Δεν την πληγώνει που μπήκε σε λεηλατημένο σπίτι, όταν επέστρεψε από την αρρώστια,
την πληγώνει που οι κλέφτες προσκυνάνε τον χρυσό στα δαχτυλίδια.
Δάκρυα χύνει για το ασήκωτο πένθος, όταν επέστρεψε από την αρρώστια ·
μέχρι που οι σταλαγμοί των δακρύων κίνησαν τα βουνά και δρόμοι ανοίχτηκαν από το πουθενά.
Πλέον δεν την βαραίνουν τα πλούτη που κατάφερε να αποκτήσει στη ζωή της,
διότι τα αξιοποίησε καλώς:
για να ζεστάνει, να ντύσει, να ταΐσει, να παρηγορήσει.
Τα πλούτη της, κάποιοι, τα πόνταραν επιπόλαια στη ρουλέτα,
λές και το πρόβλημα λύνεται εύκολα και οριστικά,
χρησιμοποιώντας θεωρήματα στατιστικής και μαθηματικών,
τα οποία κατέληγαν αλυσιτελή,
διότι το πρόβλημα του χρυσού παρέμενε.
Τότε εκείνη όρμηξε στην αντίρροπη κίνηση:
αντί να εμμένει στο αδιέξοδο και να κλαίει,
έσκυψε και έλυσε το πρόβλημα του άλλου:
του συνανθρώπου που εκείνος κλαίει πιο δυνατά.
Το πρόβλημα του πλούτου παραμένει άλυτο,
αλλά έχει μετατεθεί σε επίπεδο εφήμερο.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια