Ίσως έρθει πάλι να σε βρει σαν τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου που κάνουν την εμφάνισή τους δειλά δειλά ένα πρωινό του Σαββάτου.
Έτσι νωχελικά, καθώς γλιστρούν από την οροφή και αμέσως έπειτα στον φρεσκοβαμμένο τοίχο, ακολουθώντας μια βεβιασμένη καθοδική πορεία προς το περβάζι του παραθύρου σου θέλοντας να παραβιάσουν τον προσωπικό σου χώρο…
Έτσι, ίσως κάποτε ακούσεις τον μονότονο χτύπο της πόρτας και ακολούθως το τρίξιμο των αθόρυβων, σχεδόν ενοχικών, βημάτων του στο πάτωμα του σαλονιού. Προσπαθώντας να εισχωρήσει ξανά στα ενδότερα της κατακρεουργημένης σου ψυχής.
Τα δυο του χέρια που άλλοτε σαν δυο φτερούγες σκέπαζε την ύπαρξη σου τρυφερά, σα μάνα που προστατεύει το μικρό της, θέλουν τώρα μια σφιχτή θηλιά να δέσουν γύρω από τον βελούδινο λαιμό σου και στα γόνατα καθώς ριγμένη είσαι όλες τις διαταγές να υπακούς κουνώντας το κεφάλι ρυθμικά πάνω κάτω πάνω κάτω σαν άλλο πιστό, υπάκουο κουτάβι…
Μα, τέλειωσαν αυτά, στο παρελθόν χαθήκαν, γίναν μια ανάμνηση ασήκωτη, βαριά. Και το κουτάβι θεριό μεγάλο έγινε, λύθηκε απ’ τα δεσμά και αμέσως άρχισε τη σάρκα να ξεσκίζει, σπιθαμή προς σπιθαμή γίνηκε μοναδικός αφέντης του εαυτού του.
Έπειτα, σα νικητής βαριανασαίνοντας σηκώθηκε κουνώντας το άψυχο τρόπαιό του μια εδώ και μια εκεί με μάτια αστραφτερά, χαρούμενα γρύλιζε για τη νίκη του αυτή…
_
γράφει η Ελευθερία Σταματοπούλου
Ένας όμορφος μονόλογος, με γλαφυρές εικόνες και βαθύ νόημα σε κάθε στίχο. Εύγε!