–
γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης
–
Η απόσταση είναι ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο κάθε μελετητή τής Ιστορίας διότι η διαφορά τού χρόνου από το παρελθόν ενεργεί πάντοτε αφαιρετικά, σαν φίλτρο που διηθεί τής μελετούμενης περιόδου τις μικροσυγκυρίες, τα μικροσυμφέροντα και τις μικροπολιτικές κι αφήνει με εναργή διαύγεια τα απόλυτα και τα πραγματικά γεγονότα να φανερώσουν την αλήθεια. Και μαζί μ’ αυτή όλους εκείνους τους θεμέλιους κοινωνικούς λίθους που, γυμνοί πια στο μικροσκόπιο της μελέτης, φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε ο πολιτισμός και η ίδια η Ιστορία. Αυτή ακριβώς η λιτή μα ξεκάθαρη ακτινογραφία τού παρελθόντος έχει φανερώσει πως η ταυτότητα των λαών του χθες ανά την υφήλιο ακολούθησε μια ξεχωριστή δημιουργική πορεία μέχρι το σήμερα, προσαρμοσμένη ανάλογα στις ανάγκες και τις γεωμορφολογικές και οικονομικές συνθήκες τής κάθε περιοχής αλλά και της ιδιοσυγκρασίας των ανθρώπων. Ένας μελλοντικός ερευνητής θα έβγαζε άραγε ένα αντίστοιχο συμπέρασμα για τον πολιτισμό του σήμερα; Πώς «δημιουργούνται» άραγε οι σημερινοί λαοί;
Είναι γεγονός πως ό,τι έχει καταφέρει μέχρι σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα το χρωστά πρωτίστως στην κοινωνική της οργάνωση, η οποία έδωσε το χώρο και τη δυνατότητα στη σκέψη για να αναπτυχθεί σε όρια και μεγέθη που ο άνθρωπος είναι αδύνατο να προσεγγίσει ως μονάδα. Η ατομική εμπειρία έδωσε τη θέση της, χάριν της εξέλιξης, στην κοινωνική εμπειρία, η πόλη έγινε πολιτεία και η πολιτεία έγινε πολιτισμός. Οι πολιτισμοί των λαών του πλανήτη εξελίχθηκαν με πορείες παράλληλες στο χρόνο αλλά ταυτόχρονα σε επαφή και συνύφανση με τους όμορους λαούς φτάνοντας δια μέσου της ιστορικής εξέλιξης στον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό τού εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτή η, σχεδόν φυσική αλλά σχετικά αργή μέσα στους αιώνες, εξέλιξη που πάντοτε έδινε χρόνο προσαρμογής στους λαούς, από την βιομηχανική επανάσταση κι εντεύθεν επιτάχυνε το ρυθμό της σε σημείο που στις μέρες μας έχει αποκτήσει καταιγιστικό ρυθμό και σχεδόν επιβάλλει πια βιαίως τις αλλαγές που επιθυμεί στις κοινωνίες που απαρτίζουν το παγκόσμιο ψηφιδωτό της.
Διαφορετικότητα και ιδιαιτερότητα φαίνεται πως πλέον δεν αποτελούν εξελικτικούς παράγοντες αφού το ζητούμενο στις μέρες μας δεν είναι να οριοθετηθεί με σαφήνεια τι επιθυμούν πραγματικά οι πολίτες τού πλανήτη ώστε να χαραχθεί μια αντίστοιχη πολιτική για το μέλλον αλλά να εδραιωθεί στη συνείδησή τους -και μάλιστα χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης- πως πλέον ο πολιτισμός είναι ένας, ενιαίος και αδιαίρετος από την ανατολή μέχρι τη δύση τής Γης. Οι αξίες, η καθημερινότητα ακόμα και οι ιδιαίτεροι σε κάθε λαό κοινωνικοί συσχετισμοί μεταλλάσσονται διαρκώς ώστε να προσαρμοστούν σε ένα κοινό παγκόσμιο πρότυπο κάνοντας χρήση τού ίδιου παρονομαστή ομογενοποίησης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τής υδρογείου. Η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να πεθάνει -ή έστω να τεθεί στο διαρκές περιθώριο – η φιλοσοφία κάθε λαού, όπως αυτή έχει προέρθει μέσα από την ασταμάτητη ροή τού χρόνου από το χθες στο σήμερα. Η προσαρμογή στις συνεχόμενες αλλαγές που οδηγούν στην πλανητική ομοιομορφία είναι εξόχως βίαια, σαν καταιγίδα που παρασέρνει τα πάντα στο διάβα της με μελετημένο όμως τρόπο και περίτεχνη μέθοδο για να μην γίνεται αντιληπτή! Ποιος άλλωστε είναι ικανός να καταλάβει την ταχύτητα με την οποία κινείται μέσα σ΄ ένα τρένο που τα παράθυρά του έχουν αντικατασταθεί με διαφημιστικές οθόνες;
Στα καθ’ ημάς, ο Σεφέρης υπήρξε διορατικός. «Είμαστε ένας λαός, με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;». Στην Ελλάδα, όπου ο στείρος μιμητισμός και η ακόρεστη δίψα της να ντυθεί οπωσδήποτε με το ένδυμα της Δύσης, ξεχνώντας προφανώς την αγωνία του Σεφέρη, βιώνουμε μια τεράστια αντίφαση. Οι κατά τα άλλα «περήφανοι» για το παρελθόν τους Έλληνες υιοθετούν ιδεολογήματα που δεν ταιριάζουν στο κληροδότημά τους από την Ιστορία. Μέσα στην ευφορία της άγνοιάς τους, οι Έλληνες του σήμερα ‘κατασκευάζονται’ με υλικά επιδερμικών (και ασπούδαστων) εμμονών, ιδεολογικών, πολιτικών, θρησκευτικών, ποδοσφαιρικών κλπ. και μια καταφανή πια αδιαφορία, η οποία φτάνει τα όρια της απαξίας, για την αναζήτηση των θεμελιωδών αξιών αλλά και της αλήθειας στη φιλοσοφία που όρθωσε τη χώρα τους και την έκανε πρότυπο στον πλανήτη. Στην πραγματικότητα ο Έλληνας τού σήμερα δεν θυμάται γι’ αυτό κι αποτελεί εύκολο στη διαμόρφωσή του ‘προϊόν’. Πέθανε ο Απόλλωνας μαζί κι ο Διόνυσος, θα γράψει στο πόρισμά του ο ιστορικός μέσα από την ασφάλεια της απόστασης…
0 Σχόλια