Άνοιξε βιαστικά το ημερολόγιο της ζωής της και ξεφύλλισε τις σελίδες μέχρι να βρεθεί μια λευκή σελίδα. Με τρεμάμενο χέρι προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της και να τις αποτυπώσει στο χαρτί. Μάταια όμως! Η ένταση των συναισθημάτων της έκαναν τις λέξεις να χορεύουν πάνω του. Λέξεις που δεν πίστευε ποτέ πως θα έγραφε σε αυτές τις σελίδες. Η ζωή της ήταν πάντα γραμμένη σε ευθεία γραμμή και αν κάποια στιγμή ξέφευγε κρατούσε την πένα πιο δυνατά για να μην ξανασυμβεί.
Τώρα πια όμως δεν είχε την ίδια δύναμη, η πένα ήταν αυτήν που οδηγούσε τις λέξεις. Λέξεις, ξεθωριασμένες, θολές από τα δάκρυα που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Ήταν η τελευταία φορά που θα έγραφε κάτι σε αυτές τις λευκές σελίδες του ξεκλειδωμένου τετραδίου της.
Το μελάνι έφτανε στο τέλος του, και αυτό φαινόταν από τις γραμμές που άφηνε πίσω του, άχρωμες, σβησμένες από την ένταση της γραφής της.
Μητέρα, γυναίκα, σύζυγος, σε ποια από όλα έπρεπε να βάλει προτεραιότητα. Ο ήχος από τους δείκτες του ρολογιού, δίπλα στο κομοδίνο την γύρισαν στην πραγματικότητα.
Τικ, τακ, τικ, τακ…
Η καρδιά της είχε χάσει πλέον αυτόν τον ρυθμό, σκέφτηκε. Η πορεία των γεγονότων την έκαναν να χτυπάει σε ακανόνιστο ρυθμό.
Κοίταξε ξανά το ρολόι. Μέχρι τα μεσάνυχτα έπρεπε να ξεμπερδέψει με όλα αυτά.
Μητέρα, σκέφτηκε. Πρώτα έπρεπε να νοιαστεί για τα παιδία της, αυτά είχαν προτεραιότητα. Δύο ψυχούλες που δεν έφταιγαν σε τίποτα να ζήσουν τη δίνη αυτής της κατάστασης. Έπρεπε να τα διασώσει από τον τυφώνα των διαφωνιών και να τα διαφυλάξει από τις επιθέσεις των λέξεων που θα έφταναν, χωρίς να το περιμένουν στα αυτιά τους. Θα κρατούσε όλη τη δύναμη και την αξιοπρέπεια που της είχε απομείνει για να τα βάλει κάτω από τις φτερούγες της και να τα προστατεύσει. Έτσι ήταν η μάνα.
Γυναίκα, σκέφτηκε. Αυτό ήταν ένα κομμάτι της ζωής της που έπρεπε να το αφήσει για λίγο στην άκρη. Όχι τώρα, όχι αυτήν τη στιγμή δεν είχε τη διάθεση να παίξει αυτό το ρόλο. Δεν είχε το χρόνο να αφεθεί στην επιθυμία της γυναικείας θέλησης.
Σύζυγος, τι σύζυγος ήταν τελικά, σκέφτηκε. Πίστευε πως ήταν από όλους ζηλευτή. Είχε βρει ένα πλούσιο άντρα και αυτό της έδωσε την ευκαιρία να ανοίξει τις πόρτες μιας καλύτερης ζωής. Ή μάλλον έτσι πίστευε. Στους γύρω της ήθελε να δίνει πάντα την εντύπωση της τυχερής γυναίκας. Μιας γυναίκας με πλούτη, ευκατάστατη ζωή και ευτυχισμένη οικογένεια. Μήπως τελικά ο εγωισμός της δεν την άφηνε να σκεφτεί καλύτερα; Μήπως όλα αυτά που της προσφέρονταν απλόχερα δεν ήταν παρά ένα καμουφλαρισμένο όνειρο που θα εξελισσόταν σε εφιάλτη;
Τικ, τακ, τικ, τακ…
Το ξεκούρδιστο ρολόι άρχιζε σιγά- σιγά να χάνει τη ζωντάνια του ήχου του, η πένα άρχισε να χάνει το μελάνι της. Όχι τώρα, όχι αυτήν την στιγμή, σκέφτηκε και την κούνησε με δύναμη.
Έπρεπε να τελειώσει τα μεσάνυχτα. Το μυαλό της γύρισε αστραπιαία στα γεγονότα προηγούμενων μηνών. Οι φίλοι… πού είχαν πάει οι φίλοι; Είχαν απομακρυνθεί, ποτέ δεν έψαξε να βρει το λόγο. Δεν τους είχε δώσει την ευκαιρία να της μιλήσουν, αρκέστηκε μόνο στα ασήμαντα γεγονότα και στον εγωισμό της.
«Να τους απομακρύνουμε αγάπη μου, αυτοί μας ζηλεύουν, θέλουν να μας χωρίσουν, γι’ αυτό μας βάζουν λόγια», της είπε και αυτή συμφώνησε δίχως δεύτερη σκέψη. Ένιωθε βαθιά μέσα της ότι το κάνει από αγάπη. Την αγαπούσε άραγε τόσο πολύ ή μήπως έκρυβε μυστικά που θα μαθευόταν από τους φίλους που τώρα τους έβλεπε σαν εχθρούς;
Οι απαντήσεις δεν άργησαν να έρθουν. Εξάλλου αυτή η περίεργη συμπεριφορά, να είναι τόσο καλός με τους γονείς της και τους γύρω τους, της είχαν κινήσει το ενδιαφέρον.
Τα γεγονότα αποκαλύφθηκαν όταν ένας λογαριασμός τηλεφώνου που έφτασε στα χέρια της και τα νούμερα στην λίστα ήταν άγνωστα. Πήρε αμέσως το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό του πρώτου τηλεφώνου. Αυτά που άκουσε της έκαναν να κλείσει βιαστικά. Και μετά, έτσι ξαφνικά, όλα ράγισαν, η καρδιά της, τα θεμέλια του σπιτικού της, όλα γκρεμίστηκαν.
Τελικά είχε δίπλα της έναν άντρα που δεν γνώριζε, έναν άντρα που έδειχνε έναν άλλο εαυτό, έναν άλλο άντρα.
Άφησε το λογαριασμό στο παγωμένο και αλουστράριστο ξύλο του κομοδίνου και έγραψε:
“Αυτό που δεν είχες καταλάβει ήταν ότι δεν μπορούμε να παίζουμε με τις καρδιές των ανθρώπων που αγαπάμε. Στη ζωή σου δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Με έκανες πολλές φορές να αισθάνομαι διαφορετική, λάθος μου που το πίστεψα. Το έκανες μόνο και μόνο για να καλύψεις τα λάθη σου και να μου ρίξεις στάχτη στα μάτια. Τη μόνη διαφορετικότητα που μου χάρισες ήταν μικρές εκρήξεις ονείρων για να μην πονηρευτώ και μάθω την αλήθεια. Αυτό που προτίμησες ήταν να πηγαίνεις με διαφορετικές, να απομακρύνεις τους γύρω μου για να μην μάθω την αλήθεια και τώρα να ζω τον χλευασμό της κοροϊδίας που τόσο καιρό δεν γνώριζα. Ήθελες να τα έχεις όλα, δυστυχώς όμως όλα κάποια στιγμή αποκαλύπτονται. Το σπουδαιότερο για μένα είναι που δεν σεβάστηκες τα παιδιά μας γι’ αυτό και τα παίρνω και δεν θα τα ξαναδείς… Αντίο…”
Τικ, τακ, τικ, τακ…
Ένα ρολόι που σταμάτησε να χτύπα…
Μια καρδιά που χτυπούσε σε ακανόνιστους ρυθμούς…
Ένα αντίο που γράφτηκε με θολό μελάνι…
Μια πένα χωρίς μελάνι…
_
γράφει η Δέσποινα Γκουτζολίκα
Δέσποινα όμορφο και αρκετά αληθινό το κείμενο σου!!!
Ευχαριστώ Ελένη μου!!!
Πολύ πολύ όμορφο
Ευχαριστώ πολύ!!!
Μπράβο σου! Ξέρεις πόσο σε θαυμάζω! Συνέχισε έτσι …
Σε ευχαριστώ αγαπημένη!!!
Είμαι τουλάχιστον εντυπωσιασμένος από τη Δέσποινα, που συνάντησα εντελώς τυχαία, διαβάζοντάς την, μετά από πολλά πολλά χρόνια…
Συγχαρητήρια!!!
Γεγονότα συνηθισμένα αλλά πολύ σημαντικά της σύγχρονης ζωής, ειδωμένα απο μια έντονη συναισθηματική πλευρά, με μια ενδιαφέρουσα γραφή και αφηγηματική τεχνική και με εύστοχους συμβολισμούς! Μου άρεσε!