
γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Αντί εισαγωγής
Θέτω κατευθείαν το κεντρικό ερώτημα του κειμένου μου: τι είναι η πεζογραφία; Νομίζω ότι για να μπορέσω να δώσω μια ικανοποιητική και πλήρη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι να εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πεζογραφία. Να πλησιάζω δηλαδή τον μηχανισμό της και να συλλέξω τους τρόπους, τις μεθόδους και τους λόγους που υπαγορεύουν. Έτσι, στο παρόν κείμενο θα ήθελα να περιδιαβώ τον κόσμο της δομής της πεζογραφίας, να ασχοληθώ με τη φύση της τελευταίας και να διερευνήσω το είναι της μέσα από την παράθεση και την ανάλυση τεσσάρων δομικών χαρακτηριστικών που πιστεύω ότι τη διέπουν καθώς και να διευκρινίσω το πώς τη λειτουργίας της. Στο σημείο αυτό, θέλοντας να αναφερθώ εν συντομία στη βασική ουσία των χαρακτηριστικών αυτών, σημειώνω τα ακόλουθα.
Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω το γεγονός ότι στην πεζογραφία – αν και περνάω σχεδόν πάντα καλά – βρίσκομαι μουδιασμένος, βρίσκομαι σε μια παράξενη υπνηλία και, ταυτόχρονα, βρίσκομαι σε μια δέσμευση και μια κατάσταση συνεχούς κι επιβαλλόμενης μορφοποίησης (βλ. πρώτο χαρακτηριστικό). Ακόμη, θέλω να αποτυπώσω το γεγονός ότι βλέπω τις λέξεις να κυριαρχούν κυριαρχούμενες, βλέπω τις λέξεις ακινητοποιημένες και αποδιοργανωμένες, βλέπω τις λέξεις εύτακτες και ασυγκίνητες, βλέπω δηλαδή τις λέξεις να υπάρχουν, να υφίστανται το βάρος της ύπαρξης και όχι – απαραίτητα – να ζουν. Με άλλα λόγια, βλέπω έναν ιδιότυπο εγκλεισμό της λέξης (βλ. δεύτερο χαρακτηριστικό). Επιπλέον, διακρίνω στην πεζογραφία ένα αόρατο – οριακά θεϊκό – χέρι που επεμβαίνει και αποφασίζει για το ποιος και τι θα έχει φωνή, νόημα και δράση, δηλαδή για το ποιος και τι θα έχει ζωή (βλ. τρίτο χαρακτηριστικό). Τέλος, θέλω να καταγράψω την εκούσια σύγχυση ότι στην πεζογραφία αναζητείται εντόνως ο αναγνώστης ως αναγνώστης (βλ. τέταρτο χαρακτηριστικό).
Πρώτο χαρακτηριστικό: η πεζογραφία ως έλεγχος και επιτήρηση
Αναμφίβολα, η πεζογραφία κρύβει εντός της πολύ μεγάλα και σοβαρά αποθέματα θάρρους, διορατικότητας και περίσκεψης. Ωστόσο, τα εν λόγω αποθέματα χαρακτηρίζονται – ως επί το πλείστον – από μια αρνητική λειτουργία: η πεζογραφία δεσμεύει τον αναγνώστη στον δικό της χωροχρόνο, δεν τον αφήνει – συχνά, δεν του επιτρέπει – να υπερβεί τα όριά της και εν τέλει τον περιορίζει στην (εξ)άσκηση της μνήμης, της παρακολούθησης και της (παθητικής) προσοχής. Ο λόγος της πεζογραφίας – όσο πειραματικός και διαλυτικός κι αν φαντάζεται πως είναι – είναι σαφής, ακριβής, κατατοπιστικός, αναλυτικός και εν πολλοίς, ορθολογικός: βασίζεται – είτε απαρέγκλιτα είτε με κάποια ελαστικότητα – στις μεθόδους της αποτίμησης, της προϋπόθεσης, της καταμέτρησης και της απαρίθμησης. Ξεκινά με κάποια – αφαιρετική ή μη – σκέψη, στο μεταξύ διαμορφώνεται και από ένα σημείο κι έπειτα, συγκεκριμενοποιείται – σε μεγάλο ή μικρό βαθμό.
