
Albert Camus
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον Αλπέρ Καμύ (Albert Camus, 7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουαρίου 1960) που μάλιστα βραβεύτηκε στις 17 Οκτωβρίου 1957 με το Νόμπελ λογοτεχνίας συνολικά για το έργο του. Ωστόσο, θ’ αναφερθώ στο αγαπημένο μου έργο την «Πανούκλα» (La Peste, 1947), που φαντάζει ιδιαίτερα επιβλητική και επίκαιρη όσο ποτέ, καθώς θέτει το αιώνιο βασανιστικό ερώτημα: Kατά πόσο μπορεί ο άνθρωπος να αποτινάξει την άλογη αιχμαλωσία από τα δεινά του θνητού πεπρωμένου του, που παίρνουν είτε τη μορφή πολέμου είτε αυτή των θανατηφόρων επιδημιών; Αν σκεφτούμε μάλιστα την εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο, μπορούμε να διακρίνουμε τα νωπά τραύματα του πολέμου. Στην σύγχρονη εποχή ωστόσο, υπό την απειλή νέου εχθρού, είτε αυτός είναι μια πανδημία ή μια ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη, η «Πανούκλα» αποκτά σχεδόν επαληθευτικές διαστάσεις.
Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Mια ολόκληρη πόλη, το Οράν της Αλγερίας στη δεκαετία του 1950, βρίσκεται αποκομμένη εξαιτίας της πανούκλας. Η ιστορία ξεκινά λιτά και ευθύβολα (συγγραφικό μοτίβο του Καμύ): «Στις 16 του Απρίλη το πρωί ο γιατρός Μπερνάρ Ριε βγήκε από το γραφείο του και σκόνταψε πάνω σ’ ένα ψόφιο ποντικό, καταμεσίς στο πλατύσκαλο». Αυτή είναι η αρχή της τραγωδίας που θα συνταράξει συθέμελα τους μέχρι τότε ανυποψίαστους κατοίκους: «η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει» ή όπως ενδεικτικά αναφέρεται παρακάτω: «οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα ωστόσο, πιστεύεις στις μάστιγες όταν σου πέφτουν κατακέφαλα. Έχουν ξεσπάσει στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι. Κι ωστόσο πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους...»
Τα κρούσματα – περιστασιακά στην αρχή- διαρκώς πολλαπλασιάζονται με ταχείς ρυθμούς για να καταλήξει ολόκληρη η πόλη ένα «στρατόπεδο αιχμαλωσίας» στα δεσμά του «Μαύρου θανάτου»: «Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά». Μέσα σε αυτή την κατάσταση εγκλωβισμού οι κάτοικοι του Οράν συνεχίζουν με κάποιο τρόπο να ζουν, να αντιδρούν, να απογοητεύονται, να παραιτούνται, να προσπαθούν να αποδράσουν ή και να επωφεληθούν ορισμένες φορές. Ο χαρακτήρας τους και η συμπεριφορά τους αλλάζουν και χάνουν- εκτός από τα πρόσωπα που αγαπούν- και την ελευθερία τους: «Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν».
Ανάμεσα στους χαρακτήρες του έργου ξεχωρίζουν ο γιατρός Ριε, που δεν σταματά να αγωνίζεται ενάντια στην φοβερή ασθένεια με βαθύ ανθρωπισμό και χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις προσωπικές του απώλειες. Γιατί, όπως ο ίδιος ο Καμύ αναφέρει, «η συνήθεια της απελπισίας είναι χειρότερη και απ’ την ίδια την απελπισία» και «η αξία του ανθρώπου είναι να επιχειρεί κάτι ενάντια στο κακό ρισκάροντας και τις πιο οδυνηρές αποτυχίες κι όχι να προσπαθεί να το δικαιολογεί με δόγματα». Στο πλευρό του τάσσονται ο Ταρού, που οργανώνει τους εθελοντές για την καταπολέμηση της επιδημίας, ο Γκραν, ακόμα και ο δημοσιογράφος Ραμπάρ, που τυχαία βρέθηκε στο Οράν και εγκλωβίστηκε εκεί. Αξιοσημείωτη είναι η φιγούρα του πατρός Πανελού, εκπρόσωπος της πνευματικής ηγεσίας, που αρχικά θεωρεί πως η τρομερή επιδημία είναι «θεϊκό σημάδι» για την επαναφορά των πιστών στον ορθό δρόμο. Μάλιστα σε κήρυγμά του στην εκκλησία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την πρώτη φορά που η μάστιγα αυτή εμφανίστηκε στην ιστορία, ήταν για να χτυπήσει τους εχθρούς του Θεού. Ο Φαραώ πρόβαλλε αντίσταση στις προαιώνιες βουλές κι η πανούκλα τότε τον γονάτισε. Απ’ την αρχή όλης της ιστορίας, η μάστιγα του Θεού κάνει τους αλαζόνες και τους τυφλούς να γονατίσουν μπροστά Του. Μελετήστε τα αυτά και γονατίστε». Ωστόσο, η πεποίθησή του αυτή κλονίζεται όταν γίνεται μάρτυρας του φριχτού θανάτου ενός μικρού παιδιού: «ο Πανελού κοίταξε εκείνο το παιδικό στόμα το μολεμένο απ’ την ασθένεια , το γιομάτο απ’ την πανανθρώπινη, την προαιώνια κραυγή. Και κύλησε στα γόνατα».
Ο Άλμπερ Καμύ με τον λιτό, πυκνό λόγο του να αποκτά άλλοτε ειρωνικές αποχρώσεις και άλλοτε να αποπνέει έναν δαμασμένο λυρισμό, μεταφέρει νοερά τον αναγνώστη σε εκείνο τον φρικτό εφιάλτη της πόλης Οράν και στον απέλπιδο αγώνα του γιατρού Ριε να δαμάσει την αρρώστια (στην πραγματικότητα ο ρόλος του για τον περισσότερο καιρό ήταν απλά η καταδικαστική διάγνωση και όχι η θεραπεία): «Κι εκείνος σηκώνοντας σεντόνι και νυχτικό, θωρούσε σιωπηλά τις κόκκινες βούλες, τα πρησμένα γάγγλια, πάνω στην κοιλιά της κόρης. Η μητέρα κοιτούσε ανάμεσα απ’ τα σκέλια του κοριτσιού της. Κάθε τόσο έσκουζε ….όλα τα βράδυα οι μητέρες ούρλιαζαν έτσι μπροστά σε κοιλιές που προσφέρονταν γυμνές μ’ όλα τους τα σημάδια του θανάτου…όλα τα βράδυα χέρια γατζώνονταν στα χέρια του Ριέ». Καταλήγει όμως δια στόματος του γιατρού να προτρέψει δυναμικά: «Πάλεψε λοιπόν όσο μπορείς!», «Πρέπει ωστόσο, να σας πω: δεν υπάρχει θέμα ηρωισμού μέσα σ’ όλα αυτά. Πρόκειται για εντιμότητα. Είναι μια ιδέα που μπορεί να κάνει μερικούς να γελάσουν, ο μόνος όμως τρόπος για να καταπολεμήσει κανείς την πανούκλα είναι η εντιμότητα».
Στο αποκορύφωμα της επιδημίας, όλα έχουν πια αλλάξει ριζικά για το Οράν και τους κατοίκους του. Ό, τι κάποτε φάνταζε αποκρουστικό και φρικτό έχει γίνει πλέον η καθημερινότητα της μικρής πόλης: «Από μερικά όμως σπίτια έβγαιναν βογκητά. Παλιότερα όταν τύχαινε κάτι τέτοιο, έβλεπες συχνά περίεργους να στέκονται στον δρόμο και ν’ αφουγκράζονται. Έπειτα, ωστόσο απ’ την μακρόχρονη αναστάτωση φαίνεται πως οι καρδιές σκλήρυναν κι όλοι περπατούσαν ή ζούσαν δίπλα στους θρήνους λες κι αυτή ήταν η φυσιολογική γλώσσα των ανθρώπων». Μια άλλη τάξη πραγμάτων, ένα είδος παράλογης «δικαιοσύνης» επικρατούσε πια στην ζωή τους, καθώς κανείς δεν βρισκόταν πλέον στο απυρόβλητο: «Εκείνο που κάνει την πανούκλα να ξεχωρίζει ήταν πως όλος ο κόσμος, απ’ τον διευθυντή ως τον τελευταίο κρατούμενο, ήταν καταδικασμένοι και για πρώτη ίσως φορά, βασίλευε απόλυτη δικαιοσύνη στις φυλακές». Το χειρότερο δε όλων, δεν ήταν ο επικείμενος θάνατος, αλλά η στέρηση κάθε ανθρώπινου συναισθήματος και ιδιότητας. Το μικρόβιο της αρρώστιας είχε στερήσει αυτό το βασικό στοιχείο της ζωής: «Έπαιρναν θέση στο παρόν χωρίς μνήμη και χωρίς ελπίδα. Στην πραγματικότητα, όλα είχαν γίνει πια παρόν γι’ αυτούς. Πρέπει να πούμε πως η πανούκλα είχε αφαιρέσει απ’ όλους την δύναμη της αγάπης και την δύναμη της φιλίας ακόμα. Γιατί η αγάπη χρειάζεται κάποιο μέλλον και για μας δεν υπήρχαν πια παρά μόνο στιγμές». Έτσι η άνυδρη και