Το άδειο σακάκι

Μέρες τώρα τα καταστήματα στο κέντρο και σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων παρέμεναν κλειστά κατόπιν εντολής άνωθεν. Όπως όπως οι ιδιοκτήτες τους είχαν κατεβάσει ρολά. Από τη βιασύνη τους, άφησαν τις κολώνες του πάγου πάνω από τα φρεάτια και τα τελάρα με φρούτα και λαχανικά στις γωνιές των δρόμων. Ο κόσμος φοβισμένος κλειδώθηκε στα σπίτια του. Παρ’ όλη την έλλειψη αγαθών που άρχισε να δοκιμάζει τις αντοχές, κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει, με τα προϊόντα να σαπίζουν στα πεζοδρόμια. Κολλημένοι στα ραδιόφωνα που παράνομα κατείχαν, ακούγανε ειδήσεις κυρίως από το BBC. Κάθε τόσο έκτακτα δελτία ανακοίνωναν τις πολιτικές εξελίξεις ή τη δολοφονία κάποιου ριψοκίνδυνου διαδηλωτή.

Δεκέμβριος του 1942. Κοντά δυο χρόνια Κατοχής ήταν πολλά. Για πολλοστή φορά οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους με κίνδυνο να φάνε το κεφάλι τους. Δεν είχαν και τίποτα άλλο να περιμένουν. Πολιτική στράτευση ή θάνατος από την πείνα. Μαύρο σκοτάδι με άλλα λόγια. Ή ταν ή επί τας.

Η σπίθα που άναψε το φιτίλι ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία του φίλου του και συμφοιτητή Μήτσου Κωνσταντινίδη στα Εξάρχεια, γωνία Ζαΐμη και Τοσίτσα. Οι Ιταλοί καραμπινιέροι τον σκότωσαν σαν το σκυλί. Ήταν ο πρώτος νεκρός διαδηλωτής της Κατοχής σε φοιτητικές διαδηλώσεις.

Αψηφώντας τα παρακάλια, τα κλάματα και τις απειλές της μάνας του, βγήκε στους δρόμους να παλέψει όπως μπορεί. Σαμποτάζ, συνθήματα και δολιοφθορές. Οι σφαίρες σφύριζαν ασταμάτητα γύρω τους. Άλλες καρφώνοντας στα δέντρα και άλλες στα κτίρια. Μέχρι στιγμής φτηνά την είχε γλιτώσει.

Μια λάθος κίνηση τον βρήκε αυτή τη φορά να κρύβεται σε ένα αδιέξοδο λίγο πιο πάνω από την οδό Σίνα. Κινούμενος συνήθως γύρω από την Πατησίων, η γειτονιά αυτή του ήταν λιγότερο γνωστή. Τους Νομικάριους δεν τους γούσταρε και πολύ. Όλο θεωρία και μπλα μπλα. Ήταν ώρα για δράση.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αλλά αντιληπτός δεν είχε γίνει, ήταν βέβαιος ή σχεδόν βέβαιος.

“Τώρα θα έπρεπε να τελειώνω τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο και να σχεδιάζω καράβια ποντοπόρα που με το στιβαρό τους βήμα θα οργώνουν τους ωκεανούς φορτωμένα πετρέλαιο, τσιμέντο, σιτηρά και αυτοκίνητα. Από την Αμερική, τον κόλπο του Άντεν μέχρι τη Βόρεια Κίνα και την Αυστραλία”.

Περίμενε κουλουριασμένος στη γωνιά την κατάλληλη στιγμή. Μια ντάνα τελάρα με λάχανα τον κρατούσε αόρατο. Πρέπει να ήταν μέρες εκεί γιατί βρωμούσαν. Η μυρωδιά απ’ τα ζουμιά τρυπούσε τα ρουθούνια του μέχρι βαθιά στα σπλάχνα.

Έψαξε στις τσέπες τα τσιγάρα του, μια τζούρα να θολώσει τον τρόμο που άρχισε να τον κυριεύει, ένα παραπέτασμα καπνού να δραπετεύσει. Ζούληξε το πακέτο και το παράχωσε.

“Αν με πιάσουν, τη μάνα μου δεν θα την ξαναδώ. Τουλάχιστον να ’χω να καπνίσω πριν την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες στην Καισαριανή, που είναι και κοντά από εδώ, αν δεν με φάνε λάχανο νωρίτερα δηλαδή, ένα τελευταίο κλεμμένο τσιγάρο, ύστατο χαίρε πριν η κλαγγή των όπλων σβήσει όποιο απομεινάρι ζωής έμεινε μέσα μου…” μονολογούσε μέσα στην παραζάλη.

Ένα ρίγος σαν ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε όλο του το κορμί. Δίχως να το καταλάβει κατέτρωγε τα νύχια και τις πέτσες του δεξιού του χεριού. Κάθε τόσο ένιωθε μια αναγούλα και τάση για εμετό. Σκούπισε τα σάλια με το μανίκι και σκέπασε την μύτη του. Η ζέστη έκανε την μπόχα ανυπόφορη.

Τα χρονικά περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν… Κινδύνευε με απόπνιξη.

Τον περίμενε και η μάνα του από εχτές το βράδυ.

Τα ρυθμικά βήματα της χήνας ακούγονταν βαριά πλέον μέσα στα αυτιά του.

Πετάχτηκε σαν τον λαγό και άρχισε να τρέχει με το τριμμένο του σακάκι να ανεμίζει.

Με το μπαμ, έσκασε με το πρόσωπο στο δρόμο, σαν σακί.

Ήταν έξι πια το απόγευμα και η νύχτα έκανε δειλά δειλά αισθητή την παρουσία της. Η σκόνη που όλη μέρα στροβιλιζόταν στον αέρα και στέγνωνε τα στόματα, είχε αρχίσει να κατακάθεται. Το κροτάλισμα των όπλων και η απόδοση ωμής βίας είχαν για σήμερα ξεθυμάνει. Σα βαριά μπόρα που ξέσπασε, επέβαλε την παρουσία της σε όλους και ύστερα διαλύθηκε αφήνοντας πίσω της βρεγμένους και συντρίμμια. Όλοι είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή για να γλιτώσουν. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για κανέναν. Μόνο πώς να σώσουν το τομάρι τους.

Το ακίνητο σώμα παρέμενε εκεί. Μια λίμνη αίματος είχε ξεραθεί γύρω από το κεφάλι του. Το σκονισμένο σακάκι γυρισμένο σαν νεκροσέντονο, σκέπαζε το πληγωμένο του πρόσωπο. Όταν επιτέλους σκοτείνιασε για τα καλά και τα πάντα είχαν σωπάσει, σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στη νύχτα τρεκλίζοντας από το βαρύ πονοκέφαλο που του επέφερε το άτσαλο πέσιμο στην άσφαλτο αλλά κυρίως από την πείνα που είχε ρουφήξει όλες τις λιγοστές του δυνάμεις. Με το αριστερό μάτι κλειστό από τα ξεραμένα αίματα, τοίχο τοίχο έφτασε επιτέλους στο σπίτι. Δέκα το βράδυ και το φως στην κουζίνα ακόμα ανοιχτό.

 

_

γράφει ο Φοίβος Σταμπολιάδης

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 26 – 27 Απριλίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 26 – 27 Απριλίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΜΠΟΛΙΑΔΗΣ

    Μεσούσης της Κατοχής, ενας νεαρός φοιτητής προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανατρέψει την προδιαγραμμένη μοίρα αντιστεκόμενος με κίνδυνο της ζωής του.

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου