_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
«…εχ μονιά ερημιά μου τσακάλι/αχυρόστρωμα σβήσε το αίμα: / μη σπαράζεις τα γόνατα ποίημα…»
Κώστας Θ. Ριζάκης
Σε ένα σύντομο βιβλίο (μονογραφία) που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Η γενναιότητα του πένθους στην ποιητική του Κώστα Θ. Ριζάκη,’ ο ποιητής Σταύρος Σταμπόγλης επιχειρεί μία ανάλυση του εν ευρεία εννοία ποιητικού λόγου του ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να σημειώσουμε πως η προσέγγιση του Σταύρου Σταμπόγλη δεν φέρει τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού τύπου δοκιμίου, ή αλλιώς δεν ασκείται στον δοκιμιακό λόγο, επιλέγοντας αντιθέτως μία προσέγγιση εντός της οποίας αναμειγνύονται η ομολογία για το εύρος και την δυναμική που αποκτά η ποίηση του Ριζάκη, με την ανάδειξη των βασικών χαρακτηριστικών της. Την διάσταση αυτή την καθιστούν ευκρινή τα λόγια στην αρχή του κειμένου: «Με λίγα λόγια δεν κρίνω, και πως άλλωστε θα ήταν αυτό δυνατόν, αλλά προσπαθώ να ακτινοσκοπήσω έναν βράχο».[1]
Άρα, θα αναφέρουμε πως ομολογεί εξ αρχής τις προθέσεις του προς τον αναγνώστη και προς τον ίδιο τον ποιητή, θέτοντας στο επίκεντρο, όχι το να αναμετρηθεί (δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση από την πλευρά του), αλλά το να συν-διαλλαγεί εμπρόθετα με τον προσλαμβανόμενο ως «βράχο», ήτοι τον ποιητικό λόγο του Κώστα Θ. Ριζάκη, προχωρώντας σταδιακά, μέσω της ανάλυσης ποιημάτων τα οποία και λειτουργούν ως ιδιαίτερα ‘σπαράγματα,’ καθιστώντας ως κεντρικό διακύβευμα της προσέγγισης του, το γεγονός πως στην ποίηση του Ριζάκη ενυπάρχουν η αίσθηση της ευθύνης απέναντι στην ποίηση και στο γίγνεσθαι, η συγχώρεση ως βασική προϋπόθεση πραγμάτωσης, η ιδιωτικότητα η οποία συντίθεται από τον υπαινιγμό αλλά και την αποκάλυψη, μνημονικά μοτίβα τα οποία και νοηματοδοτούν τον θάνατο όχι ως ‘ουσία’ αλλά ως επιδραστική συνθήκη: Ο θάνατος ‘είναι’[2] και ‘συμβαίνει.’
Ο Σταύρος Σταμπόγλης ‘ακτινογραφεί’ διάφορα ποιήματα με τρόπο εύληπτο, καθιστώντας σαφή από την πρώτη στιγμή τον σεβασμό που τον διακατέχει για την ποιητική[3] του Κ. Θ. Ριζάκη, δίχως όμως αυτός ο παρατηρούμενος, βαθύτερα, σεβασμός, είτε να τον εγκλωβίζει σε μία στενή οπτική, η οποία και αντικρίζει μόνο ποιήματα και σειρές ποιημάτων, είτε να τον αδρανοποιεί μπροστά στη δυναμική, ορθότερα στις δυναμικές που αναπτύσσονται στο Ριζάκειο ποιητικό ‘πράττειν.’
Παρά το ό,τι, και αυτό είναι ένα από τα πλέον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, διακρίνεται από φαινομενική ηρεμία, η οποία, όσο προχωρά το ποίημα και εξελίσσεται η ανάγνωση του, διαταράσσεται από πυκνά νοηματικά ‘πλέγματα.’
