Ήταν ήδη μεσάνυχτα όταν άρχισε να τρέχει σαν τρελός στο δρόμο με ένα σάκο στην πλάτη με λίγο ψωμί, νερό και τα λεφτά που του έδωσε η μάνα του πριν την αποχαιρετήσει. Ήξερε ότι θα βρει κάποιον στο λιμάνι, θα του δώσει τα λεφτά και δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα πλέον. Ή σχεδόν για τίποτα… το ότι άφηνε πίσω τη μάνα του, μόνη της μέσα στο χάος της ανεξέλεγκτης βίας που επικρατούσε στην χώρα του αυτό τον σκότωνε. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να δουλέψει ώστε να γλιτώσουν και οι δύο από την λιμοκτονία. Ήταν υπερήφανος, δεν ήθελε να βλέπει τη μάνα του να υποφέρει και αφού δεν υπήρχε άλλη λύση αποφάσισε να φύγει. Ήθελε τα πράγματα να είναι όπως όταν ήταν παιδί. Πριν δηλαδή να αρχίσει ο αλληλοσκοτωμός στην πατρίδα του. Πριν τα αδέρφια αρχίσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Πριν χάσει και τον πατέρα του. Τον θαύμαζε καθώς ήταν πάντα δίκαιος και θαρραλέος. Αλλά το σύννεφο του πολέμου δεν κάνει διακρίσεις και τον κατάπιε όπως τόσους άλλους. Τότε ήταν που είδε τη ζωή με άλλο μάτι. Ή θα πάρει το αίμα του πίσω και θα γίνει αυτό που απεχθανόταν ή θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να προστατέψει ότι καλό έχει μέσα του. Έτσι και έφυγε.
Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν από την χώρα, που τόσο αγαπούσε, ήταν το χάραμα που έδινε στον ουρανό τα χρώματα που γεννούσαν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Εκεί στοιβαγμένος σε ένα καΐκι ανάμεσα σε δεκάδες άτομα που ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο με αυτόν, έπιασε τον εαυτό του να κάνει όνειρα. Θα έβρισκε μια αξιοπρεπή δουλειά, καθώς ήταν ικανός και δεξιοτέχνης, θα έκανε τα κουμάντα του και μετά από κάποιο καιρό, αφού και στην πατρίδα του δεν θα υπήρχε η εμπόλεμη κατάσταση του σήμερα, θα γυρνούσε να δώσει στη μάνα του όσα είχε στερηθεί, να κάνει οικογένεια και να ζήσει αξιοπρεπώς.
Έπειτα από δύο ολόκληρες μέρες ταξιδιού, γεμάτες από κακουχίες, στεριά εμφανίστηκε στον ορίζοντα και ένα αίσθημα ευφορίας τον περιέλουσε. Όταν πάτησε γη ένιωσε να τον εγκαταλείπουν τα πόδια του από την ακινησία των ημερών. Όλοι άρχισαν να τρέχουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και τότε κατάλαβε ότι από εκεί και πέρα ήταν ολομόναχος και χωρίς ίχνος χρημάτων στην τσέπη του. Είχε αισιοδοξία όμως μέσα του. Ένιωθε ότι θα τα καταφέρει αρκεί να έβρισκε την αρχή του νήματος.
Δεν ήξερε τι ώρα ήταν, αλλά από τη ζωηράδα του ουρανού κατάλαβε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Περιπλανήθηκε αρκετά μέχρι που βρήκε ένα παγκάκι για να ανακουφίσει τη μέση του και να δει τον ήλιο να ανατέλλει. Ένιωσε ότι δεν βρισκόταν σε ξένο τόπο γιατί δεν έβλεπε διαφορές. «Ο ήλιος είναι παντού ίδιος και πάντα θα ανατέλλει για όλους χωρίς διακρίσεις», θυμήθηκε που του το έλεγε συνέχεια η μάνα του και χαμογέλασε. Ήξερε ότι θα τα καταφέρει.
Δεν πέρασαν αρκετές εβδομάδες και βρήκε τον εαυτό του σε ένα κελί με πολλούς άλλους μαζί, χωρίς να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί τους καθώς μιλούσαν άλλη γλώσσα. Ακόμη και τα λίγα αγγλικά που ήξερε δεν τον βοήθησαν. Δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει πώς κατέληξε εκεί. Θυμόταν πως αφότου έφτασε, έψαχνε κάθε μέρα για δουλειά. Όταν επιτέλους τα κατάφερε κάθε ίχνος αμφιβολίας και φόβου εξαφανίστηκε. Έπεσε με τα μούτρα και τα πήγαινε καλά με το αφεντικό του. Δεν άργησε να έρθει όμως η στιγμή που τον έδιωξε με την δικαιολογία ότι δεν θα τον χρειαζόταν άλλο αν και φαινόταν καταβεβλημένος. Ήξερε ότι ήταν ψέμα. Είχε ακούσει πριν μέρες κάποιους να τον απειλούν, αλλά δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Τώρα όμως όλα συνδεόταν. Αυτός ήταν που έφταιγε. Κατά τα λεγόμενα κάποιων ήταν ξένος και ανίκανος για οτιδήποτε. Έκλεβε το ψωμί από ανθρώπους που πραγματικά το άξιζαν. Δεν είχε δει όμως κάποιον να ζητά δουλειά από το αφεντικό του. Χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε μήπως και βρει αλλού δουλειά, καθώς κάθε μέρα που έχανε για ψάξιμο, τον κρατούσε μακριά από τα όνειρά του.
Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που στη νυχτερινή του αναζήτηση για κατάλυμα του έκλεισαν τον δρόμο κάμποσα παιδιά της ηλικίας του. Δεν καταλάβαινε πολλά γιατί κανείς δεν έκανε τον κόπο να του μιλήσει στα αγγλικά, απλά αρκέστηκαν στις φωνές και στις χειρονομίες. Όταν πήρε την απόφαση να προχωρήσει τότε κατάλαβε ότι έκανε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Μετά από εκείνη την στιγμή το φως γύρω του έσβησε. Απλά άκουγε εξαγριωμένες φωνές και κλωτσιές ερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις. Είχε κουλουριαστεί στον δρόμο και ούτε να φωνάξει δεν είχε δύναμη. Σε μια στιγμή πίστεψε ότι κατάπιε τη γλώσσα του και πήγε να πνιγεί από το αίμα που έφτυνε. Τον παράτησαν στη μέση του δρόμου νομίζοντας μάλλον πως είναι νεκρός αφού είχε πάψει να κινείται από ώρα.
Πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να μάθει ότι η τύχη του βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής έως ότου να τον στείλουν πίσω στη χώρα του. Ήταν παράνομος του είπαν και αυτό δυσχέραινε την κατάσταση. Ένιωσε ότι όλα πήγαν στραβά. Βγήκε κουτσαίνοντας στο προαύλιο να τον χτυπήσει ο αέρας μήπως και καταλάβει πού έκανε λάθος. Έκανε λάθος που έφυγε από το σπίτι του; Έκανε λάθος που έκανε όνειρα; Ή μήπως δεν έκανε αυτός το λάθος τελικά;
Έκατσε κάτω και κοιτούσε τον ορίζοντα με βλέμμα κενό, μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Ένα γέρικο δέντρο κέντρισε το ενδιαφέρον του. Του θύμισε τον εαυτό του. Αν και τόσο νέος ένιωθε τη δίνη της απελπισίας να τον καταπίνει. Μόνος βλέποντας ένα τοίχο να ορθώνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον υπόλοιπο κόσμο που τόσο οικείο τον θεώρησε στην αρχή. Πώς ξεγελάστηκε έτσι… Παρέμεινε εκεί με το πρόσωπο κολλημένο στο συρματόπλεγμα και έβλεπε τον ήλιο να χάνεται από τον ουρανό και μαζί με αυτόν και τα όνειρά του για ζωή.
Γράφει η Βασιλική Κρομμύδα
–
Η Βασιλική Κρομμύδα γεννηθείσα το 1992. Είναι φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Δεν θα ήθελε να πει κάτι παραπάνω για την ίδια παρά μόνο το ότι συγκινήθηκε από την εικόνα στην κορυφή της ιστορίας της και τα λόγια απλά μπήκαν στο χαρτί.
Δυστυχώς μιά εικόνα απο την σκληρή πραγματικότητα της Ελλάδας.
ο εφιαλτης καθε λαθρομεταναστη δυστυχως.Δυνατο εργο.
μια εικόνα που πρέπει να αλλάξουμε εμείς!!!!γουελ νταν βασιλική!!!
τελικά ο ήλιος δεν ανατέλλει για όλους ..
να προσθέσω και το δικό μου δυστυχώς αλλά ν ααφησω και μιαν ελπίδα να φανεί αφου νέοι ανθρωποι όπως εσύ Βασιλική, ευαισθητοποιούνται σε τετοια θεματα τοσο που να τα καταγγείλουν γράφοντας γι αυτά….
“…το χάραμα που έδινε στον ουρανό τα χρώματα που γεννούσαν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο”
Μια ελπίδα που τσαλαπατήθηκε και κουρελιάστηκε άγρια, βάναυσα… και που άφησε μια ψυχή να σπαρταράει σαν σπουργίτι αγκυλωμένο στο συρματόπλεγμα της απελπισίας…
Δυνατό κείμενο, ευαίσθητη ματιά, στρωτή γλώσσα – μπράβο Βασιλική μου!
Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα καλά σας λόγια…
Οι μαύρες μέρες που ζούμε συνθέσαν αυτό το διήγημα που ωστόσο θα μπορούσε να είναι απλά μια αληθινή ιστορία
«Είχε κουλουριαστεί στον δρόμο και ούτε να φωνάξει δεν είχε δύναμη. Σε μια στιγμή πίστεψε ότι κατάπιε τη γλώσσα του και πήγε να πνιγεί από το αίμα που έφτυνε..»
Μια ιστορία δυνατή δοσμένη με πεντακάθαρες εικόνες, δράση και συναισθήματα. Άνετα θα μπορούσε – όπως λες – να είναι μια αληθινή ιστορία και πράγματι καταλαβαίνω πως όλα όσα ζούμε σήμερα σε ενέπνευσαν να γράψεις το πολύ όμορφο και δυνατό διήγημα.
Τα συγχαρητήρια μου Βασιλική.
Μπράβο σου!!!!!!
Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε όλα μπορούν να μας τα στερήσουν
όχι όμως και το δικαίωμα να ονειρευόμαστε.
Τούλα