Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε αντικρούσει τη λογική της κριτικής ενός έργου τέχνης που λειτουργεί ως ψόγος για το δημιουργό (ή και μέσο διαφήμισης). Όταν η κριτική αποκτά χαρακτηριστικά δικαστικής/εισαγγελικής τοποθέτησης επί ενός έργου, τότε εκείνη στην ουσία απομακρύνεται από την Τέχνη. Η κριτική δεν μπορεί να μέμφεται, γιατί τότε αποκτά χαρακτηριστικά πρωτεϊκής λογοκρισίας.
Και ιστορικά αποδείχθηκε ότι τελικά η λογοκριτική/ψέγουσα κριτική, όχι μόνο δεν απέδιδε το λαϊκό αίσθημα, αλλά και πλήθος έργων, δεκαετίες μετά, θεωρήθηκαν αριστουργήματα ή και κλασσικά ακόμα. Αναλόγως το είδαμε στην ποίηση με τις αρνητικές κριτικές για τους ποιητές των γενεών του ’70 και -κυρίως- του ’80, μέσα από πλήθος κειμένων για την “κρίση στο στίχο”, για τον “ιδιωτισμό” και τον “κλειστό χώρο”.
Αντίθετα, ο κριτικός οφείλει να είναι συνοδοιπόρος του καλλιτέχνη, αναζητώντας την καινοτομία και τον πειραματισμό, εκείνον που δύναται να ωθήσει σε νέες αναζητήσεις την Τέχνη, ακόμα κι αν το πρώτο αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τον κριτικό. Η κριτική στην ουσία της είναι μία άλλη οδός, με λιγότερη φαντασία ίσως, που υπηρετεί στην πραγματικότητα το ίδιο σκοπό, την Τέχνη· όχι ως “προστάτης”, αλλά ως ένα άλλο όργανο του ίδιου οργανισμού.
Σε μία λογική πειραματισμού και διαφορετικής ποιητικής έκφρασης, εντάσσεται και η ποιητική συλλογή του Νικόλα Ευγένιου “ισοτονικά” (Φαρφουλάς, 2015). Με ποιήματα μικρής και μέσης έκτασης, χαϊκού ή ελεύθερου στίχου και πρόζας, ο ποιητής κινείται μεταξύ κοινωνικής παρατήρησης και υπαρξιακών αγωνιών.
Πειραματίζεται με τη θραυσματικότητα (σελ. 29) του στίχου και τη στροφική εναλλαγή (σελ. 30-31) δίχως σημεία στίξης και με συχνές επαναλήψεις σε μία προσπάθεια ανάδειξης της μουσικότητας στο στίχο. Αναζητά στην επανάληψη και την ιδιαίτερη στιχουργική (σελ. 39-41) μία διαφορετική ποιητική έκφραση. Άλλοτε μεταχειρίζεται τη στιχουργική των χαϊκού για τη σύνθεση ενός μεγαλύτερου ποιήματος (σελ. 33). Άλλες φορές η έμφαση δίνεται στη μουσικότητα και την ηχητική σύνδεση των στίχων (σελ. 36).
Στην ολιγόλεπτη θρυμματισμένη στιχουργικά -με αποφθεγματικού τύπου γραφή και επιρροές από τα χαϊκού- έκφρασή του, τα ρήματα έχουν περιορισμένο ρόλο. Συχνά είναι ανύπαρκτα ή αντικαθίστανται με παθητικές μετοχές, που διατηρούν τη ρηματική φύση τους νοηματικά, αλλά λειτουργούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί. Η απουσία τους δημιουργεί μία συγκεχυμένη εικαστικά και νοηματικά σύνθεση, που κεντρίζει συναισθηματικά κι αισθητικά τον αναγνώστη. Κυριαρχούν τα ουσιαστικά, με οριστικά άρθρα σε εμφανή προβολή, και τα επίθετα μέσα σε ελλειπτικές προτάσεις και στίχους συχνά μονολεκτικούς.
Παράλληλα, στην ποιητική του Ευγένιου ενυπάρχει, εμφανής ή λανθάνουσα, μία διάθεση περιπαιχτική. Και αυτό αντικατοπτρίζεται τόσο στη στιχουργική διαφορετικότητά του όσο και στα ελλιπή νοήματα των ποιητικών συνθέσεών του.
Επιλογικά, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι στη μετανεωτερικότητα, όλα ανάγονται σε έναν υποκειμενισμό, που απέκτησε μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Στο όνομα αυτού τα πάντα αποκτούν την επωνυμία του “πειραματισμού”, της “αναζήτησης”. Έτσι, η καινοτομία προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αυτοσκοπού και συχνά στην υπηρέτηση αυτού του στόχου υποβιβάζεται το βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης: το συναίσθημα. Αναλόγως, όμως, η εμμονή στη διαφορετικότητα και τον πειραματισμό, κάνει την ποίηση κρυπτική και την οδηγεί σε “κλειστούς χώρους”, σε μια εποχή που η τέχνη αναζητά διεξόδους προς την κοινωνία.
0 Σχόλια