η καντάδα: παραλλαγές ύφους πάνω στο ίδιο θέμα

σημειώσεις

τέσσερις τα ξημερώματα. ο κλέφτης σπάει το τζάμι σπιτιού. Είχε κόψει το σύρμα της περίφραξης. Θέλει να κλέψει το ακριβό αυτοκίνητο. Στο δωμάτιο κοιμάται η αγαπημένη του. Ο ιδιοκτήτης ξυπνά. Τον πιάνει απ’ αυτοφώρω. Η κόρη ξυπνά και  ισχυρίζεται πως είναι γνωστός της. Πήγε εκεί να της κάνει καντάδα. Δικαιολογεί πως η ίδια έσπασε το τζάμι κατά λάθος.

εις διπλούν

     Ανοιξιάτικη, νύχτα του Απρίλη μα βρέχει καταρρακτωδώς και πάρα πολύ. Κρύο τσουχτερό, χειμωνιάτικο. Η γειτονιά, τα σπίτια του πάνω χωριού κοιμούνται βαθιά όλοι και όλες. Μόνο η βροχή και οι σταγόνες κινούνται, πέφτουν στις τέσσερις τα ξημερώματα, λίγο πριν το χάραμα. Η βροχή κι ο ληστής, ο κλέφτης. Σεργιανά και τριγυρνά ψάχνοντας και αναζητώντας την αυλή με το ακριβότερο, το καλύτερο αυτοκίνητο. Κόβει και καταστρέφει το σύρμα της περίφραξης και του φράχτη, μπαίνει και με ελαφριά, απαλά βήματα φτάνει κι ακουμπά το παράθυρο. Σπάει το γυαλί και θρυμματίζει το τζάμι δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως να διστάσει, μπουκάρει και πηδάει μέσα βιαστικά και γρήγορα. Ανάβει και φωτίζει ξαφνικά ένα φως. Κοιτά και αντικρίζει στο κρεβάτι, κάτω απ’ τα σκεπάσματα αγουροξυπνημένο και νυσταγμένο το αγγελικό και πανέμορφο εκείνο πρόσωπο που καιρό τώρα φλερτάρει και λαχταρά, ποθεί να γνωρίσει και να μιλήσει. Τί ατυχία και τί γκαντεμιά! Πάνω και τη στιγμή της αποχαύνωσης ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει, εισβάλλει ο πατέρας της, ο μπαμπάς της αυτή τη φορά. Βρεγμένος, μούσκεμα, στέκει ακίνητος, χωρίς να κουνιέται, αμίλητος και χωρίς να βγάζει άχνα, ηττημένος και νικημένος, χαμένος. Πετάγεται, σηκώνεται τότε εκείνη και τον καλύπτει, τον προστατεύει. Λέει πως ήρθε κι έφτασε εκεί για καντάδα και τραγούδισμα ερωτικό κάλεσμα. Λέει κι απολογείται πως εκείνη έσπασε και κατέστρεψε κατά λάθος, χωρίς δόλο το τζάμι και το γυαλί.

μεταφορικό

Το δάσος είχε θεριέψει άνοιξη καιρό. Πυκνή βλάστηση. Όλα έδειχναν ήσυχα, η χειμερία νάρκη κρατούσε ακόμη τα ηνία. Η μαμά αρκούδα ξύπνια από μέρες αφήνει το μικρό της να κοιμάται ζεστά. Κατεβαίνει προς το χωριό, ψάχνει μέλι ή κότες να ηρεμήσει το στομάχι της. Χαλάει την περίφραξη μιας αυλής και μπαίνει, κατευθύνεται προς το κοτέτσι. Σπάει την πόρτα και το αίμα της παγώνει. Ένας άντρας σημαδεύει με καραμπίνα το μικρό της που ξεκοκαλίζει λαίμαργα ένα κοτόπουλο. Μένει ακίνητη, αποχαυνωμένη. Ο άντρας κάνει ένα νόημα να πάρει από κει το αρκουδάκι. Με μια δειλή κίνηση του ποδιού της το τραβά και φεύγουν αναζητώντας καρπούς στα δέντρα του δάσους.

