–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ταξίδι με τον Έσπερο
(αφιέρωμα στον Άγγελο Τερζάκη)
Τα καλοκαίρια, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, τα περνούσαμε στο αγρόκτημα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ναύπλιο. Μέσα στα δροσερά περιβόλια βιώναμε δροσερές έναστρες νύχτες γεμάτες από ήχους νυχτόβιων ζώων, ενώ την ημέρα η παιδική μας φύση πάσχιζε να εκτονωθεί σε ατελείωτα παιχνίδια και συναντήσεις φίλων και συγγενών. Ένας από τους αξιομνημόνευτους οικογενειακούς φίλους του πατέρα υπήρξε ο Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907 – 3 Αυγούστου 1979) σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ’30 και δοκιμιογράφος, γέννημα του Ναυπλίου. Το πόσο σημαντικός βέβαια υπήρξε το ανακάλυψα πολύ αργότερα μέσα από το έργο του. Ωστόσο, το μυθιστόρημά του «Ταξίδι με τον Έσπερο» (1946) απεικονίζει με ακρίβεια εκείνα τα αξέχαστα γλυκόπικρα καλοκαίρια στα περιβόλια από πορτοκαλιές ή ελιές, που στιγμάτισαν το πέρασμά μας από την παιδικότητα στην εφηβεία και κατόπιν στην ωρίμανση. Και ποιος ξέρει, μια και ο συγγραφέας υπήρξε φιλοξενούμενός μας στο πατρικό αγρόκτημα ίσως να περιγράφει ένα αυτούσιο κομμάτι του:
«Τέτοια ώρα ακριβώς , μεσουρανεί γαλάζιος, βλεφαρίζοντας ο Βέγας.
Η νύχτα ήταν γεμάτη τριζόνια. Από το διαπλατωμένο παράθυρο, το παιδί, με κρατημένη ανάσα, τ’ άκουγε μέσα στην εξοχή να σέρνουν τις τρίλλιες τους ασταμάτημα. Σαν και κελαϊδούσαν τ’ αστέρια. Ανάσα δροσερή, από χορτάρι, ερχότανε σε κύματα απανωτά, μύρο της γης απονύχτερο. Ύστερα, ασύνειδα σχεδόν, ξεχώρισε το θρόισμα από δέντρα που πρέπει να ορθώνονταν αόρατα κ’ ηρωικά μέσα στο μπλάβο σκοτάδι. Ανάσανε βαθειά. Με την πνοή , τη μαργωμένη από πάχνη κι’ αστροφεγγιά, που κυκλοφόρησε στα πλεμόνια του, το παιδί δροσίστηκε, χαμογέλασε φιλικά στη νύχτα. Η μετάληψή της αλάφρωνε την καρδιά του.
Πάσχισε ανυπόμονο ν’ ανακαλέσει από την αφάνεια το τοπίο που πρέπει να γραφόταν εκεί – κάτω. Δε μπόρεσε. Κάτω από την τετράπλατη αστροφεγγιά, η γη έδειχνε ακόμα πιο μαύρη, πένθιμη. Ούτε σπίθα φως πουθενά, όσο που φτάνει το μάτι` ούτε μια λαμπυρίδα να ξαγρυπνάει στο χορτάρι. Το πλοίο πορεύεται μ’ όλα του τα φώτα σβηστά, καθώς σ’ ώρα κρίσιμη, ώρα κινδύνου.
Τότε, γύρισε τα μάτια του ψηλά, στο στερέωμα, που είτανε πάντα πιο γνώριμο. Προσανατολίστηκε. Η πλευρά τούτη του σπιτιού έβλεπε βορειοδυτικά. Ξέκρινε τη Μεγάλη Άρκτο με τα εφτά της αστέρια, αριστερά και κάτω τον Αρκτούρο, ζωηρό σα σπίθα φυσημένη από μακρινό άνεμο.Ψηλά, κατάκορφα, έλαμπε υγρός, ζαφειρένιος, ο φιλικός του Βέγας. Ανάσανε μ’ ανακούφιση, όπως όταν ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου σε γνώριμο περίγυρο. Ο ουρανός σ’ ακολουθεί παντού, όπου κι αν πας.»
Ας πιάσουμε όμως την ιστορία από την αρχή: ο Γλαύκος, ένας ασθενικός νεαρός έφηβος, έρχεται με την θεία του σε ένα αγρόκτημα έξω από το Ναύπλιο, προκειμένου να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς αντιμετωπίζει προβλήματα στον ύπνο, λόγω της ασθενικότητάς του. Εκεί, στο ετοιμόρροπο εξοχικό σπίτι θα ζήσει την πιο οδυνηρή και γλυκιά μετάβαση στην ωριμότητα. Τρία είναι τα βασικά πρόσωπα (διόλου τυχαίος ο αριθμός): ο Γλαύκος, ο ιδιόρρυθμος φίλος του και η Δανάη. Η πέτρα του σκανδάλου, το αντικείμενο του πόθου, η άπιαστη Δανάη που κατοικεί στην άνετη μονοκατοικία με το όνομα «Πικροδάφνες» (Δανάη, πικροδάφνη, γλυκιά και πικρή μαζί).
Ο Έσπερος, το φωτεινό αστέρι πριν την αυγή, από την πρώτη νύχτα στην εξοχή στοιχειώνει τους ήρωες και τους οδηγεί σε μονοπάτια χωρίς επιστροφή:
«Νύχτα έξοχη, τοπίο σαν όνειρο. Το βλέπω από το παράθυρό μου, λες κ’ είναι μέρα. Τέτοια είν’ εδώ η αστροφεγγιά.
Πρώτα – πρώτα να φανταστείς μια τούφα δέντρα, ευκάλυπτοι θαρρώ, εδώ δίπλα στο περιβόλι, που έτσι να τεντώσω το χέρι μου αγγίζω τις φυλλωσιές τους. Κάτω, ένα γαλάζιο και βαθυπράσινο μπέρδεμα από φυτά, αγριοτριανταφυλλιές, αγιοκλήματα, γκλισίνες. Μια γιασεμιά σκαρφαλώνει στον τοίχο κι’ έρχεται στο περβάζι του παραθυριού. Πιο πέρα, όσο φτάνει το μάτι, κυματίζοντας, σγουρός ο κάμπος. Όλη τούτη η έκταση, σαν πελώριο πανέρι από κείνα που τα προσφέρουν στις διάσημες τραγουδίστριες, μοσκοβολάει. Έχει και τις φωνές της η νύχτα, τα τριζόνια που παλάβωσαν, κάποια σκυλιά που αλυχτάνε πέρα, τον γκιώνη, ερημικό, και τα νερά, που κυλάνε κελαϊδώντας κάτω από το χορτάρι.
Ένας ολάκερος λαός πλάσματα της νύχτας, προσκαλεσμένα από το φως καθώς το παιδί έγραφε, είχανε μπει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, στριφογύριζαν, φτεροκοπούσαν γύρω από τη φλόγα του σπερματσέτου. Πεταλούδες άχαρες, πλατυκέφαλες, έντομα στενόμακρα σα σκουλήκια, με πράσινες μεταξωτές φτερούγες κι’ ανήσυχες κεραίες, μύγες τριγωνικές, με πένθιμα φτερά. Κουτουλάγανε τυφλά στο τραπέζι , με μουγκούς κρότους, πάνω στο μακρουλό , μαρμάρινο χέρι που κρατούσε την πέννα, τσιτσιρίζανε στην φωτιά, χοροπηδούσαν σπασμωδικά σα μικροσκοπικά δαιμόνια. Η φαινομενική γαλήνη της νύχτας έκρυβε λοιπόν ένα πλήθος ζωές γεμάτες αγωνία.
Το παιδί έσκυψε πάλι στο χαρτί του.
“Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κοιμηθώ απόψε, όμως είναι η πρώτη φορά που θάθελα να μην κοιμηθώ. Σε λυπάμαι που δεν είσαι εδώ, να χαρείς μια τέτοια νύχτα”.
Και ολοκληρώνει ο Γλαύκος στο γράμμα του προς τον φίλο:
«Προαισθάνομαι, όχι: είμαι βέβαιος, πως κάτι εξαιρετικό θα μου τύχει εδώ που ήρθα.»
Ο Γλαύκος θέλει να ζήσει, να ονειρευτεί, να αισθανθεί τον έρωτα στο πρόσωπο της ιδανικής και άπιαστης Δανάης. Και δεν είναι ο μόνος. Και ο φίλος έχει πέσει θύμα του έρωτά της, αλλά με έναν αυτοκαταστροφικό τρόπο, όπως ο ίδιος βιώνει συνολικά την ζωή του. Για τον ίδιο λόγο, ανταγωνίζεται και υποσυνείδητα αντιτίθεται στον Γλαύκο, που είναι θετικός ήρωας, παρά τις αντιξοότητες. Βασικός αντίπαλος της νεότητας παραμένει η ασθενικότητα, η ανεμπόδιστη ροπή προς την φθορά, όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική:
«Ο φίλος τον είχε τραβήξει μαζί του σε μια μεγάλη βόλτα έξω από την πολιτεία, στα χωράφια, κι εκεί, ευνοημένος από τη νύχτα, μίλησε:
-Σαν απόψε, του είχε πει, εδώ και τρία χρόνια, πήγα να πεθάνω.
-Από αρρώστια;
-Όχι. Από φαρμάκι.
Ανατρίχιασε ο Γλαύκος Πετροχωρίτης. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του είχανε τεντωθεί.
-Πήρες… φαρμάκι; Και γιατί;
Δεν απάντησε αμέσως ο φίλος. Έκανε φαίνεται την τελευταία προσπάθεια ν’ αποτινάξει το ζυγό της σιωπής.
Τέλος:
-Για μια γυναίκα, είπε βραχνά….
…….
-Καλά… και γιατί θέλησες να πεθάνεις; είχε ρωτήσει ο Γλαύκος.
Τον άκουσε να γελάει ένα δυσάρεστο γέλιο, σα να τον κορόιδευε για την ερώτηση. Θα την έβρισκε βέβαια ολότελα παιδική.
-Ξέρεις εσύ που ρωτάς, τι είναι ο έρωτας;
-Όχι.
-Έ, λοιπόν, να το μάθεις!
Κατέβασε το κεφάλι του. Πάλι εκείνο το όμορφο, το παράδοξο μίσος ανάδευε στην ψυχή του.
-Κι’ όποιος αγαπάει δηλαδή πρέπει να πεθαίνει; έκανε πεισματωμένος. Εξόν κι επειδή ήσασταν πολύ μικροί, και δεν μπορούσατε να παντρευτείτε…
-Μην είσαι βλάκας.
-Τότε λοιπόν;
Το χέρι του φίλου του ήρθε να τον χουφτιάσει από την μπλούζα, πάνω στο στήθος. Τα δάχτυλά του ήτανε κρύα και σκληρά.
-Να το ξέρεις, του λέει τραχιά. Όποιος αγαπάει αληθινά, δεν έχει σωτηρία.
Δεν αποκρίθηκε, δεν καταλάβαινε. Βάλθηκαν πάλι να περπατάνε. Σε λίγο:
-Ξέρω, δεν το καταλαβαίνεις αυτό που σου είπα. Θα με περνάς για τρελλό. Ή για θεατρίνο.
-Όχι.
-Λάθος κάνεις! Είμαι τρελλός. Ήμουν. Ο έρωτας είναι βαρειά αρρώστια, κατάλαβέ το αν μπορείς. Δεν ταιριάζει στα μέτρα του ανθρώπου.
Και καθώς ο Γλαύκος δε μιλούσε πάλι.
-Σου έχει τύχει να περάσεις ποτέ σου αρρώστια πολύ μεγάλη; Ναι;… Έ λοιπόν δε σου ήρθε, πάνω στο μαρτύριο, όταν το αίμα φουντώνει, να δώσεις μιά και να γλυτώνεις;
-Όχι. Ήθελα μονάχα να γίνω καλά.
Το σκληρό χέρι τον άφησε, τον έσπρωξε πέρα.
-Ανθρωπάκι! είπε με περιφρόνηση. Είσαι από κείνους που έχουν “τη θέληση της ζωής”. Και οι άλλοι, οι παρόμοιοι, που έχουν κι’ αυτοί τη θέληση της ζωής, παινεύουν τους τύπους του είδους σου. Κολλάτε σαν ψείρες στη ζωή.
Ανάσανε βαθειά και, μ’ αυτό, σα να ημέρεψε κάπως.
-Το κάτω-κάτω, πρόσθεσε, το ίδιο κάνει. Ο καθένας γιατρεύεται όπως μπορεί.
-Κι’ όμως! Να που εσύ γιατρεύτηκες στο τέλος, δίχως να πεθάνεις.
Προχώρησαν ακόμα λίγα βήματα, αμίλητοι. Ύστερα, η φωνή του φίλου του ακούστηκε πάλι, μουντή:
-Που ξέρεις! Μπορεί και ναχω πεθάνει….»
Μοιραία η Δανάη καταλήγει στην αγκαλιά του Γλαύκου, που ζει τις πιο γλυκές και συναρπαστικές νύχτες της ζωής του στις Πικροδάφνες, ενώ επιστρέφει στο σπίτι του πάντα την αυγή, μόλις βασιλέψει ο Έσπερος:
«Ήτανε τόσο ζεστή και μαλακιά μέσα στην αγκαλιά του! Ύστερα το κεφάλι της το’ νιωσε πάνω στον ώμο του, τα μαλλιά της χύθηκαν ζωντανά πάνω στο μπράτσο του και το ζέσταναν. Έσκυψε να την κοιτάξει συγκινημένος, τα μάτια της αντικαθρέφτιζαν τ’ αστέρια. Το πέλαγος αυτού τ’ ουρανού που βάραινε απέραντα εκεί μέσα τον ζάλισε. Χαμένος έγειρε να πιει και του φάνηκε τότε σάμπως ένα λουλούδι με πέταλα σάρκινα, βελουδωτά να του ρούφηξε σαν σε όνειρο τα χείλη…»
Όσο οι νύχτες δίνουν ζωή στον Γλαύκο, που βουτά για πρώτη φορά στα αχαρτογράφητα νερά του έρωτα, τόσο απορροφούν κάθε ίχνος ζωτικότητας και θέλησης από τον φίλο του, που αποτελεί το μυστικό τρίτο πρόσωπο αυτού του ερωτικού τριγώνου. Όσο και να επιθυμεί ο Γλαύκος να συμπορευτεί μαζί του, τόσο ο φίλος φεύγει μακριά του, μακριά από την «φιλοδοξία» – όπως ο ίδιος λέει- για να ζήσει. Αλλά και η Δανάη, παραμένει ασυγκίνητη προς τα δύο αγόρια, παρότι δίνεται σωματικά στον Γλαύκο κάθε νύχτα (ή «στην ανυπαρξία», όπως αναφέρεται σε ένα σημείο του κειμένου) . Μάλιστα, καθώς ο καιρός περνά το ζευγάρι αναγκάζεται να αποχωριστεί στο τέλος του καλοκαιριού. Κατά την τελευταία τους νύχτα, εκείνη του δίνεται απρόσκοπτα, εντελώς ανεπηρέαστη από τα αλλεπάλληλα σπαρακτικά αντίο του Γλαύκου.