ξερή πόλη του Οράν- μια και κατά την διάρκεια του καλοκαιριού κορυφώθηκε η επιδημία, καθώς ένας ξερός άνεμος σάρωνε τα πάντα και εξάπλωνε απειλητικά τον θάνατο- γέμισε με ζωντανούς νεκρούς, πρόσφυγες στην ίδια τους την πόλη, αποξενωμένους από κάθε στοιχείο ανθρωπιάς: «Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν στο τέλος της πανούκλας, μαζί με την δυστυχία και τις στερήσεις, φόρεσαν το κουστούμι του ρόλου που ‘παιζαν εδώ και πολύ καιρό, το ρόλο του πρόσφυγα που, πρώτα το πρόσωπό και τώρα τα ρούχα του μιλούσαν για την απουσία και την μακρινή πατρίδα. Απ’ την στιγμή που η πανούκλα είχε κλείσει τις πύλες της πόλης, δε ζούσαν πια παρά μόνο μέσα στο χωρισμό, τους είχαν αποκόψει απ’ αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά που σε κάνει όλα να τα ξεχνάς». Ίσως αυτός να ήταν και ο χειρότερος εχθρός που ελλοχεύει σε κάθε πόλη κάθε εποχής: «Εκείνο που δίνει η φύση είναι το μικρόβιο. Τα υπόλοιπα, η υγεία, η ακεραιότητα, η αγνότητα, αν θέλετε, είναι αποτέλεσμα της θέλησης, μιας θέλησης που δεν πρέπει ποτέ να σταματάει».
Η φρικτή επιδημία επιτέλους κάποτε υποχωρεί και η πόλη Οράν ξαναβρίσκει τους φυσιολογικούς ρυθμούς της, μετά από αμέτρητες απώλειες. Ο Καμύ – δια μέσου του γιατρού Ριε- για άλλη μια φορά θα αποστασιοποιηθεί από την χαρά του πλήθους και με σκεπτικισμό θα κλείσει δυναμικά το έργο του με τα εξής λόγια: «Ακούγοντας λοιπόν ο Ριε τις κραυγές της αγαλλίασης… θυμόταν πως η χαρά αυτή βρισκόταν πάντα κάτω από μια απειλή: πως ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει μήτε χάνεται ποτέ. Πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και στα ρούχα. Πως περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα κελάρια, στις κασέλες, στα μαντήλια, στις στοίβες στα παλιά χαρτιά. Και πως θα’ ρχόταν η μέρα που, για τη δυστυχία και το μάθημα των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε πάλι τα ποντίκια της . Και τότε θα τα’ στελνε να ψοφήσουν σε κάποια ευτυχισμένη πόλη…»
Τι μένει λοιπόν για τον άνθρωπο που αγωνίζεται σε αυτό τον άνισο αγώνα ενάντια στην φύση του, στο αναπότρεπτο πεπρωμένο του; Τι μπορεί να τον σώσει από την άλογη αιχμαλωσία ενός πολέμου ή μιας επιδημίας, που είναι αδύνατο να τιθασευτεί; Μα φυσικά η αυταπάρνηση, η θυσία, η αγάπη για τον συνάνθρωπο πέρα από κάθε φιλοσοφική ή χριστιανική έννοια και πέρα από κάθε πιθανότητα επιτυχίας ή ευδοκίμησης: «είναι δίκιο ν’ αμείβει η χαρά πότε –πότε αυτούς που αρκούνται στον Άνθρωπο και στην φτωχιά μα τρομερή του Αγάπη».
0 Σχόλια