Ακόμη, θα προσθέσω ότι η πεζογραφία, πέρα από πλούσιος, αχανής και ευρηματικός αισθητικός χώρος, είναι επίσης και ένας χώρος μαθητείας και διδασκαλίας. Τα κείμενά της παραδίδουν σχήματα και μοντέλα στον αναγνώστη, με σκοπό την κατανόηση και την εφαρμογή τους από μέρους του. Τι θα πει αυτό;
Η πεζογραφία στέκεται εντός μιας κάποιας πολυλογίας. Είναι η ίδια με αποκλίσεις ανάλογα με το είδος – ένας λόγος πολυλογίας. Συνέπεια αυτού: τα πάντα έχουν ζωτική σημασία και βρίσκονται σε αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι οτιδήποτε αναφέρει η πεζογραφία κάθε φορά που μιλά είναι ένα σκαλοπάτι για το επόμενο σκαλοπάτι και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, η σχολαστική μεθοδικότητα της πρακτικής της πεζογραφίας κατασκευάζει το αποτέλεσμά της με τη χρήση – ολοκληρωμένων και λιγότερων ολοκληρωμένων – νοηματικών αλυσίδων (συμβάντων και στιγμών) με τις οποίες ο αναγνώστης επιτελεί σταδιακές μετατοπίσεις και μεταβαίνει από το ένα στάδιο στο άλλο, ακολουθώντας μια – τυπολατρική – χρονολογική και γνωστική σειρά. Συνεπώς, το πεδίο της πεζογραφίας είναι ένα πεδίο ανακάλυψης και αποκάλυψης: η αντίληψη της παρουσίας κάθε όντος και κάθε πράγματος μαρτυρά την παρουσία άλλων όντων και άλλων πραγμάτων. Και όλες μαζί αυτές οι μικρο-παρουσίες φιλοτεχνούν τη μεγάλη εικόνα της πεζογραφίας, τη σταθερή παρουσία της αναπαράστασης.
Ένα πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η πρακτική της πεζογραφίας είναι μια καθοδηγητική πρακτική που στοχεύει στην ποικιλότροπη άλωση, εξασθένιση της – ποιότητας της – αναγνωστικής διαδικασίας, αφού εκείνο το οποίο φαίνεται να προσπαθεί είναι να πείσει τον αναγνώστη να της δώσει το χέρι του και να περπατήσουν μαζί, συνάπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα είδος λυκοφιλίας, θα μπορούσαμε να πούμε.[1] Όμως, συνεχίζω.
Το αναγιγνώσκω της πεζογραφίας απέχει αρκετά από το αναγιγνώσκω της ποίησης.[2] Στην πεζογραφία, το αναγιγνώσκω σημαίνει προπονώ τις αισθήσεις και τις δυνατότητες της λογικής μου με τρόπο τέτοιο που αναγκαστικά βρίσκω τον εαυτό μου να καταφάσκει (πλήρως ή μη) στο κείμενο, ώστε να αποτρέψω καθετί ικανό να μου αποσπάσει την προσοχή και να με παρασύρει σε ασχολία με άλλα ερεθίσματα/θέματα. Το αναγιγνώσκω της πεζογραφίας προσιδιάζει σε αγώνισμα, σε ένα αγώνισμα που πρέπει να διεξαχθεί με ακρίβεια και κοπιώδη προσπάθεια. Ακόμη, θα σημειώσω ότι όταν η πεζογραφία δίνεται, όταν καθίσταται – με την κυριολεκτική έννοια – υλικό προς χρήση, σταματά την ανία, τη σιωπή, την ηρεμία και τη – μη καλουπωμένη – χαλαρωτική διάθεση, αντικαθιστώντας τες με μια αποστολή, μια ανταπόκριση (που μπορεί κάλλιστα να περιέχει και ψήγματα από αυτά που μόλις είπα ότι αντικαθιστά), προοργανωμένων και προαποφασισμένων λεπτομερειών και αποστάσεων, οι οποίες, αν και εξαντλητικές ως προς το να καταφέρεις να τις φέρεις εις πέρας με κάποιο είδος επιτυχίας, στο τέλος κρύβουν ανταμοιβές.
Αυτά όλα δεν σημαίνουν βέβαια ότι η πεζογραφία, πρώτον, δεν ενέχει μια γλυκύτητα και μια γαλήνια βάση, δεύτερον, ότι αποστρέφεται την ελεύθερη δράση και τη φαντασία του αναγνώστη και, τρίτον, ότι δεν δέχεται το παιχνίδι με το κείμενο. Όχι φυσικά. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Σημαίνουν μόνο ότι η πεζογραφία θέλει να σχηματοποιήσει αυτή την – όποια ελεύθερη δράση και φαντασία – του αναγνώστη στα πρότυπά της και να περιορίσει τη λειτουργία τους εντός των – σαφώς ή λιγότερο σαφώς – καθορισμένων πλαισίων της.
Δεύτερο χαρακτηριστικό: η πεζογραφία ως εξημέρωση της λέξης
Η πεζογραφία είναι ένα λεκτικό σύμπαν. Αυτό είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Η σχέση της πεζογραφίας με τις λέξεις συνιστά θα λέγαμε ένα είδος φυσικής σχέσης. Ωστόσο, η πεζογραφία διαχειρίζεται αυτό το σύμπαν των λέξεων με έναν – με την ευρεία έννοια – χρηστικό, πρακτικιστικό τρόπο, μια μέθοδο δηλαδή διαπίστωσης, αναφοράς, καταγραφής και κατοχύρωσης. Υπό την έννοια αυτή, η πεζογραφία μοιάζει περισσότερο με ένα σύμπαν του λέγειν. Συνεχίζω όμως τις εξηγήσεις.
Η πεζογραφία αγγίζει τις λέξεις, ακούει των ήχο των λέξεων, αλλά φθάνει μέχρι εκεί. Σταματά σε αυτό το σημείο. Δεν εισχωρεί ούτε στη διάλυση ούτε στην αδιάκοπη και – πραγματικά – εκκωφαντική σιωπή τους. Εδώ δείχνει σημάδια ατολμίας: η πεζογραφία βιώνει την κατεστημένη σημασία και λειτουργία των λέξεων. Πιο αναλυτικά, η πρακτική της πεζογραφίας συνομιλεί με τις λέξεις, επικοινωνεί μαζί τους, αλλά μόνο για να τις προσδέσει στο έδαφός της, για να τις θέσει σε μηχανική κίνηση. Νοιάζεται δηλαδή για τις λέξεις υπό το πλαίσιο της κατασκευή ενός συνομιλιακού περιβάλλοντος εντός του οποίου οι λέξεις συντηρούν τον εαυτό που γνωρίζουμε. Έτσι, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πεζογραφία υπηρετεί τις λέξεις υπό το πρίσμα της αποθέωσης του τρόπου που τις γνωρίζουμε και τις κατανοούμε και του υπάρχοντα ρόλο τους.
Στο προαναφερθέν αυτό πλαίσιο, η αξία των λέξεων για την πεζογραφία προκύπτει από το γεγονός της εκστόμισής τους: το βασίλειο του προσδιορισμού, του εντοπισμού και της κατονομασίας που δεν αφήνει τίποτα και κανέναν στην τύχη του. Παρατηρείται, επομένως, μια κυριαρχία της λέξης υπό το πρίσμα της εργαλειακότητας, της – σταδιακής ή μη – εξουθένωσης της μετασχηματιστικής ικανότητας που διακρίνει τη λέξη: στερεί από την τελευταία το μη όριό της.
Η πεζογραφία ξέρει – και πολύ καλά μάλιστα – το ιδιάζον χαρακτηριστικό της λέξης, ότι δηλαδή η τελευταία είναι εγγενώς πολλαπλή και πολυσυνθετική. Και βέβαια δεν είναι λίγες – ή/και ασήμαντες – οι φορές που αξιοποιεί αυτή τη φύση της λέξης για να προκαλέσει τη δημιουργία ενδιαφερόντων περιβαλλόντων. Ωστόσο, εξαιτίας του συνδρόμου της περιγραφής, το οποίο την προσδιορίζει, η πεζογραφία απενεργοποιεί – μέχρι ενός σημείου – την ασύμμετρη κινητικότητα και τη «ριζωματική» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) θα λέγαμε εξάπλωση της λέξης, ώστε να προχωρήσει στη σύσταση – λίγο έως πολύ – συμπαγών ενοτήτων και διακριτών, στατικών χωρισμάτων.
