Στις κηδείες δεν είναι που γελάμε πιο πολύ; Το κάνουμε για να ξορκίσουμε το αναπόφευκτο. Να γιορτάσουμε τη ζωή. Μετά την απώλεια προσφιλούς προσώπου ξαναθυμόμαστε τη θνητότητα μας. Το πεπερασμένο του βίου μας. Τα χρόνια που έχουν περάσει. Αλλά και την ταχύτητα με την οποία τρέχει ο χρόνος και μας φέρνει όλο και πιο κοντά στο επέκεινα. Βέβαια αυτό είναι μια αίσθηση απατηλή. Ο χρόνος δεν υπάρχει σαν μονάδα μέτρησης. Είναι ενιαίος και μη πεπερασμένος, όπως κι ο χώρος, με το ‘’πριν’’, το ‘’τώρα’’ και το ‘’μετά’’ να υπάρχουν ταυτόχρονα. Εμείς είμαστε αυτοί που μετακινούμαστε απ’ το ‘’τώρα’’ στο ‘’μετά’’, προς την ημερομηνία λήξης μας. Κι εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα. Αν όντως είναι έτσι γιατί δεν μπορούμε να κινηθούμε αμφίδρομα παρά μόνο προς μια κατεύθυνση; Η απάντηση τείνει προς το φανταστικό. Κάτι σαν το: Πώς ξαναβάζουμε την οδοντόπαστα στο σωληνάριο;
Τους άφησα όλους έκπληκτους. Μεσολάβησε μια παρατεταμένη κι αμήχανη σιωπή. Για λίγο, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος που κάνουν τα φλιτζανάκια του καφέ καθώς ακουμπάνε στα πιατάκια τους. Η αναιδής πιτσιρίκα που σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας υπονόμευε την ανδρική μου αυτοπεποίθηση προσπαθώντας να με πείσει να κάνω εμφύτευση μαλλιών, σηκώθηκε και πήγε να καθίσει δίπλα σε κάποιον άλλο καραφλό. Έτσι εγώ ξέμεινα με τη μητέρα της, την Αρετή, μια μορφωμένη και καλοστεκούμενη πενηντάρα χήρα.
– Αυτό που εγώ συνειδητοποιώ περισσότερο στις κηδείες είναι η έλλειψη τρυφερότητας. Η τρυφερότητα που χάνουμε. Που έχουμε χάσει. Φθάνουμε στο τέλος χωρίς να έχουμε εισπράξει αρκετή. Εννοώ, αυτή που μας αναλογεί για να φύγουμε ευχαριστημένοι, είπε μετά από λίγο, με ύφος μελαγχολικό η Αρετή και με το χέρι της κάλυψε το δικό μου.
Οι κηδείες, το λέω εκ πείρας, είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις γνωριμίες, γιατί οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι. Βιώνουν τη θνητότητά τους, το χρόνο που τρέχει βιαστικά, το αναπόφευκτο που πλησιάζει. Επιθυμούν ξαφνικά να γεμίσουν το χρόνο που τους απομένει με κομμάτια ζωής που δεν πρόλαβαν να γευτούν.
Της πρότεινα να πάμε για φαγητό. Δέχτηκε. Άρα απολάμβανε ως ένα βαθμό την παρέα μου, ανεξαρτήτως της φαλάκρας. Μου ζήτησε να ξαναβρεθούμε βραδάκι. Να περάσει κι απ’ το σπίτι της ν’ αλλάξει. Να μην κυκλοφορεί μαυροφορεμένη. Έτσι χωρίσαμε προσωρινά.
Επιστρέφοντας μπήκα σ’ ένα φαρμακείο.
-Πείτε μου, μου απεύθυνε το λόγο ο φαρμακοποιός.
-Αυτό εκεί, του απάντησα.
-Ποιο; Τα προφυλακτικά; ρώτησε φωναχτά.
-Όχι, τα άλλα… δίπλα, ξαναείπα με χαμηλωμένη φωνή.
-Α, τα άλλα. Βιάγκρα, Σιάλις, Λεβίτρα;
-Τα Λεβίτρα…
– Των 25 ή των 50;
-Συγνώμη, μπορείτε να φωνάξετε και πιο δυνατά;
-Θα πάρεις κάτι ρε φίλε, μου είπε με θράσος εξίσου φωναχτά.
-Ένα των 25… ψέλλισα.
-Ένα χαπάκι, δεκαπέντε λεπτά πριν. Αν δεν… πάρε και δεύτερο…
Συναντηθήκαμε με την Αρετή κατά τις 8μμ. Αποφασίσαμε να πάμε θερινό σινεμαδάκι. Μετά περπατήσαμε λίγο στα σοκάκια της Πλάκας και φάγαμε κάτι στο χέρι απ’ τα βρόμικα. Καταλήξαμε σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στη Μητρόπολη. Ξεντυθήκαμε πλάτη με πλάτη. Διπλώσαμε προσεκτικά τα ρούχα μας και χωθήκαμε γυμνοί κάτω από το σεντόνι.
– Ότι είναι να γίνει μεταξύ μας, ας γίνει μέχρι τις δώδεκα, να προλάβω το μετρό, μου είπε. Αύριο πρωί, κατά τις 10, η κόρη μου θα μου φέρει τον εγγονό να τον προσέχω. Μια μέρα μόνο έχει κι αυτή για ψώνια και να ταχτοποιήσει το σπίτι. Τις άλλες μέρες της εβδομάδας εργάζεται σκληρά.
Όπως προφανώς έχετε αντιληφθεί, αναφερόταν στη πιτσιρίκα με την εμφύτευση μαλλιών.
Καθόμαστε αμίλητοι, ξαπλωμένοι ανάσκελα, κοιτώντας το ταβάνι. Ο πολύς χρόνος σε κάνει δειλό αν και θα ‘πρεπε το αντίθετο, γιατί δεν απομένει ακόμα πολύς. Ξαφνικά, η Αρετή σηκώθηκε. Τυλίχτηκε με το σεντόνι, πήρε απ’ το ψυγειάκι μια χούφτα μπουκαλάκια μ’ αλκοόλ και βγήκε στο μπαλκόνι. Σηκώθηκα κι εγώ. Έβαλα το σλιπάκι μου και το πουκάμισό και την ακολούθησα. Στο μπαλκόνι είχε ένα μικρό τραπεζάκι με δυο καρέκλες. Τη βρήκα καθιστή να πίνει αργά από ένα μπουκαλάκι ενώ τ’ άλλα ήταν ακουμπισμένα στο τραπεζάκι. Το μπαλκόνι ήταν ψηλά. Η πλατεία της μητρόπολης κι ο δρόμος γεμάτος με κόσμο που πηγαινοερχόταν. Η βραδιά γλυκιά. Ο ουρανός καθαρός και το φεγγάρι γεμάτο. Κάθισα στην άλλη καρέκλα. Άνοιξα ένα μπουκαλάκι και τη μιμήθηκα. Τότε άρχισε να μιλάει. Κι εγώ. Και τι δεν είπαμε. Απ’ τα φοιτητικά μας μέχρι την κρίση. Νοσταλγήσαμε. Κουτσομπολέψαμε. Γελάσαμε. Φιλοσοφήσαμε. Επιστρέψαμε στο κρεββάτι ξημερώματα. Κι ότι ήταν να γίνει μεταξύ μας, έγινε χωρίς να πάρω ούτε μισό χαπάκι. Κατά τις 8 τη συνόδεψα στο μετρό.
Μπορεί ο χρόνος να τρέχει βιαστικά, μπορεί εμείς να μην καταφέρνουμε να κινηθούμε ανάποδα, μπορεί τα μαλλιά που πέφτουν κι οι ρυτίδες που εμφανίζονται να μας αφαιρούν γοητεία, αλλά υπάρχει κάτι που δεν μπορεί ν’ αλλάξει ο χρόνος. Την ανάγκη μας για τρυφερότητα.
Πέρασα κι απ’ το φαρμακείο να δω αν μπορώ να επιστρέψω τα Λεβίτρα. Ο φαρμακοποιός είχε ύφος φαρμακερό.
-Δεν γίνονται αυτά ρε φίλε. Είναι σαν να μου ζητάς να ξαναβάλω την οδοντόπαστα στο σωληνάριο.
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
“Μπορεί ο χρόνος να τρέχει βιαστικά, μπορεί εμείς να μην καταφέρνουμε να κινηθούμε ανάποδα, μπορεί τα μαλλιά που πέφτουν κι οι ρυτίδες που εμφανίζονται να μας αφαιρούν γοητεία, αλλά υπάρχει κάτι που δεν μπορεί ν’ αλλάξει ο χρόνος. Την ανάγκη μας για τρυφερότητα”
ίσως είναι (μετά τα παραμύθια σου)… το πιο τρυφερό σου κείμενο… Όσο για τη φράση με το σωληνάριο και την οδοντόπαστα… ε μόνο εσύ τέτοιες παρομοιώσεις… 🙂
χαχα….άξιζε να το γράψω μόνο για αυτό το σχόλιο…..