Χωρίς λοιπόν να αδρανοποιηθεί, αλλά επιδιώκοντας να αντλήσει ο ίδιος όφελος, λειτουργώντας κατά βάση ως αναγνώστης της ποίησης του Ριζάκη, ο Σταύρος Σταμπόγλης προσιδιάζει προς την κατεύθυνση ανάπτυξης μίας αφήγησης η οποία και ισορροπεί μεταξύ εικονοποιίας[4] και εστίασης στο κατά τον ίδιο (βλέπε και τον τίτλο) Ριζάκειο πένθος,[5] στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτό συνιστά, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, κατάφαση στη ζωή, αποδοχή του ‘άλλου,’ και, επίγνωση για την διαμόρφωση μίας μεταιχμιακής κατάστασης μεταξύ ανθεκτικότητας και ευαλωτότητας, αφήνοντας να διαρρεύσει το σημαίνον της γενναιότητας: Γενναιότητα απέναντι στο πένθος, γενναιότητα στην προσευχή για τον θανόντα.
Το σύντομο αυτό βιβλίο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία συστηματικότερη ενασχόληση με τον ποιητικό λόγο του Κώστα Θ. Ριζάκη,[6] και με θεωρητικούς-δοκιμιακούς όρους, συστήνοντας τον σε ένα ευρύτερο κοινό, μεταβαίνοντας πέραν της απλής σύστασης.
Συγκροτώντας τις βάσεις ώστε να βρει την θέση του στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή, ως ποιητής ο οποίος μεταπλάθει τα διάφορα ερεθίσματα σε ποιητικά ‘εργαλεία’ επικοινωνίας με αυτοτελή δομή, που διακρίνονται από μία λογική μεταχρονολογημένης ανταμοιβής: Λάβε ό,τι έσπειρες σε προηγούμενα στάδια του βίου σου.
Το βιβλίο του Σταύρου Σταμπόγλη, μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με μία επίσης νέα μελέτη που κυκλοφόρησε αυτή την περίοδο και αφορά το ποιητικό ‘πράττειν’ του Κώστα Θ. Ριζάκη. Και αναφερόμαστε στη μελέτη της Διώνης Δημητριάδου με τίτλο ‘Ο ποιητής διάγει εσώκλειστος. Οι «τόποι» στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη,’ πάλι σε επιμέλεια των εκδόσεων του Φοίνικα.
«Χάρις στην ξεκάθαρη δομή, μια Ιπποδάμεια πολεοδομία, παρά την συχνή λοξή χωροθέτηση των επιμέρους εννοιών, η ποίηση του Ριζάκη, κρυπτική ως ένα βαθμό, είναι κατανοητή και κυρίως πολυδύναμη και πλουραλιστική».[7]
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Η γενναιότητα του πένθους στην ποιητική του Κώστα Θ. Ριζάκη,’ Εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2021, σελ. 10. Ο γράφων αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει δημόσια τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη για την προσφορά αυτού του βιβλίου.
[2] Για τον ίδιο, δύναται να είναι απώλεια, η συνειδητοποίηση της οποίας επέρχεται μέσω της ποιητικής γραφής, εντός της οποίας η επίκληση της μνήμης μπορεί να λαμβάνει χώρα όντας διακεκομμένη χρονικά, αλλά, την ίδια στιγμή δεν αποκλίνει από μία αίσθηση ανταμοιβής: Η μνήμη (η μέσω αυτής αναφορά του θανόντος προσώπου), προσφέρει ‘ανάσες,’ ‘λόγους’ και όχι λόγο, για να ζεις και να δημιουργείς ποιητικά.
[3] Μία δόκιμη φράση που θα μπορούσε να αποδώσει εναργώς την ποιητική του Κ. Θ. Ριζάκη, είναι η φράση ‘ποιητική δημιουργία,’ διότι ο ποιητής εργάζεται πάνω στο υλικό του με τρόπο ώστε αυτό να μεταπλασθεί σε ποίηση που αφήνει ανοιχτά ερωτήματα (ο ποιητής αποφεύγει τους αφορισμούς και τις συνθηματολογίες, που στην ποίηση των τελευταίων ετών έχουν κερδίσει έδαφος), επεξεργάζεται την γλώσσα ‘πειραματικά,’ δημιουργικά, με επίδικο εδώ το να καταφέρει ο αναγνώστης να αντιληφθεί το ποιες μπορεί να είναι οι δικές του ‘κόκκινες γραμμές’: Πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φθάσει;
[4] Η μέθοδος που επιλέγει ο Σταύρος Σταμπόγλης είναι ασφαλής, καθώς επιδιώκει να αναδείξει αυτές τις δυναμικές για τις οποίες έγινε πιο πάνω λόγος στρεφόμενος επίσης στην εικονοποιία, στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Ριζάκη. Παράλληλα, δεν εκ-λείπει και μία αναφορά στη μουσικότητα της Ριζάκειας ποιητικής, που προτιμάται ως όρος από τον Σταμπόγλη (βλέπε και τον τίτλο), αντί του όρου ποίηση, διότι μέσω αυτού επιδιώκει να αναδειχθούν το ύφος και η ποιητική αισθητική που καθιστούν τον Ριζάκη (που δεν είναι ένας ‘βίαιος’ Γιάζρα ο οποίος ομνύει διαρκώς στην ανατροπή), ποιητή της εποχής της μετα-νεωτερικότητας ακόμη και αν ο ίδιος δεν το ‘κραυγάζει’ αυτό, δεν το διατρανώνει εντόνως.
[5] Ο τρόπος θεώρησης του πένθους στην ποίηση του Ριζάκη, ανακαλεί στην επιφάνεια το ό,τι αυτό έχει αποδέκτη, κάτι που παραγνωρίζεται ενίοτε, εκεί όπου η ποίηση επι-τελείται ως ομιλιακό ενέργημα που αποκαλύπτει τις στρώσεις που την συγκροτούν: «…κομποσκοίνι μου οι μνήμες με φέρνουν//αχνιστό στη μπουκιά σας ψωμί/ περιούσιο αίμα». Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Η γενναιότητα του πένθους στην ποιητική του Κώστα Θ. Ριζάκη…ό.π., σελ. 14. Η
[6] Στη συγκρότηση του εν γένει ποιητικού ύφους του Κώστα Θ. Ριζάκη, ρόλο διαδραματίζουν και οι γόνιμες επιρροές που λαμβάνει (και μεταπλάθει σε ποιητικό λόγο), από τον ποιητικό λόγο άλλων ποιητών και από την εν γένει κουλτούρα του δημοτικού τραγουδιού και της δημοτικής παράδοσης. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτού διαφαίνεται στο κάτωθι ποίημα: «…ήλιε μου καλοήλιε μου πως να σε μπογιατίσω/το χέρι μου αλυσόδενε το αίθριο των χρωμάτων//-το μόνο που άγγιζε ψηλά οι πιτσιλιές το αίμα». Αν εδώ, οι επιρροές από το δημοτικό τραγούδι καθίστανται ευδιάκριτες («ήλιε μου καλοήλιε μου»), τότε, μπορούμε να εντοπίσουμε, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, την ιδιαίτερη συν-διαλλαγή με το Ριτσικό ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ και ιδίως στο σκέλος που αφορά την πρόσληψη του αίματος. Η σύγκλιση επι-τελείται πάνω στην αίσθηση του ό,τι το αίμα αφήνει ‘ίχνη,’ ατομικά και μη, συν-διαμορφώνει την ιστορία, αποπνέει μία αίσθηση τραγικότητας δίχως μελοδραματισμούς, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο που επιζητεί να εμβαπτισθεί στην ‘αλήθεια’ του: ‘Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,’ γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ, στις «πιτσιλιές το αίμα», αναφέρεται ο Κώστας Θ. Ριζάκης. Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Η γενναιότητα του πένθους στην ποιητική του Κώστα Θ. Ριζάκη…ό.π., σελ. 34.
[7] Βλέπε σχετικά, Σταμπόγλης Σταύρος, ‘Η γενναιότητα του πένθους στην ποιητική του Κώστα Θ. Ριζάκη…ό.π., σελ. 36. Ίσως ο όρος ‘ελλειπτική’ να αποδίδει καλύτερα το περιεχόμενο της ποιητικής γραφής του Κώστα Θ. Ριζάκη, αντί του όρου «κρυπτική», στο βαθμό που επρόκειτο για μία ποίηση η οποία δεν αποκρύπτει τις προθέσεις της, αλλά παράλληλα, εγγράφει διακυμάνσεις, εναλλάσσοντας την μη μιμητική αυτοβιογράφιση με την ιστορική απροσδιοριστία, εμπεριέχοντας την ποίηση ως εν τω γίγνεσθαι ‘τόπο’ όπου βρίσκει χώρο η προσδοκία.
0 Σχόλια