Όλοι οι άνθρωποι, κάποιες φορές κάνουν λάθη στη ζωή τους. Όπως αποδείχτηκε, λάθος έκανα κι εγώ όταν δέχτηκα να καλύψω για την εφημερίδα μου την παρουσίαση του βιβλίου κάποιου δόκιμου ποιητή, που θα γινόταν στο πνευματικό κέντρο της περιοχής. Πίστεψα ότι ήταν εύκολο, ίσως και λίγο βαρετό το γεγονός για το οποίο θα έπρεπε να γράψω. Αυτό όμως που δε φαντάστηκα ήταν το πόσο δύσκολο θα στεκόταν να παρακολουθήσω τη συγκεκριμένη εκδήλωση. Κατά τις 9 το βράδυ έφτασα στην είσοδο του πνευματικού κέντρου και, αφού έδειξα τα διαπιστευτήριά μου, πέρασα στο εσωτερικό και διασχίζοντας το χώρο βγήκα πάλι έξω, στην αυλή του κτιρίου. Ο κήπος θα ήταν χάρμα οφθαλμών, αν δεν είχαν τοποθετήσει πάνω στο προσεγμένο γκαζόν καρέκλες όλων των ειδών και χρωμάτων τόσο κοντά τη μία με την άλλη που υπήρχε πραγματικά πρόβλημα πρόσβασης. Αρκετός κόσμος βρισκόταν ήδη εκεί με επίσημες ενδυμασίες και βραδινά φορέματα. Αν και ο Ιούλιος μεσουρανούσε αναγκάζοντας τον υδράργυρο να κρατιέται και με τα δυο του χέρια από το 38, αρκετοί κύριοι φορούσαν γραβάτες. Όλοι σχεδόν είχαν μετανιώσει γι’ αυτή την τρελή επιλογή τους, όμως ο χώρος μάλλον δεν προσφερόταν για εμπριμέ βερμούδες και πουκαμίσες. Οι κυρίες όλες με εξώπλατες τουαλέτες έμοιαζαν να ψωνίζουν από την ίδια μπουτίκ ή να έχουν δεχθεί την προσφορά κάποιου χορηγού. Τα αρώματά τους δημιουργούσαν βαριά ατμόσφαιρα, αφού Σανέλ με έντονες πινελιές ιδρώτα δεν είναι ότι το καλύτερο. Το πρόβλημα επιδείνωνε η άπνοια ενώ οι μύγες είχαν μεγάλα κέφια. Μόλις κάθισα σε μία θέση που συγκέντρωνε τα λιγότερα μειονεκτήματα, με πλησίασε ο κύριος που φρόντιζε για το πρωτόκολλο, κοντός, γύρω στα 50 με διάπλαση πιθήκου που έκανε καθιστική ζωή και μου ψιθύρισε ευγενικά:
– Συγγνώμη, κύριε, αυτή η θέση είναι για το κύριο Δήμαρχο.
Αφού με πληροφόρησε ότι και οι επόμενες οκτώ ήταν για τη σύζυγο και τους επισήμους με συμβούλεψε να καθίσω όπου αλλού ήθελα. Πάνω που πήγα να στήσω τη σημαία της κατάληψης σε άλλο κάθισμα, ο κύριος Πρωτόκολλος με πλησίασε πάλι.
– Με παρακολουθείτε; ρώτησα αστειευόμενος. Εκείνος, χωρίς να καταλάβει τη χιουμοριστική μου διάθεση, μου είπε με τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις ότι τα καθίσματα στη μεριά που διάλεξα είναι για τον Τύπο.
– Ποιόν τύπο εννοείται όνομα δεν έχει; τόλμησα να δοκιμάσω πάλι το χιούμορ μου.
– Εννοώ τους δημοσιογράφους! μούγκρισε γουρλώνοντας ακανόνιστα τα μάτια του.
Του έδειξα την ταυτότητά μου και έτσι πείστηκε επιτέλους να με αφήσει να καθίσω. Πίσω μου, κάποιος κύριος, παρατηρούσε την αιθέρια συμβία του για το τολμηρό ντεκολτέ της.
– Τι το έβγαλες το κασκόλ; Όλοι εσένα κοιτάνε έτσι μισόγυμνη που είσαι!
– Πρώτον δεν είναι κασκόλ αλλά εσάρπα, αστοιχείωτε. Δεύτερον κάνει τρομερή ζέστη και τρίτον δεν βλέπουν εμένα αλλά εσένα που γκαρίζεις σαν γάιδαρος.
Λίγο πιο δεξιά μία κυρία κάποιων «κυβικών» ανησυχούσε για τη θερμοκρασία των εδεσμάτων του μπουφέ. Κάποιος άλλος, της αντιπολίτευσης μάλλον, έλεγε σε όλους πόσο ασυνεπής ήταν στα ραντεβού του ο Δήμαρχος. Ο κύριος Πρωτόκολλος που μάλλον δεν είχε πειστεί εντελώς για την ιδιότητά μου, με πλησίασε πάλι.
– Μήπως πρέπει να σηκωθώ κι από δω;
– Όχι απλά θέλω να σας πω ότι, αν δεν έχετε, να σας δώσω μπλοκάκι και στυλό… είπε καχύποπτα.
– Γιατί; Για να πάρω παραγγελίες από τον κόσμο; ρώτησα δοκιμάζοντας το χιούμορ μου για τρίτη φορά.
– Τι παραγγελίες; Για να κρατήσετε σημειώσεις! Απολογήθηκε αφού πρόσεξε ότι εκτός από ένα μικρό τσαντάκι δεν κρατούσα τίποτε άλλο σε αντίθεση με τους Τοπικούς συναδέλφους μου που μόνο σχολική τσάντα δεν είχαν φέρει.
– Όχι ευχαριστώ, έχω το μαγνητόφωνό μου, τον πληροφόρησα κι εκείνος έφυγε θαυμάζοντας τα επιτεύγματα της επιστήμης.
Κάποια στιγμή ήρθε ο Δήμαρχος με τη συμβία του, πέντε δημοτικοί σύμβουλοι και κάποιοι άνθρωποι του τοπικού Πνεύματος και η τελετή άρχισε. Πρώτος ανέβηκε στο βήμα ένας συνταξιούχος δημοσιογράφος και αφού μας προειδοποίησε για το τι θα ακολουθήσει, είπε μερικά λόγια για το νέο εκκολαπτόμενο ποιητή. Λόγια πομπώδη με στόμφο λυρικού μου έδωσαν την εντύπωση ότι θα γνώριζα κάποιον συγγενή του Βιζυηνού. Στη συνέχεια μίλησε και ο Δήμαρχος ενώ η κυρία με τα κυβικά ανησυχούσε για τη θερμοκρασία των εδεσμάτων….
– Θα κρυώσει ο μπουφές και τα τυροπιτάκια κρύα δεν τρώγονται. Πότε θ’ αρχίσουν επιτέλους;
– Πάψε επιτέλους πεινάλα, ρεζίλι θα γίνουμε! είπε με αβρότητα ο συνοδός της δίνοντας μια με τον αγκώνα του στο μπράτσο της που το έκανε να κουνιέται σα ζελέ επί ένα τέταρτο.
Ο τοπικός Τύπος έγραφε πυρετωδώς τις βαρυσήμαντες δηλώσεις του πρώτου πολίτη γεμίζοντας σελίδες, ενώ ο κ. Πρωτόκολλος τους έλεγε που και που… – Έχω μπλοκάκια και στυλό αν θέλετε… Επιτέλους ήρθε η ώρα του ποιητή!