Η λέξη, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή και διαχειρίσιμη από την πρακτική της πεζογραφίας, βοηθά την τελευταία να αυτοσυγκροτείται ως λογοθετική πρακτική και να συγκροτεί αφηγηματικά περιβάλλοντα σχέσεων εξουσίας και «καθεστώτων αλήθειας» (βλ. Foucault, 1970, 1987̇ Φουκό, 1987, 1991̇ Μπαλαμπανίδου, 2019). Εκείνο το οποίο ευνοεί και εξαίρει η πεζογραφία στη λέξη δεν είναι – τόσο – η αεναότητά της, αλλά μάλλον η συγκρουσιακότητά της στο επικοινωνιακό πεδίο και οι ευφυείς δυνατότητές της να βρίσκει βιώσιμες συμμαχίες.
Τι καταλαβαίνω απ’ όλα αυτά; Η πεζογραφία ως μαριονετίστας και η λέξη ως μαριονέτα (;). Η πεζογραφία παραβιάζει τη ρευστότητα της λέξης, δαμάζει τη λέξη, την επιτηρεί και την ελέγχει, την υμνεί και την κολακεύει, την κατευθύνει και την προσαρμόζει, την μεταχειρίζεται με έναν ωφελιμιστικό τρόπο ικανό να αποφέρει κέρδη.[3]
Τρίτο χαρακτηριστικό: η πεζογραφία ως καλλιέργεια του νόμου[4]
Είτε λίγο είτε πολύ, η πεζογραφία είναι κινηματογραφική εργασία. Αποτελεί δηλαδή μια – πάλι λίγο έως πολύ – πειστική μέθοδο αναπαράστασης και μια μέθοδο αναπαράστασης που προσπαθεί να πείσει. Η πεζογραφία – δια μέσω των λέξεων, δηλαδή της αφήγησης – ως αναπαράσταση λοιπόν. Εδώ είναι που έγκειται και το μέγα ζήτημα του νόμου – και της καλλιέργειας αυτού – που διακρίνει την πρακτική της πεζογραφίας. Η αφήγηση – με τα όποια ‘καλά’ (επικοινωνία, κριτική, συνειδητοποίηση κλπ.)[5] και τα όποια ‘κακά’ της (βλ. όλα όσα θα ειπωθούν παρακάτω) – είναι το αναπαραστατικό μέσο της πεζογραφίας. Μέσω αυτής, η τελευταία μιλά και εννοεί, φανερώνει και κρύβει, κατασκευάζει και καταστρέφει, συμπεριλαμβάνει και αποκλείει. Εξηγώ τι εννοώ.
Την αναπαράσταση, οφείλουμε να την προσεγγίσουμε στην ουσία του έργου της και να την αντιληφθούμε και την κατανοήσουμε ως μια δύναμη και μια ενέργεια «κοσμοπλαστική» (Barthes, 2019: 83), η οποία είναι «εγγενώς εξουσιαστική, είναι ο λόγος της δημιουργίας, της κατασκευής, δηλαδή ο μηχανισμός διατήρησης και μετασχηματισμού» (Κατσιγιάννης, 2024β̇ βλ. επίσης Hall, 1997). Δανείζομαι τα λόγια του Barthes (2019: 81-82):
η αναπαράσταση δεν προσδιορίζεται ευθέως από τη μίμηση: ακόμη κι αν απαλλαγούμε από τις έννοιες του «πραγματικού», του «αληθοφανούς», της «αντιγραφής», θα παραμένει πάντα κάποια «αναπαράσταση», όσο ένα υποκείμενο (συγγραφέας, αναγνώστης, θεατής ή ηδονοβλεψίας) θα κατευθύνει το βλέμμα του προς έναν ορίζοντα και θα περικόπτει σ’ αυτόν τη βάση ενός τριγώνου του οποίου η κορυφή θα είναι το μάτι του ή το πνεύμα του. Το Όργανον της Αναπαράστασης […] έχει διπλό θεμέλιο, την εξουσία της περικοπής και τη μοναδικότητα του υποκειμένου που περικόπτει.
Συνεχίζω σ’ αυτό. Ο λόγος της πεζογραφίας είναι ένα λόγος που συγκροτεί – και συγκρατεί – σχέσεις εξουσίας: ανεξάρτητα από τους λόγους και τις προθέσεις που μια πεζογραφική αφήγηση λέει κάτι, επιλέγει κι εν τέλει λέει σε όλους εμάς κάτι, εκείνο το οποίο υπάρχει και δραστηριοποιείται είναι ένας βαθμός απομόνωσης, ερημοποίησης και ίσως δίωξης του – θεωρούμενου ως – περιττού: εκείνο το οποίο αναπαρίσταται είναι εκείνο το οποίο κρατείται. Είναι εκείνο το οποίο κρατήθηκε, προφυλάχθηκε, σώθηκε κατά κάποιον τρόπο και του επιτράπηκε η γέννηση και η ζωή. Πρόκειται για πολύ σημαντικό γνώρισμα του μηχανισμού της πεζογραφίας. Αυτό συνεπάγεται την εξουσιαστική και μονομερή πράξη της διαλογής και, επιπλέον, την κατοχή του κάλαθου των αχρήστων – από μέρους του πεζογράφου.
Η αναπαράσταση δίνει φωνή και ορατότητα, δηλαδή χαρίζει ζωή. Έτσι, στην πεζογραφία βλέπει κανείς τη ζωή άξια να βιωθεί και τη ζωή ανάξια να βιωθεί. Βλέπει δηλαδή κανείς το γεγονός της διάκρισης: κάποια όντα και πράγματα απολαμβάνουν αποδοχή, ορατότητα, φωνή, μια ζωή με ομαλότητα και ροή και – το πιο σημαντικό – σημασία, ενώ κάποια άλλα όντα και πράγματα είτε απορρίπτονται και αποβάλλονται πλήρως είτε στέκονται και βρίσκονται «στα όρια της αναγνωρισιμότητας» (βλ. Butler, 2017: 55). Επομένως, η πεζογραφία καθιστά – ποικιλοτρόπως – την επισφάλεια (βλ. Butler, 2004, 2017, 2022) ως απαραίτητο και γενεσιουργό γνώρισμά της και, κατά συνέπεια, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης της.
Τέταρτο χαρακτηριστικό: η πεζογραφία ως περιορισμένο αλληλεπιδραστικό πεδίο
Η πεζογραφία είναι ένα κέντρο ελέγχου, ένας φάρος. Ας ιδωθεί έτσι. Είναι ένα παρατηρητήριο που κοιτά προς πάσα κατεύθυνση και μάλιστα με ευλαβική προσοχή. Καλύτερα: η πεζογραφία είναι ένα πανοπτικό. Ως προς αυτό, κατανοεί κανείς με σχετική ευκολία ότι η πεζογραφία όταν θέλει κάτι δεν το ζητά, αλλά το απαιτεί. Για την ακρίβεια, όχι, ούτε απαιτεί: παίρνει απλά αυτό το οποίο επιθυμεί, το τοποθετεί, του αποδίδει ρόλο και καθήκοντα και το θέτει σε λειτουργία. Το πλαίσιο αυτών των πρακτικών, δεν αφήνει και πολύ χώρο για αμφιβολίες σχετικά με τη σχέση που διαμορφώνει με τον αναγνώστη και την ανάγνωση. Όμως, ας γίνω πιο συγκεκριμένος.
Η πεζογραφία γνωρίζει εκ των προτέρων ότι έχει αναγνώστη ικανό να τα βάλει μαζί της και να καταφέρει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και τις δοκιμασίες της. Η αρχιτεκτονική της πεζογραφίας, δεν είναι παρά η οικοδόμηση ενός – έστω και πολυδιάστατου – ισχυρού εγώ που έχει ήδη συμπεριλάβει την παρουσία του αναγνώστη με σκοπό – μεταξύ άλλων εννοείται – την περεταίρω ισχυροποίησή του. Δηλαδή, στον τρόπο κατασκευής της πεζογραφίας, προστίθεται και η εμφάνιση – καθώς και ο τρόπος της εμφάνισης – του αναγνώστη, ο οποίος προσπαθεί να ακολουθήσει το βάδισμα της αναπαράστασης, αν θέλει ένα – με την ευρεία έννοια – επιτυχημένο αποτέλεσμα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πεζογραφία ορέγεται την παραίτηση – μέχρι ενός σημείου – του αναγνώστη από τον ρόλο του, την παραίτησή του τις επιτελεστικές πρακτικές της συμμετοχής, της κατασκευής, του μετασχηματισμού και της ενεργητικής σκέψης.[6] Επιδιώκει να πείσει τον αναγνώστη να υιοθετήσει ένα διαφορετικό μοντέλο ύπαρξης και αλληλεπίδρασης που δεν θα ελλοχεύει ούτε ο κίνδυνος της παρέκκλισης και του αυτοσχεδιασμού ούτε βέβαια και ο κίνδυνος της κριτικής και της αμφισβήτησης των λόγων της: η πεζογραφία ως μη ευρύχωρος και ενδεχομενικός χώρος, προτιμά τον αναγνώστη πιο πολύ ως παρακολουθητή παρά ως (συν)διαμορφωτή.[7]
Αντί επιλόγου
Η πεζογραφία είναι τόπος ιερός, κρυφός, μυστικός – και ενίοτε ξηρός. Γιατί το αναφέρω αυτό; Ως αξιολογικό δείκτη; Ως κοινωνικο-πολιτισμική διευκρίνηση; Ως λόγο σημαντικό για να τεθεί η πεζογραφία είτε σε αργία είτε σε κατάσταση και θέση αγιοσύνης; Ή μήπως το αναφέρω ως δικαιολογία για ποιητικό παραστράτημα (ήδη αποπέμφθηκα από την πεζογραφία); Προφανώς, για τίποτα απ’ όλα αυτά. Εξάλλου, θα ήταν τόσο ανόητο όσο και βαθιά επιπόλαιο να υποτεθεί ότι το παρόν κείμενο αποτελεί ένα πολεμικό στρατήγημα απέναντι στην πεζογραφία.
Εκείνο το οποίο προσπάθησα να κάνω εδώ, είναι – μόνο – να αναδείξω τον τρόπο λειτουργίας της πεζογραφίας, τον τρόπο οργάνωσης και συμπεριφοράς του μηχανισμού της και όχι να ασχοληθώ με τυχόν προσωπικές προθέσεις και επιδιώξεις – που κρύβονται πίσω και μέσα της – ούτε φυσικά και να τις θέσω σε κάποιο είδος κριτικού μικροσκοπίου. Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου δεν με ενδιαφέρει το τι λέει ένα πεζογραφικό κείμενο, αλλά το πώς το λέει, το πώς της έκφρασής του. Θέλησα – μόνο – να καταπιαστώ με αυτά που θεωρώ ως εγγενή χαρακτηριστικά της ίδιας της πρακτικής της πεζογραφίας και να σχολιάσω τους τρόπους με τους οποίους αυτά δρουν και αναδύονται.
Με άλλα – καταληκτικά – λόγια, λέω ότι η πεζογραφία κατασκευάζει κόσμους, πλάθει όντα και πράγματα και δημιουργεί συνειδήσεις. Και το κείμενο αυτό, επιχείρησε να σκιαγραφήσει το γεγονός ότι πέρα από τις ιδεολογικές – και άλλες – κρίσεις και αξιολογήσεις που μπορεί κανείς να κάνει στην πρακτική αυτή, η τελευταία είναι μια πρακτική εξουσίας – και δρα εντός σχέσεων εξουσίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θα μπορούσα να τιτλοφορήσω τα κείμενό μου και ως εξής: «Η πεζογραφία όπως τη φαντάζομαι», κατά το πρότυπο του Maurice Blanchot.[8]
Βιβλιογραφία
Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Butler, J. (2004). Precarious life: The Powers of Mourning and Violence. New York: Verso.
Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ.Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.
Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ. Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Foucault, M. (1970). Η τάξη του λόγου (μτφρ. Μ. Χρηστίδης). Αθήνα: Ηριδανός
Foucault, M. (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης ). Αθήνα: Εξάντας.
Hall, S. (1997). The work of representation. Στο S. Hall (Επιμ.), Representation: Cultural Representations and Signifying Practices (σσ. 13-74). London: Sage.
Κατσιγιάννης, M. (2024α). Το ενυπάρχον πολιτικό στη λογοτεχνική δημιουργία ή ο συγγραφέας ως το ευτυχές τερατούργημα της ιστορίας (Α΄ ΜΕΡΟΣ). Ποιείν. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.poiein.gr/2024/11/20/%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9/
Κατσιγιάννης, M. (2024β). Το ενυπάρχον πολιτικό στη λογοτεχνική δημιουργία ή ο συγγραφέας ως το ευτυχές τερατούργημα της ιστορίας (Β΄ ΜΕΡΟΣ). Ποιείν. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.poiein.gr/2024/11/28/%cf%84%ce%bf-%ce%b5%ce%bd%cf%85%cf%80%ce%ac%cf%81%cf%87%ce%bf%ce%bd-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%b9-2/
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Σχόλια στον Wolfgang Iser ή τι συμβαίνει με τον W. Iser και το θεωρητικό του σχήμα. Περί ου. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.periou.gr/michalis-katsigiannis-scholia-ston-wolfgang-iser-i-ti-symvainei-me-ton-w-iser-kai-to-theoritiko-tou-schima/
Κατσιγιάννης, M. (2025β). Ανατομία της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης. Θράκα. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://thraca.gr/2025/01/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7.html,
Κατσιγιάννης, M. (2025γ). Ποιος φοβάται την ανάγνωση; Εξιτήριον. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://exitirion.wordpress.com/2025/02/18/mixalis-katsigiannis-poios-fovatai-tin-anagnosi/
Κατσιγιάννης, M. (2025δ). Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish. Στίξη. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://stiksh.com/2025/01/08/apostatheropoiontas-to-oikoumeniko-stin-ermhneutikh-diadikasia/
Κατσιγιάννης, Μ. (2025ε). Η θέση της αφήγησης στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην Προσχολική Εκπαίδευση. Κριτική Εκπαίδευση 6, 90-107.
Μπαλαμπανίδου (Zafira Balabanidou) Ζ. (2019). Έμφυλοι λόγοι, σχολικά μαθηματικά και υποκειμενικότητα: Η περίπτωση της Φωτεινής. Έρευνα στη Διδακτική των Μαθηματικών, (13), 6–24. https://doi.org/10.12681/enedim.21964
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.
Φουκό, Μ. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική (μτφρ. Ζ. Σαρίκας). Αθήνα: Ύψιλον.
Φουκώ, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (μτφρ. Λ. Τρουλινού), Ύψιλον.
_____
[1] Για το ζήτημα αυτό, βλ.: Κατσιγιάννης, M. (2025α). Σχόλια στον Wolfgang Iser ή τι συμβαίνει με τον W. Iser και το θεωρητικό του σχήμα. Περί ου. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.periou.gr/michalis-katsigiannis-scholia-ston-wolfgang-iser-i-ti-symvainei-me-ton-w-iser-kai-to-theoritiko-tou-schima/
[2] Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το παρόν κείμενο δεν υιοθετεί ασφαλώς τη θέση περί ενός απόλυτου και καθολικού δίπολου (πεζογραφική ανάγνωση vs ποιητική ανάγνωση). Η κατάσταση είναι κάπως πιο ρευστή, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν και το πεδίο της μικρομυθοπλασίας/μικροδιήγημα.
[3] Δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή για μια συγκριτική ανάλυση πεζογραφίας και ποίησης, αλλά κρίνεται αναγκαία μια μικρή επισήμανση ώστε ν’ αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις. Οι λέξεις, ως το απόλυτο υλικό της λογοτεχνικής αναπαράστασης, καθίστανται πάντοτε – είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο είτε με κάποιον τρόπο – εξουσιαζόμενες από τους – κάθε είδους και για κάθε λόγο – χρήστες τους, με σκοπό την επίτευξη ενός σώματος νοήματος που πρέπει να μεταδοθεί και να καταστεί κατανοητό. Με το σχήμα αυτό, επιτυγχάνεται η διάδοση της αναπαράστασης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την ποίηση, η κατάσταση της σχέσης των λέξεων μαζί της παρουσιάζει ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές. Εξηγώ τι εννοώ. Η αναπαράσταση που κατασκευάζει και προωθεί η ποίηση είναι μια