Ο δίσκος του ήλιου μόλις είχε ξεπεράσει την κορυφογραμμή των λόφων. Το προάστιο – δορυφόρος, ένα από τα πολλά στις παρυφές της μητρόπολης, άρχισε να αναδύεται δειλά μέσα από την αχλή. Στο πρώτο φως της μέρας, οι πολυκατοικίες άφηναν να φανεί προκλητικά η τυποποίηση της κατασκευής τους. Κατακόρυφα κτίσματα, οργανωμένα σε κάνναβο, στον ίδιο τύπο, στον ίδιο όγκο και στην ίδια απόχρωση, συμμετρικά κατανεμημένα, εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής του προαστιακού. Οι ακτίνες, πέφτοντας πλάγια, έριχναν τη σκιά του υποστέγου της αποβάθρας πάνω στο ανθρώπινο τείχος, μετατρέποντάς το σε άμορφη μάζα.
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό στο ρολόι του σταθμού, δεν απέμεναν πάρα λίγα λεπτά μέχρι οι δείκτες του να δείξουν επτά και τριάντα ακριβώς. Στην αποβάθρα, μισό μέτρο πιο μέσα από το όριο ασφαλείας, ακίνητη και ευθυτενής, περίμενε τον ερχομό της αμαξοστοιχίας. Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Αδύνατη, μετρίου αναστήματος. Τα μαλλιά της τα είχε πιασμένα κότσο και φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά. Το ντύσιμό της λιτό και κομψό. Τα παπούτσια της, άψογα συνδυασμένα, συμπλήρωναν την φινετσάτη εμφάνισή της. Όση ώρα στεκόταν συνωστισμένη ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, διαισθανόταν να καταλαμβάνεται από έναν εκνευρισμό, από μια ένταση, διάχυτη παντού, που το μόνο που μπορούσε να τη δικαιολογήσει ήταν η αδημονία της άφιξης. Η αίσθηση αυτή δεν της ήταν πρωτόγνωρη.
Επτά και τριάντα, προκλητικά ακριβές, ακούστηκε το τσιριχτό φρενάρισμα της άφιξης. Η πόρτα του βαγονιού, στο συγκεκριμένο σημείο που συνήθιζε να περιμένει, το είχε επαληθεύσει αρκετές φορές, ήταν σίγουρη ότι θα άνοιγε ακριβώς μπροστά της. Δε δυσκολεύτηκε να μπει πρώτη, κάθισε δίπλα στο παράθυρο, ακολουθήσαν κι οι υπόλοιποι, το βαγόνι γέμισε ασφυκτικά. Καμία ανησυχία, ήξερε ότι μέχρι να φτάσει στον προορισμό της οι επιβάτες θα αραίωναν βαθμηδόν. Τοποθέτησε τον δερμάτινο χαρτοφύλακά της πάνω στα πόδια κι άφησε τον κορμό της να ακουμπήσει στο άβολο κάθισμα. Ο μονότονος, περιοδικός θόρυβος των τροχών της κινούμενης αμαξοστοιχίας έφτανε σαν ψίθυρος στα αυτιά της. Το κάθισμα μετέδιδε ανεπαίσθητα την κίνηση στην πλάτη της. Οι εικόνες έξω εναλλάσσονταν με ταχύτητα, αλλά της ήταν παντελώς αδιάφορο.
Στην αναγγελία «Εθνική Πινακοθήκη» πετάχτηκε μηχανικά, σαν υπνωτισμένη συγχρόνισε το βηματισμό της όπως είχε συνηθίσει να κάνει, το έβλεπε σαν παιχνίδι, ακολουθώντας τη ροή των εξερχομένων επιβατών προς τις κυλιόμενες σκάλες. Ανέβηκε από τις σταθερές κρατώντας τον χειρολισθήρα. Εξερχόμενη, ψηλάφισε το ρολόι της, οκτώ και τριάντα η ώρα, «είναι νωρίς…», ψιθύρισε. Η ανθρώπινη παρουσία στην τετράγωνη, χωρίς δένδρα, πλατεία της Πινακοθήκης, με τον πίδακα του κυκλικού σιντριβανιού της ανενεργό, ήταν μηδαμινή. Η συγκεκριμένη πλατεία δεν υπήρχε, προέκυψε χαριστικά μετά από την κατεδάφιση ενός πεπαλαιωμένου δημοσίου κτιρίου. Η μηχανοκίνητη σκούπα είχε ήδη περάσει νωρίτερα αλλά η υγρασία που είχε αφήσει ήταν ακόμη αισθητή. Στο καφέ, εμπρός της, ο σερβιτόρος μόλις είχε τοποθετήσει επιμελώς σε ευθείες σειρές τα μεταλλικά τραπεζάκια κι άνοιγε τις ομπρέλες. Τα περιστέρια, γουργουρίζοντας, αναζητούσαν το σιντριβάνι για να πιουν νερό. Με την πλάτη στραμμένη στην είσοδο του καφέ βολεύτηκε σε ένα τραπεζάκι στην πρώτη σειρά. Αντίκρυ, στην κατάλευκη πρόσοψη της Πινακοθήκης, ήταν αναρτημένο ένα τεράστιο πανό που την κάλυπτε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου. Η αντίθεση των μαύρων γραμμάτων στο κιτρινωπό φόντο της μεγεθυμένης απεικόνισης του «Βάζο με 12 ηλιοτρόπια» το έκαναν αρκετά ελκυστικό.
Ακούγοντας τα βήματα του σερβιτόρου να πλησιάζουν προς το μέρος της, ασυναίσθητα ακούμπησε με το ένα της χέρι τον κότσο και με το άλλο έλεγξε και ίσιωσε με βιασύνη τα μαύρα της γυαλιά. Εισέπνευσε το αναδυόμενο άρωμα του καφέ κρατώντας το φλιτζάνι στις χούφτες της. Στην πρώτη γουλιά κτύπησε το κινητό της τηλέφωνο, για κλάσματα του δευτερολέπτου αναστατώθηκε, το άφησε να κτυπάει, μετά την παύση της κλήσης το απενεργοποίησε. Αργότερα ένιωσε να την καρφώνει ένα βλέμμα, ήταν ενός πλανόδιου μικροπωλητή. Προσπαθούσε να της πουλήσει το αντίγραφο ενός πίνακα. Η επιμονή του την έπεισε, ίσως και να την εξανάγκασε, το αγόρασε χωρίς να κάνει παζάρια, το τύλιξε ρολό και το φύλαξε προσεκτικά στον δερμάτινο χαρτοφύλακά της. Έκανε νεύμα στον σερβιτόρο αφήνοντας του ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Σηκώθηκε, ίσιωσε τη φούστα της, έστρεψε το κεφάλι γύρω της, προσανατολίστηκε κι απομακρύνθηκε.
Ο ήλιος είχε ψηλώσει για τα καλά. Περπατούσε στον πλατύ εμπορικό πεζόδρομο με τα επώνυμα καταστήματα. Κάθε τόσο πλησίαζε μια βιτρίνα, με τα μαύρα γυαλιά στεκόταν για λίγο εμπρός της και συνέχιζε… Το πυκνό πλήθος την εμπόδιζε να βαδίζει απρόσκοπτα και της έφερνε δυσφορία, «αγοραφοβία», μονολόγησε. Σταμάτησε, να πάρει ανάσα. Κοντά της, ένα νεαρό ζευγάρι αντάλλασσε ερωτόλογα και φιλιόταν ακατάπαυστα, «ερωτευμένοι», ψέλλισε. Απέναντι, οι περαστικοί είχαν δημιουργήσει έναν μικρό κύκλο γύρω από τρεις μουσικούς που έπαιζαν τζαζ, κοντοστάθηκε, άγγιξε με τον δείκτη της την περιφέρεια του κέρματος, ήταν του ενός ευρώ, το έδωσε στον διπλανό της να το προσφέρει. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, λίγο πιο κάτω, ένας θεατρίνος ντυμένος και μακιγιαρισμένος στα λευκά, πάνω σε ένα αυτοσχέδιο βάθρο, παρίστανε το άγαλμα κρατώντας ένα πλαστικό ηλιοτρόπιο, έτσι θυμόταν να της τον είχε περιγράψει ένας περαστικός πριν από μερικούς μήνες.
Τελικά το πήρε απόφαση και μπήκε σ’ ένα κατάστημα γνωστής φίρμας με δερμάτινες τσάντες. Χωρίς να βγάλει τα μαύρα γυαλιά άγγιζε απαλά με τα ακροδάχτυλά της την υφή του δέρματος στις τσάντες. Χάιδευε το δέρμα εισπράττοντας τέτοια απόλαυση που μόνο ανθρώπινη επιδερμίδα θα μπορούσε να της δώσει.
Βλέποντάς την η πωλήτρια την πλησίασε και είπε: «Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη».
Γύρισε ξαφνιασμένη, ο επιτηδευμένα γεμάτος αυτοπεποίθηση τόνος της φωνής της δεν της ενέπνευσε καμία εμπιστοσύνη.
«Δεν ψάχνω κάτι συγκεκριμένα, αν βρω κάτι που πραγματικά να με ενδιαφέρει θα σας φωνάξω», είπε, κρατώντας την πωλήτρια σε απόσταση.
Στιγμές μετά κατευθύνθηκε προσεχτικά προς την έξοδο. Βγαίνοντας από το κατάστημα αισθάνθηκε τον ήλιο να καίει το πρόσωπό της, η αντηλιά, είτε φορούσε τα γυαλιά είτε όχι, δεν την ενοχλούσε. Λίγα μέτρα παρακάτω, βηματίζοντας ανέμελα, σκόνταψε πάνω στην πραμάτεια ενός κιτρινόχρωμου σεντονιού που απλωμένο φαρδιά – πλατιά έκανε αντίθεση με το γκρι χρώμα του γνεύσιου στην πλακόστρωση του πεζοδρόμου. Πάνω στο σεντόνι, ταχτοποιημένα σε αράδες, υπήρχαν τα πιστά αντίγραφα από τις τσάντες που μόλις πριν είχε ψηλαφίσει στο κατάστημα. Απευθύνθηκε στο μελαμψό νεαρό δείχνοντάς του στη τύχη ποιαν ήθελε να αγοράσει.
Ο νεαρός είπε: «Twenty euros, madam».
Αγόρασε την τσάντα χωρίς να κάνει παζάρια, την κρέμασε στον ώμο της και προχώρησε.
Αργά το απόγευμα, μπαίνοντας στο σπίτι της, έβγαλε τα μαύρα γυαλιά, δίπλωσε το λευκό μπαστούνι της, άφησε τον χαρτοφύλακα στην εταζέρα και κρέμασε την τσάντα στον ξύλινο καλόγηρο του σαλονιού. Κατόπιν πήγε στη κουζίνα, έβαλε στο ανθοδοχείο το μάτσο με τα ηλιοτρόπια που αγόρασε από το ανθοπωλείο της γειτονιάς της και στερέωσε με μαγνητάκια το «Βάζο με 12 ηλιοτρόπια» στην πόρτα του ψυγείου.
_
γράφει ο Μιχαήλ Τσιμπλάκης
0 Σχόλια