«Ω ανάθεμα, αλλόκοτη ύπαρξη! Τώρα το΄βλεπε και κείνος: ποτέ δεν την είχε αποχτήσει, ποτέ! Ακόμα και στις πιο οικείες στιγμές τους. Είχε κάτι ανυπόταχτο μέσα της, κάτι που όλο ξεγλιστρούσε και έφευγε… γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά. Δεν την είδε, έφυγε, σβήστηκε, σαν να μην υπήρξε ποτέ.»
Καθώς λοιπόν ο Γλαύκος τρέχει μέσα στην νύχτα με μόνους συντρόφους τον Γκιώνη και τον Έσπερο, πέφτει καταπάνω στον «κερωμένο» φίλο που καραδοκεί κρυφά τα νυχτοπερπατήματά του. Ακολουθεί ένας πικρός, κυνικός διάλογος στο τελευταίο εκείνο ταξίδι, κατά το οποίο ο φίλος βεβαιώνεται πως η Δανάη δεν τον αγάπησε ποτέ, αντίθετα ήταν πάντα αδιάφορη απέναντί του. Η πικρία του – πιο πικρή και από τις Πικροδάφνες- ξεσπά στον Γλαύκο:
«Όχι είναι δειλία! Ζεις γιατί φοβάσαι τον θάνατο. Εκείνος σου είναι άγνωστος, ενώ η ζωή γνωστή… Το σύμπαν ωστόσο είναι εχθρικό απέναντί μας…»
Ο Γλαύκος μάταια προσπαθεί να τον μεταπείσει και τελικά τον αφήνει ξαπλωμένο ανάσκελα στο χωράφι παίρνοντας κουρασμένος τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούσει πίσω του έναν ξερό κρότο που τον αναγκάζει να επιστρέψει. Ο φίλος έχει αυτοπυροβοληθεί και λίγες στιγμές μετά ψυχορραγεί στην αγκαλιά του γράφοντας τον δραματικό επίλογο του έργου:
«- Στάσου, θέλω πρώτα να με συγχωρέσεις… Πολέμησα πάντα να σου σκοτώσω την θέληση της ζωής. Φοβόμουνα στο σκοτάδι… μόνος…
Το κορμί του λύγισε, καταχωνιάστηκε στην αγκαλιά που τον κρατούσε. Έσκυψε ο Γλαύκος τρομαγμένος, τον ανασήκωσε. Τα χείλη του τα είδε μελανιασμένα. Τότε κατάλαβε… Αντίκρυ ο Αυγερινός όλο και χλώμιαζε. Αγέρι ανάλαφρο ευωδιασμένο φυσούσε ανάμεσα στα λιόδεντρα. Σε λίγο θα βγει ο ήλιος».
Ο δρόμος για την ενηλικίωση είναι ένα ταξίδι με τον Έσπερο, σύμφωνα με τον Άγγελο Τερζάκη. Ίσως το πιο σημαντικό ταξίδι στην ζωή ενός ανθρώπου, που του χαρίζει τις πιο όμορφες, συγκλονιστικές στιγμές, αλλά και το πιο βαθύ σκοτάδι. Όχι, η ωρίμανση δεν πραγματοποιείται πάντα με ρομαντικό τρόπο, αλλά και με τον κυνισμό και την πικρία ενός φίλου που αισθάνεται τόσο μακριά την ζωή από την φύση του, ώστε τελικά την απαρνιέται. Όπως και να έχει όμως, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την μαγεία του Έσπερου, που κρατά μόνο ως την αυγή και διαλύεται στο σκληρό φως της ενήλικης ωριμότητας, του ήλιου.
Η γραφή του Άγγελου Τερζάκη άκρως λυρική, ολοζώντανη στις περιγραφές αλλά και στους διαλόγους, χωρίς ωστόσο μεγαλοστομίες και περιττές εξάρσεις, μας οδηγεί στο ταξίδι αυτό με βαθιά τρυφερότητα και διεισδυτική ματιά στον ψυχικό κόσμο των εφήβων και των υπαρξιακών αγωνιών τους.
0 Σχόλια