αναπαράσταση άτακτη, μη μηχανιστική, ανορίωτη – τόσο ως προς τη μορφή (χωρίς αυτό να είναι απόλυτο) όσο και ως προς το περιεχόμενο – και ασυμφιλίωτη, μη σύμφωνη με την κοινή ζωή από την οποία προέρχεται. Με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση του τι ακριβώς εξηγώ, συνεχίζω αντλώντας από τα θεωρητικό οπλοστάσιο των Deleuze & Guattari. Εκεί που η πεζογραφία αποδέχεται την αρχή της ύπαρξης όρων (αυτών που υπήρχαν πριν από αυτή και με αυτή) και διαμορφώνει τα δικά της οριοθετημένα περιβάλλοντα, (ξε)καθαρίζει τη λέξη, την αποσύρει από το χάος, την ελαφρύνει και την ανακουφίζει από το βάρος της πολυσημίας και την εγκαθιστά αντί να την νομαδοποιεί (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022), η ποίηση φαίνεται να οικοδομεί μια – συχνά τελείως – διαφορετική, εναλλακτική σχέσης με τη λέξη. Στην ποίηση βλέπουμε τη λέξη να λειτουργεί και να ενεργεί ως μια «γραμμή φυγής» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) που δεν αναζητά το πρόσωπο για να το ενισχύσει, αλλά για να το αποδομήσει, να το εκκαθαρίσει από την ανθρώπινη και ανθρωπιστική ποιότητα της ακλόνητης παρουσίας του: εκεί που η πεζογραφία αρέσκεται τόσο στην ύπαρξη και την όψη όσο και στη διαβίωση εντός του «ραβδωτού χώρου» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022), η ποίηση ρίχνεται στη μάχη και εργάζεται για τον «λείο χώρο» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) που επανενώνει τα ανοικτά και διάτρητα σύνολα – διασπάζοντάς τα και σώζοντας τόσο το αποτέλεσμα όσο και την διαδικασία της διάσπασης – σε μία αέναη και σχεσιακή συνθήκη. Με άλλα λόγια, στην πεζογραφία οφείλεται η κατασκευή κόσμων, ενώ στην ποίηση οφείλεται η διάλυση και η διάχυση των όποιων κατασκευασμένων κόσμων.
[4] Για το ζήτημα αυτό, βλ. επίσης: Κατσιγιάννης, M. (2024α). Το ενυπάρχον πολιτικό στη λογοτεχνική δημιουργία ή ο συγγραφέας ως το ευτυχές τερατούργημα της ιστορίας (Α΄ ΜΕΡΟΣ). Ποιείν. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.poiein.gr/2024/11/20/%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9/. Και: Κατσιγιάννης, M. (2024β). Το ενυπάρχον πολιτικό στη λογοτεχνική δημιουργία ή ο συγγραφέας ως το ευτυχές τερατούργημα της ιστορίας (Β΄ ΜΕΡΟΣ). Ποιείν. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://www.poiein.gr/2024/11/28/%cf%84%ce%bf-%ce%b5%ce%bd%cf%85%cf%80%ce%ac%cf%81%cf%87%ce%bf%ce%bd-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%b9-2/
[5] Περιστέρα γι’ αυτό βλ.: Κατσιγιάννης, Μ. (2025ε). Η θέση της αφήγησης στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην Προσχολική Εκπαίδευση. Κριτική Εκπαίδευση 6, 90-107.
[6] Για το ζήτημα αυτό, βλ.: Κατσιγιάννης, M. (2025β). Ανατομία της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης. Θράκα. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://thraca.gr/2025/01/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7.html, Κατσιγιάννης, M. (2025γ). Ποιος φοβάται την ανάγνωση; Εξιτήριον. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://exitirion.wordpress.com/2025/02/18/mixalis-katsigiannis-poios-fovatai-tin-anagnosi/ και Κατσιγιάννης, M. (2025δ). Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish. Στίξη. Ανακτήθηκε 29 Ιουνίου 2025, από: https://stiksh.com/2025/01/08/apostatheropoiontas-to-oikoumeniko-stin-ermhneutikh-diadikasia/
[7] Απαραίτητη επισήμανση είναι πως ό,τι ειπώθηκε για τη σχέση πεζογραφίας και ανάγνωσης, δεν είναι κάτι οικουμενικό και απαράλλακτο. Απλώς, εκείνο το οποίο υποστηρίζεται στο παρόν κείμενο είναι ότι οι όποιες εναλλακτικές αναγνωστικές προσεγγίσεις στην πεζογραφία, οφείλονται, πιο πολύ μάλλον, στις προσωπικές – πάσης φύσεως – ιδιαιτερότητες του – όποιου – αναγνώστη.
[8] Βλ.: Blanchot, Μ. (2016). Ο Μισέλ Φουκώ όπως τον φαντάζομαι (Β. Πατσογιάννης, Μτφρ) Αθήνα: Πλέθρον
0 Σχόλια