Στάθηκε μπροστά στο αναλόγιο και, αφού κατάφερε μετά από σύντομη πάλη να προσαρμόσει το μικρόφωνο στο ύψος του ξερόβηξε και άρχισε τον πρόλογό του. Ξεκίνησε με τους λόγους που τον κέρδισε η ποίηση και όχι η λογιστική που είχε σπουδάσει. Αληθινά προβληματίστηκα αφού δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος είχε χάσει πραγματικά… η λογιστική ή η ποίηση. Η στιγμή της αλήθειας έφτασε! Άρχισε να απαγγέλει τα ποιήματά του ενώ οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν όλο κατάνυξη, έχοντας χαραγμένα στο πρόσωπό τους χαμόγελα αμηχανίας. Μόλις τελείωσε η πρώτη απαγγελία ο κόσμος χειροκρότησε μετά από πέντε λεπτά αφού κανείς δεν κατάλαβε ότι το ποίημα είχε τελειώσει. Μετά μας τιμώρησε με άλλα 8 ποιήματα. Λέξεις τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που, ενώ τη μια στιγμή ψυχανεμιζόμουν τι ήθελε να πει την άλλη ερχόταν η ανατροπή. Άσπρες θάλασσες, φουρτουνιασμένες ψυχές, δεμένα παλαμάρια, καράβια βυθισμένα και άλλα τέτοια περίεργα περιλάμβαναν οι ανεκδιήγητοι στίχοι του. Κάτι η ζέστη, κάτι το άρωμα των κυριών που είχε εξατμιστεί και είχε πάρει τη θέση του φανερά πλέον η μυρωδιά του ιδρώτα, κάτι το ύφος του ποιητή που δεν έλεγε να τελειώσει, με έπιασε ναυτία. Ο κύριος Πρωτόκολλος με πλησίασε πάλι και είπε ψιθυριστά για να μην ξυπνήσει τον κόσμο:
– Σας τελείωσαν οι μπαταρίες; Έχω μπλοκάκι και στυλό…
– Πόσο κάνουν; ρώτησα μήπως κι αγοράσω ένα σετ για να τον ξεφορτωθώ.
Κάποτε τελείωσε ο Γολγοθάς των αυτιών μας και ο ποιητής- λογιστής έδωσε την άδεια να περάσουμε στον μπουφέ με τα αρτοποιήματα. Η ευτραφής κυρία όρμησε ως παίκτης του ράγκμπι εναντίον του μπουφέ παραγκωνίζοντας τους αντιπάλους της βάναυσα! Σε λίγο όλοι οι καλεσμένοι είχαν στήσει ασφυκτικό κλοιό στο δύστυχο έπιπλο και τα σαγόνια δούλευαν με υπερωρίες.
– Ωχ, το χέρι μου! Σιγά κυρά μου, το λουκάνικο είναι εκεί. Αυτό που πιρούνιασες ήταν το δάχτυλό μου! διαμαρτυρήθηκε κάποιος τραυματίας πολέμου.
– Μα δάχτυλο είναι αυτό που έχεις; βρυχήθηκε η κυρία των κυβικών λούζοντας το συνομιλητή της με άπειρα κομματάκια από το περιεχόμενο του στόματός της.
Η τελετή έληξε με μεγάλο νικητή το μπουφέ που συγκέντρωσε ολοκληρωτικά τη προτίμηση του κοινού. Οι στοίβες με τα βιβλία του ποιητή δεν χλόμιασαν ιδιαίτερα και όσα πουλήθηκαν κατέληξαν 50 μέτρα πιο κάτω σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Αυτό θα πει οικολογική συνείδηση! Φεύγοντας από την εκδήλωση ένοιωσα ένα χέρι να με ακουμπά στον ώμο…
– Συγγνώμη…το μπλοκάκι και το στυλό σας τον χρέωσα;
γράφει ο Βάιος Σεϊρλής
Πολύ παραστατικός… ζωντανός λόγος. Βρέθηκα και εγώ στριμωγμένη μέσα στην αίθουσα να παρακολουθώ. . Ευχαριστώ!