Κεντρικό θέμα του πεζογραφήματος είναι οι επισκέψεις μιας γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτιόμως αυτό τώρα κατοικείται από την προσφυγική οικογένεια του αφηγητή, αλλά αποκαλύπτεται πως ανήκε πριν την ανταλλαγή στην οικογένεια της γυναίκας. Γύρω από το κεντρικό θέμα, κατά την προσφιλή προσέγγιση του Ιωάννου αποκαλύπτονται αρκετοί ακόμα θεματικοί άξονες, όπως η αγάπη και η νοσταλγία της πατρίδας των προσφύγων, τα σύμβολα της μνήμης ενός πρόσφυγα, η ίδια η προσφυγιά και από τις δυο πλευρές και οι ανθρώπινες σχέσεις, η πολυκατοικία στη θέση του παλιού αρχοντικού και η θέση του συγγραφέα για την καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και τη νέα αρχιτεκτονική αισθητική.
Η σύνθεση του έργου μοιάζει με ένα παιχνίδι των αντιθέσεων (π.χ παρόν-παρελθόν, Έλληνες-Τουρκάλα, πρόσφυγες, εκσυγχρονισμός-παράδοση). Διακρίνεται από μία βαθιά ανθρωπιά, η αγάπη και κατανόηση για τον Άνθρωπο, η συγκρατημένη συγκίνηση που συνδυάζονται με την αφηγηματική απλότητα και τη λιτότητα εκφραστικών μέσων. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, με εσωτερική οπτική γωνία/εσωτερική εστίαση. Η αφήγηση με βάση το χρόνο ενώ παρατηρούνται επιβράδυνση, επιτάχυνση, αναδρομική αφήγηση και παρεκβάσεις.
αφηγηματικές τεχνικές
Η οπτική γωνία της αφήγησης είναι αυτή του αφηγητή – συγγραφέα, ο οποίος μας μεταφέρει τις μνήμες του από τις επισκέψεις της μυστηριώδους Τουρκάλας. Μνήμες που ξεκινούν από το 1936 και τις προεκτείνει στο μέλλον.
Ο Ιωάννου μας δίνει τις περισσότερες διηγήσεις του με εσωτερική εστίαση, παρουσιάζοντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα θυμάται ο ίδιος, μέσα από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που δίνουν την αίσθηση της προσωπικής εξομολόγησης και ενισχύουν την οικειότητα που αποπνέουν τα πεζογραφήματά του.
Η αφήγηση έχει οργανωθεί σε τρία βασικά επίπεδα χρόνου: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Το παρόν της αφήγησης τοποθετείται αρκετό καιρό μετά το τέλος του πολέμου, όταν πια η πόλη βρίσκεται σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού που δημιουργεί μεγάλη ενόχληση στο συγγραφέα. Όταν ξεκινά την αφήγηση της ιστορίας κάθε τι που σχετίζεται με τις επισκέψεις της Τουρκάλας αποτελεί παρελθόν (οι επισκέψεις της γυναίκας μέχρι σχεδόν το τέλος). Η αφήγηση όμως επεκτείνεται και στο μέλλον με την αναφορά του Ιωάννου ότι σκοπεύει να παραφυλάει νύχτα μέρα για να εμποδίσει τους εργολάβους να χτίσουν ένα νέο εξάμβλωμα εκεί που κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειάς του.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αφήγηση δε γίνεται πάνω σε ένα γραμμικό χρονικό άξονα, αλλά μεταφέρεται από τη μία χρονική ζώνη στην άλλη βάσει των συνειρμών του αφηγητή.
Αξιοπρόσεκτη στο αφήγημα είναι η τεχνική της επιβράδυνσης που χρησιμοποιείται στις επισκέψεις της Τουρκάλας, μιας και αυτές αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της αφήγησής του και ο συγγραφέας επιθυμεί να μας μεταφέρει με αρκετές λεπτομέρειες τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα της γυναίκας αυτής. Επιβράδυνση, επομένως, έχουμε όταν ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τη συμπεριφορά της γυναίκας, όταν μας δίνει στοιχεία για την εμφάνισή της αλλά και για την αρχοντιά που χαρακτήριζε τις κινήσεις της και φυσικά επιβράδυνση έχουμε όταν ο Ιωάννου στρέφει την προσοχή του στη μουριά που είχαν στο σπίτι τους και μας μιλά τόσο για το δέντρο όσο και για τον καρπό του. Τα στοιχεία, δηλαδή, που θεωρούνται σημαντικά από το συγγραφέα για την κατανόηση της ψυχολογικής κατάστασης της ηρωίδας, δίνονται αναλυτικά κι αυτό επιβραδύνει αναγκαστικά το ρυθμό της αφήγησης. Από την άλλη, όταν έχουν ολοκληρωθεί οι επισκέψεις της Τουρκάλας, ο Ιωάννου προσπερνά με δυο φράσεις αρκετά χρόνια και φτάνει στο παρόν της αφήγησης και υιοθετεί την τεχνική της επιτάχυνσης καθώς θεωρεί ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν δεν έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ιστορία που μας αφηγείται.
Αν και ο συγγραφέας σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια σειρά συναισθημάτων, μιας και τα θέματα που πραγματεύεται είναι πολύ συχνά επώδυνα και αφορούν την κοινή μοίρα πολλών ανθρώπων. Εντούτοις, προτιμά να αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο στο να διαμορφώσει τη στάση του, παρουσιάζοντάς του τα γεγονότα, ως έχουν, χωρίς περιττές περιγραφές και μακροσκελείς αναφορές επί του θέματος.
Με σύντομες προτάσεις και λιτό τρόπο, δίνει το γεγονός και αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει ανεπηρέαστος. Η ποιητική ελλειπτικότητα, επομένως, συνίσταται στην τάση του αφηγητή να παρουσιάζει τα γεγονότα με περιεκτικό και σύντομο τρόπο, χωρίς να τις διανθίζει με εκτενείς περιγραφές των αντιδράσεων και των συναισθημάτων των ηρώων του.
Ο Ιωάννου δεν αντιμετωπίζει το αφηγηματικό του υλικό ως ευκαιρία να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια πορεία συγκίνησης και γι’ αυτό το λόγο ακόμη και σημεία που θα μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί αφηγηματικά, τα δίνει με τον πιο απλό και λιτό τρόπο, καθώς θεωρεί ότι το σημαντικό είναι να καταγραφούν οι εμπειρίες του ως μέρος της ιστορικής μνήμης κι όχι να αποτελέσουν αντικείμενο λογοτεχνικής υπερβολής.
εκφραστικά μέσα
Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες.
Ο μικροπερίοδος λόγος κυριαρχεί χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποτε αυτό χρειάζεται, ο συγγραφέας δεν εκτείνει το λόγο του για να εξυπηρετήσει την έκφρασή του. Σύντομες περίοδοι με απλή καθημερινή γλώσσα, είναι τα δομικά υλικά με τα οποία ο Ιωάννου δημιουργεί το έργο του, κατορθώνοντας έτσι να ενισχύσει την οικειότητα που δημιουργεί εν γένει το ύφος του και οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του.
Το ύφος του ακτινοειδές καθώς ό,τι συμβαίνει είτε ξεκινάει από ένα κεντρικό σημείο που έχει αντίκτυπο στην περιφέρεια, είτε κινείται αντίστροφα από την περιφέρεια προς το κέντρο.
Η γλώσσα είναι καθημερινή, λιτή, με πεζολογικά στοιχεία. Η συναισθηματική φόρτιση των προσώπων (γυναίκας -αφηγητή)/ο πόνος από τον ξεριζωμό, η νοσταλγία κλπ αποδίδεται συγκρατημένα: απουσία μελοδραματισμού, ποιητική ελλειπτικότητα / ο ευθύς λόγος σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, παραστατικότητα και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τα συναισθήματα του αφηγητή/ρεαλισμός και ειρωνεία σε κάποια σημεία.
Η φωνή του απολύτως προσωπική και αποκτά εξομολογητικό τόνο όταν αναφέρεται στα σχέδια των εργολάβων, οι οποίοι αφού έχτισαν μια φρικαλέα πολυκατοικία εκεί που βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας του συγγραφέα, τώρα θέλουν να τη γκρεμίσουν για να χτίσουν κάτι άλλο. Ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει την πρόθεσή του να εμποδίσει τα σχέδια των εργολάβων και παράλληλα μας δείχνει την ενόχληση που του προκαλεί η αλλοίωση της παραδοσιακής εικόνας της πόλης του. Ο Ιωάννου δε διστάζει να αφήσει για μια στιγμή την ιστορία που αφηγείται και να κάνει μια παρέκβαση για να εκφράσει το πώς νιώθει σχετικά με την τάση που υπάρχει να χτίζονται ολοένα μεγαλύτερες –και ασχημότερες- πολυκατοικίες στην πόλη του. Αυτό, βέβαια, είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του Ιωάννου, καθώς στα περισσότερα κείμενά του υπάρχουν παρεκβάσεις στις οποίες ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις προσωπικές του σκέψεις.
Φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Αγαπά ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη και θεωρεί πολύ άσχημο τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι εργολάβοι προκειμένου να κερδίσουν χρήματα χτίζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτίρια, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική της πόλης. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν παραδοσιακά και καλαίσθητα σπίτια, χτίζουν πλέον πολυκατοικίες, χωρίς καμία μέριμνα για την εικόνα της πόλης. Ο Ιωάννου αγανακτεί με την τσιμεντοποίηση της Θεσσαλονίκης και τη βίαιη απομάκρυνση κάθε στοιχείου γραφικότητας, από την κάποτε υπέροχη πόλη του. Για το συγγραφέα που έχει μεγαλώσει στην πόλη κι είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει αυτή με την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική και την γοητεία που απέπνεαν τα παλιά αρχοντικά, είναι σημαντικό πλήγμα να τη βλέπει ξαφνικά να μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη με γκρίζες πολυκατοικίες και καμία ομορφιά.
Το έργο του αποπνέει την έντονη αίσθηση μιας χαμένης ζωής μέσα σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη με μεγάλη ιστορία. Η αγανάκτησή του είναι εμφανής, καθώς δε διστάζει να χρησιμοποιήσει έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα που δε σέβονται τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης και επιμένουν στον άναρχο εκσυγχρονισμό της.
Παράλληλα, ρίχνει το βάρος, εκτός από την κατάσταση νοσταλγίας και στην εθνικότητα της μαυροφορεμένης γυναίκας. Τοποθετώντας στη θέση της ηρωίδας μια μαυροφορεμένη τουρκάλα γίνεται προφανώς μια προσπάθεια να καταδείξει ότι η προσφυγιά είναι ένα δεινό που πλήττει τα ανθρώπινα όντα ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας και θρησκείας. Πρόθεσή του είναι να καταδείξει ότι ο πόνος του ξεριζωμού και της προσφυγιάς είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, τη θρησκεία ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο διαφορετικότητας. Παράλληλα εκφράζει την αντίθεσή του στην αστικοποίηση, που κατέστρεψε την αισθητική και την ανθρωπιά της παλιάς εποχής.
0 Σχόλια