Ηλιόλουστο, κυριακάτικο πρωϊνό. Καβάλησε επιδεικτικά τη σέλα και μάρσαρε δύο ατελείωτα λεπτά, για να πικάρει τους γείτονες. Αδιαφορούσε για την επίμονη αδιακρισία τους. Τρελαινόταν όμως με το θολό, μεσόκοπο βλέμμα τους που μύριζε θάνατο. Ευτυχώς εκείνη είχε την κόκκινη, γυαλιστερή μηχανή της. Μάρσαρε δυνατά, για τελευταία φορά και χάθηκε στη στροφή, παίρνοντας τον δρόμο για την εθνική.
Το δίτροχο πετούσε τώρα ψηλά στους αιθέρες. Κι όταν το κοντέρ έφτασε στο τέρμα, η ανυπόμονη ταξιδιώτισσα τρύπωσε επιτέλους σε άλλη διάσταση. Αγέρωχη αμαζόνα, έλαμπε από ευτυχία μέσα στην δερμάτινη στολή της. Δεν την ένοιαζε πια κανείς και τίποτα. Όλα έμοιαζαν μικρά κι ασήμαντα, ανίκανα να σαμποτάρουν τη στιγμιαία ευτυχία, που χαρίζει απλόχερα, η ταχύτητα μιας γρήγορης μοτοσικλέτας.
Στο μισάωρο, μεθυσμένη από την πελαγίσια αύρα, έκοψε ταχύτητα, άναψε το δεξί φλας και σταμάτησε σύριζα στον γκρεμό, να χορτάσει θάλασσα. Να πλημμυρίσει γαλήνη.
Απέραντο γαλάζιο, ίσα που κυμάτιζε. Στο βάθος, ανέμελο, το πλοίο της γραμμής.
Η Βιβή έβγαλε το κράνος και το πέρασε στο χέρι της. Πήρε βαθιά ανάσα, τράβηξε νευρικά τα μαλλιά της πίσω κι έπειτα έσκυψε στο καθρεφτάκι τού τιμονιού. Οι ρυτίδες ήταν ακόμη εκεί.
_
γράφει η Γεωργία Βασιλειάδου
0 Σχόλια