήξερε πού έπρεπε να κάτσει!
Καβγάδες εσερβίρανε αδειάσαν τα τραπέζια
όλοι τους πια φοβόντουσαν να κάτσουνε να φάνε
Μια μέρα που πιαστήκανε στα χέρια δίχως λόγο
ξεχάσανε πως άναβε το μάτι της κουζίνας
φωτιά ξεκίνησε μικρή μα θέριεψε σε λίγο
και η ταβέρνα άναψε κάπνισαν οι καρέκλες
Τώρα γαλάζιο και λευκό το ίδιο χρώμα πήραν
τραβάν κι οι δυο τους τα μαλλιά, στον ουρανό κοιτάζουν
του δικηγόρου τα χαρτιά βγάζουνε απ’ τις τσέπες
και τα πετάνε στη φωτιά κι αρχίζουνε τα γέλια.
Ο Τάσος και ο Θόδωρος αγαπημένα αδέρφια
όμορφα λόγια αρχίσανε και πάλι πια να λένε
«Ωραίος είσαι σήμερα καλέ μου αδερφέ»
«Κι εσύ αδερφάκι μου καλό πόσο σε αγαπάω…»
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
0 Σχόλια