Μπροστά μου απλώνεται ένας λαβύρινθος από κορμούς δέντρων. Μονάχα όταν κοιτάζω προς τον ουρανό βλέπω τη φυλλωσιά τους που αποχαιρετά τον ήλιο. Μια ηλιαχτίδα παιχνιδίζει πίσω από το διάτρητο φράχτη που σχηματίζουν τα δέντρα.
Περνώ θαρρείς με χορευτικές φιγούρες ανάμεσά τους. Μια βάζω τον αριστερό ώμο μπροστά, μια τον δεξιό. Όσο πλησιάζω, η ηλιαχτίδα χάνεται. Τούτο το κρυφτό γίνεται ανυπόφορο.
Κάποτε φτάνω σε ένα ξέφωτο. Μία φιγούρα γνώριμη, μα από πού; Ένα κορίτσι ακουμπάει την πλάτη σε ένα δέντρο και αγκαλιάζει τα γόνατα. Έχει την ανεμελιά του αέρα στα μαλλιά και μια σκιά από σούρουπο στα μάτια. Μια προσμονή βαραίνει τους ώμους της. Πώς βρέθηκα εδώ; Τα ανεκπλήρωτα χάδια της παιδικής μου ψυχής περιμένουν σε αυτό εδώ το ξέφωτο. Έφτασα!
_
γράφει η Ελένη Δεληβοριά
Πολύ τρυφερό!!!Ξέρει η καρδιά και βρίσκει πάντα το ξέφωτο της!!!
Περιεκτικό και όμορφα γραμμένο. Μου άρεσε πολύ!!!