Περνούν τα χρόνια σαν πουλιά κυνηγημένα
κι έρχονται νύχτες και φεγγάρια με βροχές,
καράβια φεύγουν μ’ αυταπάτες φορτωμένα
κι εσύ με ζεις με ξεγραμμένες προσευχές.
Τ’ αστέρια μέτρησα μια νύχτα στ’ ακρογιάλι,
σ’ άγνωρους τόπους και σε γκρίζους ουρανούς,
σ’ αυτή τη θάλασσα που με πλανεύει πάλι,
στ’ άγιο ξεφάντωμα που δε το βάνει ο νους.
Τρέχουν οι άνθρωποι το χρόνο να προφτάσουν,
σφυρίζουν τρένα που δεν έχουν γυρισμό
κι ότι ασύλληπτο γεννιέται θα το χάσουν,
αφού αψήφησαν του μάντη το χρησμό.
Κάποιος μου ζήτησε ταυτότητα στο δρόμο
κι εγώ του έδωσα τσιγάρο δανεικό,
κι όταν το άναψε με άγγιξε στον ώμο
κι απ’ την οδύνη μου, ζητούσε μερτικό.
Περνούν τα χρόνια ζοφερά κι ανταριασμένα
κι αίμα σταλάζει μιαν αλλόκοτη πληγή,
μ’ αν χαμηλώσουνε τα σύννεφα για μένα,
θα ’ρθω κοντά σου να με ζήσεις μάνα γη…
1ο Βραβείο
στο Ζ΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης
«Καισάριος Δαπόντες» 2018
_
γράφει ο Γεώργιος Δ. Μπίμης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Υπέροχο ποίημα μα την αλήθεια
Υπέροχο! Συγχαρητήρια!