Ξέρεις, πολλές φορές στέκομαι σ’ εκείνο το παγκάκι. Δε γνωρίζω γιατί. Παρατηρώ τον γέροντα έξω απ’ το κατώφλι μου, να κοιτάζει τη βροχή, να της μιλά… Ύστερα κάνει τον σταυρό του κι απευθύνεται στον θεό. Απορώ! Τι να του λέει άραγε; Ποιος ξέρει…
Ας σταθώ πίσω απ’ το παράθυρο. Με τις σταγόνες να σχεδιάσω την μορφή αυτών που απουσιάζουν.
Ο γέροντας μετράει τις μέρες στο κομπολόι του. «Δεν αλλάζει τίποτα», είπε. «Πού να σταθείς την ώρα του παρόντος;», έλεγε και ξανάλεγε. Προσπάθησα να ερμηνεύσω δυο πουλιά κουρασμένα που στάθηκαν πάνω στη μαγκούρα του. Ήθελαν να ξαποστάσουν;
Ακούστηκε ένα εμβατήριο. Κάτι μου θυμίζει… Α, ναι! Η ζωή μου!
Ο γέροντας σώπασε. Μόνο κάτι ψιθύρισε στα πουλιά. Τι να τους είπε άραγε; Ποιος ξέρει… Έπειτα έμεινε να παρατηρεί μερικά φύλλα που χόρευαν μαζί με τον αγέρα. Ξαφνικά σηκώθηκε. «Ήρθε η ώρα», είπε. Τι να εννοούσε; Περπατούσε και σιγοτραγουδούσε:
«Κάποτε ήταν μια Ιθάκη,
πού βρέθηκε η ξαστεριά;
Αυτόν το ήλιο μην δικάζεις.
Μας δείχνει πάντα την οδό.
Πομ πομ πομ…
Κάποτε είχα μια βαρκούλα,
μα χάθηκε η λιμνούλα.
Και ξεκίνησε η βαρκάδα,
πέρα στα ανοιχτά…
Μα κάπου πήγε,
μα πού πήγε η στεριά;
Πομ πομ πομ,
παράμ παμ πομ…»
Ο γέροντας χάθηκε μέσα στις καλαμιές. Δε φαινόταν πια. Αύριο πάλι, πομ πομ πομ… Έτσι, απόμεινα να κοιτάζω το φως αυτής της μεγάλης λάμπας έξω απ’ το κατώφλι μου. Πομ πομ πομ…
_
γράφει η Ελένη Ιωαννάτου
Ελενη μου πολυ καλο.Συγχαρητηρια!
Ντίνα μου ευχαριστώ από καρδιάς!!!! Χαίρομαι που το βρήκες ενδιαφέρον!! Να είσαι καλά!!!
Ελένη μου συγκλονιστικό και βαθυστόχαστο στο κείμενο-ποίημά σου…Μπράβο σου κορίτσι μου!!!
Σοφία μου η γνώμη σου είναι σημαντική για εμένα!! Ευχαριστώ πάρα πολύ!! Εύχομαι το μονοπάτι σου να έχει δύναμη και φως!!!
Μελαγχολικό, νοσταλγικό το κείμενό σου. Πολύ μου άρεσε, Ελένη. Την καλημέρα μου.
Βάσω χαίρομαι πολύ πολύ που σου άρεσε η ιστορία του γέροντα! Να είσαι καλά!!! Η μέρα σου να είναι φωτεινή…
Απο κεινα που σε μελαγχολουν…μα θαυμασια η αφηγηση του!!