λεξιπλαστικό

Ανοιξοβραδιά μα καταρρακτοβρέχει. Τσουχτερόκρυο. Η πανωμαχαλογειτονιά βαθειοκοιμάται, μόνο η βροχή κινείται στις τέσσερις τα ξημερώματα κι ένας βροχοκλέφτης. Σεργιανοψάχνει την αυλή με το ακριβοκαλύτερο αυτοκίνητο. Κόβει το περιφραξόσυρμα, μπαίνει και ελαφροβηματοφτάνει στο παράθυρο. Σπάει το τζάμι και βιαστικομπουκάρει δίχως δευτεροσκέψη. Ξαφνοανάβει ένα φως. Αντικρίζει στο κρεβάτι αγουροξυπνημενοαγγελικό πρόσωπο, εκείνο που από καιρό φλερταρολαχταρά να γνωρίσει. Τί ατυχία! Πάνω στην αποχαυνωμενοστιγμή ανοίγει η πόρτα και να, ο μπουκαροπατέρας της. Στέκει βρεγμενοακινητοαμιλητοηττημένος. Πετάγεται εκείνη και τον καλύπτει. Λέει πως είναι κανταδοερχόμενος και πως η ίδια καταλαθοέσπασε το τζάμι.

οπισθοδρομικό

Εκείνη λέει στον πατέρα της πως η ίδια έσπασε κατά λάθος το τζάμι και τον καλύπτει ενώ εκείνος βρεγμένος στέκει ακίνητος, αμίλητος, ηττημένος στη μέση του υπνοδωματίου. Ήρθε, λέει, να της κάνει καντάδα. Ο πατέρας είχε μπουκάρει πριν λίγο στο δωμάτιο της κόρης του ανήσυχος. Εκείνος αφού είχε σπάσει το τζάμι και πήδηξε μέσα, αντίκρισε το αγγελικό της πρόσωπο και σάστισε. Ήταν εκείνη που από καιρό φλέρταρε και λαχταρούσε να γνωρίσει. Το φως είχε ανάψει ξαφνικά. Δεν το πολυσκέφτηκε. Στην αυλή παρκαρισμένο το ακριβότερο αυτοκίνητο, έκοψε το σύρμα της περίφραξης και με ελαφριά βήματα έφτασε στο παράθυρο. Μόνο εκείνος κι η βροχή κινούνταν. Τέσσερις τα ξημερώματα και η γειτονιά του πάνω χωριού κοιμόταν βαθιά. Το κρύο τσουχτερό κι ας ήταν Άνοιξη, έβρεχε καταρρακτωδώς.

φυσιολογικό

Ανοιξιάτικη βραδιά μα βρέχει καταρρακτωδώς. Κρύο τσουχτερό. Η γειτονιά του πάνω χωριού κοιμάται βαθιά, μόνο η βροχή κινείται στις τέσσερις τα ξημερώματα. Η βροχή κι ο κλέφτης. Σεργιανά ψάχνοντας την αυλή με το ακριβότερο αυτοκίνητο. Κόβει το σύρμα της περίφραξης, μπαίνει και με ελαφριά βήματα φτάνει στο παράθυρο. Σπάει το τζάμι δίχως δεύτερη σκέψη και μπουκάρει βιαστικά. Ανάβει ξαφνικά ένα φως. Αντικρίζει στο κρεβάτι αγουροξυπνημένο το αγγελικό εκείνο πρόσωπο που καιρό τώρα φλερτάρει και λαχταρά να γνωρίσει. Τί ατυχία! Πάνω στην αποχαύνωση ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει ο πατέρας της αυτή τη φορά. Βρεγμένος, στέκει ακίνητος, αμίλητος, ηττημένος. Πετάγεται τότε εκείνη και τον καλύπτει. Λέει πως ήρθε για καντάδα και πως έσπασε κατά λάθος το τζάμι η ίδια.

 

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 26 – 27 Απριλίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 26 – 27 Απριλίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου