Το Έγκλημα του φθινοπώρου αποτελεί το δεύτερο μέρος της «Τετραλογίας του Σκόνε» του Anders de la Motte, τα βιβλία της οποίας εκτυλίσσονται στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας του Σκόνε, στη νότια Σουηδία.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1990, μια παρέα πέντε φίλων κατασκηνώνουν δίπλα σε μια λίμνη. Έχουν αποφοιτήσει από το λύκειο και γνωρίζοντας ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που βρίσκονται όλοι μαζί έτσι, αποφασίζουν να διασκεδάσουν με αλκοόλ, μουσική και βραδινό κολύμπι. Όμως, το επόμενο πρωί το πτώμα ενός από τα μέλη της παρέας βρίσκεται να επιπλέει στη λίμνη. Ο θάνατός του αποδίδεται σε πτώση από βράχο, όντας μεθυσμένος, και χαρακτηρίζεται από την αστυνομία ως ένα τραγικό ατύχημα.
Είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, το 2017, η Άνα Βέσπερ, έμπειρη αστυνομικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Στοκχόλμης, καταφτάνει με την έφηβη κόρη της στην περιοχή, προκειμένου να αντικαταστήσει τον αρχηγό του αστυνομικού σώματος που έχει μόλις συνταξιοδοτηθεί. Η μετακόμισή τους στην εξοχή σηματοδοτεί μια καινούρια αρχή στη ζωή τους μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της και πατέρα της κόρης της, ένα νέο ξεκίνημα που η Άνα ελπίζει να τις φέρει πιο κοντά. Φτάνοντας λοιπόν στη μικρή πόλη, δεν αργεί να πληροφορηθεί την τραγική ιστορία που συνέβη πριν από τόσα χρόνια, μα εξακολουθεί να στοιχειώνει όσους είχαν εμπλακεί σε αυτήν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Η μητέρα του νεαρού που έχασε τότε τη ζωή του προτρέπει έμμεσα την Άνα να ερευνήσει εκ νέου την παλιά υπόθεση, αφού είναι πεπεισμένη ότι ο θάνατος του παιδιού της δεν ήταν ατύχημα αλλά δολοφονία. Από την άλλη, ο πρώην αρχηγός του τμήματος -και πατέρας ενός άλλου μέλους της παλιάς παρέας- την προειδοποιεί πως αυτό δεν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα. Η Άνα όμως έχει ταυτόχρονα να διαχειριστεί και τα προσωπικά της προβλήματα. Η σχέση με την κόρη της είναι συνεχώς τεταμένη και πίσω στη Στοκχόλμη έχει αφήσει μια ανοιχτή έρευνα σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του πρώην της. Όταν όμως ανακαλύπτεται το πτώμα ενός άντρα, ο οποίος είχε βρεθεί για λίγο στην παρέα των νεαρών εκείνη τη νύχτα του 1990, αποφασίζει να ερευνήσει εις βάθος την υπόθεση και να φτάσει στην αλήθεια, αδιαφορώντας για τα εμπόδια και τις απειλές που συναντά συνεχώς μπροστά της και για τα καλά κρυμμένα επί τρεις δεκαετίες μυστικά που ίσως έρθουν στο φως…
Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνδυασμό μιας αμιγούς αστυνομικής υπόθεσης κι ενός ψυχολογικού θρίλερ. Ενώ η αστυνομική έρευνα εξελίσσεται και διέπεται από την αναμενόμενη δράση, τα στοιχεία και τις αποκαλύψεις που οδηγούν τα βήματα της ηρωίδας προς τη λύση του γρίφου, ο περιορισμένος κύκλος των πιθανών υπόπτων επιβάλλει κατά κάποιον τρόπο το «χτίσιμο» του ανάλογου ψυχολογικού υπόβαθρού τους, ώστε η πλοκή να μη γίνεται βαρετή και προβλέψιμη. Έτσι προκύπτει ο άνωθεν συνδυασμός, που είναι τόσο επιτυχημένος ώστε το ερώτημα για την ταυτότητα και τα πιθανά κίνητρα του δράστη να πλανάται πάνω από κάθε σελίδα και κάθε νέα εξέλιξη στην υπόθεση, χωρίς να καταφέρνει ο αναγνώστης να καταλήξει σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Όλοι οι ήρωες είναι καλογραμμένοι και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, με βάθος και πτυχές που χρειάζεται επιμονή και υπομονή από πλευράς του αναγνώστη ώσπου να τις ανακαλύψει. Καθένας από αυτούς είναι μοναδικός: από τον τρόπο ζωής και την ψυχοσύνθεσή του, μέχρι το πώς έχει επηρεαστεί από το παρελθόν του και χειρίζεται το παρόν του. Οι τέσσερις παλιοί φίλοι δεν είναι πλέον ανέμελοι τελειόφοιτοι, αλλά ενήλικες με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται η ενήλικη ζωή. Οι γονείς τους ζουν με το άγχος της αποκάλυψης παλιών κριμάτων, που μπορούν να διαταράξουν ξανά τις ισορροπίες. Οι συνάδελφοι της Άνας στο τμήμα διχάζονται ανάμεσα στην αφοσίωσή τους στον παλιό αρχηγό τους και την καχυποψία προς την άφιξη της «ξένης» και στο καθήκον τους ως αστυνομικοί που οφείλουν να υπακούν στις διαταγές της. Η Άνα και η κόρη της βιώνουν μια διαρκώς τεταμένη σχέση, που οφείλεται τόσο στην εφηβεία της κόρης όσο και στα ένοχα μυστικά της μητέρας, ενώ πρέπει να εγκληματιστούν και οι δύο στα νέα δεδομένα της ζωής τους από δω κι εμπρός. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, με φόντο την κλειστή κοινωνία μιας μικρής επαρχιακής πόλης, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και τίποτα δεν μένει κρυφό για πάντα.
Παρόλο που κάθε κομμάτι της πλοκής αποτυπώνεται αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα στις σελίδες του βιβλίου, αυτό που σίγουρα ξεχωρίζει είναι η διαχείριση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Είτε πρόκειται για έναν νεαρό άντρα που πέθανε αναπάντεχα και πρόωρα, είτε για έναν πρώην αγαπημένο σύζυγο που έσβησε εξαιτίας μιας ασθένειας, και παρά τα χρόνια και τις δεκαετίες που περνούν, ο πόνος παραμένει έντονος, οξύς. Συνεχίζει να στοιχειώνει τα βλέμματα και να επιβιώνει στις ψυχές όσων έμειναν πίσω και παλεύουν να αποδεχτούν πως έχασαν για πάντα ένα κομμάτι τους. Χωρίς να γίνεται γλαφυρός ή υπερβολικός, ο de la Motte πετυχαίνει να αποδώσει την απελπισία, την οδύνη και την αιώνια αγάπη για εκείνον που έφυγε, μα εξακολουθεί να ζει για πάντα. Το άλλο είναι η πραγματικά εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων της περιοχής· ένας φθινοπωρινός καμβάς οργιαστικών εικόνων, με μια φύση στο απόλυτο μεγαλείο της, που «ντύνει» ιδανικά την πλοκή και κάνει τον αναγνώστη να νιώθει το ψυχρό αεράκι στο πρόσωπό του, να ακούει το θρόισμα των φύλλων και να μη χορταίνει το βλέμμα του ομορφιά και επιβλητικότητα.
Το Έγκλημα του φθινοπώρου αποτελεί ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, ιδανικό γι’ αυτή την εποχή – και όχι μόνο. Γεμάτο μυστήριο, ίντριγκα και συγκίνηση, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία αναπάντεχη ανατροπή του.
0 Σχόλια