Ο Τζέισον αγαπούσε το διάβασμα. Ήταν γι’ αυτόν ο καλύτερος τρόπος να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα. Εκεί έβρισκε το καταφύγιό του. Μέσα στα βιβλία. Όμως ο Τζέισον φοβόταν οτιδήποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει, οτιδήποτε περιλάμβανε κάθε είδους φόβο ή κίνδυνο, οποιαδήποτε δυσοίωνη σκιά μπορούσε να σχηματιστεί τη νύχτα, οποιονδήποτε περίεργο ήχο. Αυτό όμως που φοβόταν περισσότερο, ήταν το σκοτάδι. Όχι τόσο το ίδιο το σκοτάδι, όσο τα πράγματα που δεν μπορούσε να δει ούτε ίσως να γνωρίζει ότι κρύβονταν εκεί. Ο Τζέισον παρατηρούσε πως όσο ο αδελφός του και οι φίλοι του μεγάλωναν, τόσο λιγότερους φόβους είχαν. Διαπίστωσε επίσης πως όλοι τους μισούσαν το διάβασμα και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος.
Κάποια στιγμή κουράστηκε να περιμένει να εμφανιστεί το τέρας την ώρα που κοιμόταν, έτσι ακολούθησε το παράδειγμα των φίλων του και εγκατέλειψε κι εκείνος το διάβασμα. Λίγο καιρό αργότερα έβλεπε πως οι σκέψεις που τον κατέτρεχαν παλιά, τον απασχολούσαν τώρα όλο και λιγότερο. Οι φόβοι του άρχισαν σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν. Όχι όμως και κάτι άλλο. Γιατί αργά εκείνη τη νύχτα, ενώ ο Τζέισον κοιμόταν γαλήνια, το Άγνωστο θα έκανε τελικά την επίθεσή του μέσα από τα σκοτεινά βάθη του πουθενά. Ίσως τελικά θα έπρεπε να είχε επιλέξει τη φαντασία του από την άγνοια του κινδύνου, επειδή τουλάχιστον η παράνοια μπορεί να κρατήσει κάποιον προετοιμασμένο για τον θάνατό του.
_
γράφει η Βασιλική Δραγούνη
Πολύ πολύ ωραία η μικρή σου ιστορία!!!
Αληθινή!!!
Μπράβο Βασιλική!!!