Και μες στα σύννεφα του άγριου βοριά,
κοιμόσουνα και εγώ σε ξύπνησα.
Σε ρώτησα πού πας, στα μάτια σου κοίταξα,
και την αύρα σου αντίκρισα.
Μου έριξες ένα βλέμμα γεμάτο απορία
και ζεστασιά ταυτόχρονα,
Μου είπες το όνομά σου
και από την χαρά στα χείλια σου, εγώ χόρευα.
Μα τώρα πια τα βλέμματα και οι αγκαλιές,
Χάθηκαν στο πουθενά.
Δεν σε κοιτώ, δεν με κοιτάς,
Σκισμένη σταυροβελονιά.
Προσπάθησα, προσπάθησες
και γίναμε και οι δυο ο καθένας.
Γιατί στα σύννεφα του άγριου βοριά,
δεν έμεινε κανένας.
Ούτε στον ουρανό, ούτε στη γή,
Ούτε στη φλογερή λαχτάρα.
Ούτε ηχώ, ούτε βροχή, δεν έμεινε ούτε στάλα.
Χορέψαμε, πονέσαμε,
μιλήσαμε και ονειρευτήκαμε,
Μα το πρωί ξημέρωσε
και πια μόνοι μας βρεθήκαμε.
_
γράφει ο Μάριος Αντωνίου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια