Ο πειραματισμός στην τέχνη αποτελεί το οξυγόνο της. Και ποιοτικά ο χρόνος θα κρίνει αν ο πειραματισμός είναι προοδευτικός, αν οδηγεί στην πρόοδο της τέχνης, ή αν αποτελεί απλά μία εκκεντρικότητα που ελλοχεύει έναν εγωκεντρισμό του καλλιτέχνη. Και φυσικά τούτο ισχύει και στην ποίηση. Είναι μία συνειδητή λειτουργία του στην αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης, ξεπερνώντας τα όρια και τις συμβάσεις που όρισε ο χρόνος στη μορφή και τα υλικά.
Χωρίς πειραματισμό είναι αδύνατη και η ποιητική εξέλιξη. Άλλωστε, ο πειραματισμός αποδεικνύει την τόλμη του ποιητή να παλέψει με τα καλλιτεχνικά στερεότυπα και να ξεπεράσει τις έτοιμες φόρμες, σε μία εξελικτική αναζήτηση νέων δομών έκφρασης. Συνδέει την ακουστική παράδοση της ποίησης με την οπτική απεικόνιση των λέξεων/στίχων, με τη μορφή ή τη δομή των ίδιων των στίχων.
Το δρόμο αυτό ακολουθούν και η Αργυρώ Λουλαδάκη με τον Βαγγέλη Λουλαδάκη στην κοινή ποιητική τους συλλογή «εκτός. χώροι» (Μανδραγόρας, 2016). Οι ποιητές πειραματίζονται με τα ολιγόλεκτα σχήματα και τις εικόνες. Και είναι ενδιαφέρον πώς καταφέρνουν και διεγείρουν τις αισθήσεις μέσα σε τόσο λίγους στίχους ή συχνά σε λίγες λέξεις. Μέσα από τη βραχυλογική φόρμα αναδύονται εικόνες γεμάτες σχήματα πάνω στις οποίες ακροβατεί το συναίσθημα.
Στην ποίηση της Αργυρώς Λουλαδάκη το φως είναι ένα διαρκές ζητούμενο. Οι χώροι της είναι στενοί και σκιεροί, σχεδόν κλειστοφοβικοί. Το φως όμως δεν καταφέρνει να διώξει το μοναχικό συναίσθημα. Μοιάζει σαν φωτισμός τεχνητός μέσα σε μία ψυχική συναισθηματική φυλακή. Ο χώρος, η τύχη και το κενό δημιουργούν ένα αίσθημα μοναξιάς που δεν καταφέρνει να φωτιστεί παρά το άπλετο φως• το σκοτάδι επιμένει στο δικό του αγώνα. Έτσι το παιχνίδισμα του φωτός με τον χώρο και το σκοτάδι αποτυπώνουν μία υπαρξιακή ποιητική.
Ξεχωρίζει όμως η τόλμη της ποιήτριας να πειραματιστεί. Ακόμα και αν ορισμένα μέσα (όπως τα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες) εγείρουν αντιδράσεις, η διάθεση να ξεφύγει από τα όρια αισθητοποιεί την ανάγκη δραπέτευσης της δημιουργού από το ψυχικό σκοτάδι αναζητώντας το ποιητικό φως στον πειραματισμό.
Προχώρα λοιπόν σε μία σπουδή στη στιχουργική μορφή και τη στοίχιση. Στίχοι μονολεκτικοί στέκουν μετέωροι ή σχηματίζουν γωνίες ή στήλες και κλίμακες, οπτικοποιώντας το βαθύτερο συναίσθημα της ποιήτριας. Την ίδια στιγμή, οι τυπογραφικές απόπειρες καθρεφτίσματος των λέξεων (ως ανάποδο είδωλο) διαμορφώνουν ένα αίσθημα σύγχυσης, όπως ακριβώς επιστρέφει ανάποδα η αντανάκλαση των επιθυμιών μας.
Και μόλο που διαφωνούμε με τη χρήση των greeklish, ως μία μορφή καλλιτεχνικής νομιμοποίησης του ηλεκτρονικού αναλφαβητισμού (και αισθητικής εδώ που τα λέμε), δεν ξεχνάμε ότι ο γλωσσικός κώδικας, το βασικό δηλαδή υλικό της ποίησης, δεν περιορίζεται μόνο στις συμβατικές δομές του. Περιλαμβάνει κάθε κοινωνική διάλεκτο, κάθε αποτύπωση της, από sms έως επαγγελματικές αργκό.
Οι δε ποιητικές συνθέσεις του Βαγγέλη Λουλαδάκη κινούνται σε μία υπερρεαλιστική εικαστική με επίκεντρο τον χώρο. Ο δημιουργός “παίζει” με το χώρο και τις έννοιες του κενού και το φως. Αν και οι χώροι του είναι περιορισμένοι, η υπερρεαλιστική ποιητική ειρωνεία δεν αφήνει να διαχυθεί κάποιο κλειστοφοβικό συναίσθημα.
Η σουρεαλιστική απεικόνιση του χώρου μέσα από την ολιγόλεκτη φόρμα δίνει έμφαση στο στιγμιότυπο της φωτοσκίασης και του άδειου. Η ποιητική σύνθεση «13 ποιήματα για τη νύχτα» με λίγο μεγαλύτερη έκταση διακρίνεται από μία διαρκή κίνηση. Ωστόσο, τούτη αισθητοποιείται μέσα από την κίνηση του φωτός και αποδίδεται με όρους που συνειρμικά διατηρούν την κίνηση στο νόημά τους.
Τα δύο αδέλφια πιστά στα πειραματικά κινήματα του μοντερνισμού αναζητούν εκφραστικές διεξόδους σε μία εποχή που βρίθει συνθηματολογικών προσεγγίσεων της πραγματικότητας και της κοινωνίας. Αναζητούν νέες αισθητικές οδούς στους φθόγγους και τις λέξεις (ως σημαινόμενα) μακριά από κάθε μεταμοντέρνο φορμαλισμό της ποιητικής έκφρασης.
Πολύ ενδιαφέρουσα κριτική!