Κατάκοπος ο νους
απόθεσε απέναντι το βλέμμα
στου γέροντα την όψη
Ανέβασα πάλι πυρετό
το παιδί θέλει παπούτσια
τηλεφώνησε η Μαρία
Ήρεμος ο παππούς στη μοναξιά του
σε συνομιλητή αόρατο
μοιάζει να ψιθυρίζει
Το τιμολόγιο ανείσπρακτο
αγάπη μου, της είπα
Μα όχι, έχει συντροφιά
βασιλικό σε γλάστρα∙
στρέφει ένα μπουκάλι και ποτίζει
Κάνε λιγάκι υπομονή
της ζήτησα, ο ψεύτης
Σκύβει στον βασιλικό και τον μυρίζει
Οι λογαριασμοί απλήρωτοι
Γέρνει έξω απ’ το παράθυρο και φτύνει
Καμιά παραγγελία, βυθίζομαι στα χρέη
Στρέφει πάλι το μπουκάλι και ποτίζει
Κλείνω το μαγαζί, δεν πάει άλλο
Σκύβει εκείνος και μυρίζει
Απ’ αύριο κι εγώ στην ανεργία
χωρίς παπούτσια το παιδί, με πυρετό η Μαρία
Πάμφτωχος ο παππούλης, από πολλούς θανάτους
τη σειρά του περιμένει, συλλογίζομαι
Εκείνος γέρνει απ’ το περβάζι
και στον δρόμο φτύνει
_
γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης
0 Σχόλια