_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Εν τω μέσω μίας εξελισσόμενης πανδημικής κρίσης, με τις προεκτάσεις που αυτή αποκτά, και που πλέον αρθρώνονται εντατικά στο πεδίο της οικονομίας, η ποίηση και συγκεκριμένα ο ποιητικός λόγος δύνανται να συμβάλλουν σε μία εφευρετική επανεπινόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Όπως και του τρόπου (‘φορτισμένη’ τροπικότητα), με τον οποίο η ίδια αυτή κρίση προσλαμβάνεται και μεταστοιχειώνεται στην καθημερινότητα, αποδίδοντας έμφαση σε επάλληλες και ‘μικρές’ αφηγήσεις που δεν στερούνται νοήματος.
Η κρίση ή αλλιώς, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Παναγιώτη Σωτήρη, ο «φόβος»[1] της πανδημίας καθίστανται όψεις του ‘μετρήσιμου’ και προσλαμβανόμενου χρόνου, ενώ δίπλα σε αυτή την παράμετρο δύναται να τοποθετήσουμε την έννοια της «γαληνεμένης ψυχής»[2] που κομίζει ο Αλμπέρ Καμί στη δημόσια σφαίρα, σημαίνοντας ένα εγχείρημα αναζήτησης της ορθής ιατρικής, αξιακά και ηθικά, στάσης απέναντι σε μία επιδημία.
Ο ιατρός δεν λειτουργεί πέραν του φόβου, όσο τείνει στην νοητική επεξεργασία του, αφήνοντας να διαρρεύσει η διαλεκτική του θανάτου ως ίδιον ασθένειας, εν προκειμένω της πανούκλας. Θα τονίσουμε ό,τι η έννοια της «γαληνεμένης ψυχής»[3] (το κατά Καμί, ‘μέτρο’), άπτεται της ιατρικής – υγειονομικής σφαίρας αντιμετώπισης μίας επιδημίας, εκεί όπου νοηματοδοτείται εμπρόθετα αφενός μεν η σχέση του ιατρού με το ατομικό υποκείμενο (και με τον ασθενή του), και, αφετέρου η στάση του ενώπιον του κοινωνικού συνόλου. Ο ποιητικός λόγος του Βαγγέλη Χρόνη, όπως κατατίθεται στη συλλογή του ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι,’ μας προσφέρει την δυνατότητα μίας ιδιαίτερης στοχαστικής παρατήρησης της, ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο αυτού που σε άλλο σημείο του κειμένου, αποκαλέσαμε ‘μικρές αφηγήσεις.’ Σε αυτό το πλαίσιο, στο ‘Αρχαίο Κεραμίδι’ συναρθρώνεται ένας ισορροπημένος συναισθηματισμός με τελετουργικές- ιστορικές αναφορές( το ποίημα ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι’ φέρει μία περιπαικτική και συγκριτική διάσταση), από τις οποίες και επιζητείται, όχι το βίωμα αυτό καθεαυτό, όσο η ένταση του ως ενσάρκωση της ατομικής πραγμάτωσης. Ο ποιητής αντλεί από ένα ευρύ πραγμολογικό υλικό, κάτι που συμβαίνει με τέτοιον τρόπο, ώστε να συγκροτείται εκ νέου ο ‘βιό-κοσμος’ του, προβάλλοντας στοιχεία μίας αυτό-αναφορικότητας που όμως, δεν παραμένει ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της. Διαφορετικά ειπωμένο, η ποιητική του δεν ‘στεγανοποιείται,’ αλλά, αντιθέτως, λειτουργεί ως έναυσμα διαμεσολάβησης με χαμηλόφωνα εκφρασμένες προσδοκίες, με την υπομονή ως ‘αρετή, εξαντικειμενοποιώντας το περιεχόμενο της ώστε στην ίδια εικόνα να συμπεριληφθούν η ‘Παναγία της Τήνου’[4] με το πρόσωπο που απευθύνεται σε αυτή και το οποίο δεν διακρατεί το βάρος του συμβολισμού αλλά την αίσθηση της σωματικής ‘μαρτυρίας.’
Είναι ενδεικτικό το ό,τι στο ποίημα που φέρει τον τίτλο ‘Η ανάλαφρη χαρά’ το ποιητικό περιεχόμενο διευρύνεται κατά τι, προβαίνοντας σε μία αναπαράσταση του ‘πόνου’ υπό το πρίσμα (μέγεθος) της ‘μέτρησης’ του. «Η ζυγαριά του πόνου δεν έχει ακόμη εφευρεθεί. Αν είχε κατασκευαστεί δεν θα βαστούσε η γη ολάκερη τον συμπαγή της όγκο. Σαν το σίδερο βαρύς ο πόνος. Συγγενής της ανάλαφρης χαράς».[5]
Επιχειρώντας μία ανάλυση με συγχρονικούς όρους, θα αναφέρουμε πως με άξονα την περί πόνου προβληματική όπως εκφράζεται ποιητικά, δύναται να συγκροτηθεί η ιστορία της τρέχουσας πανδημίας και ως ‘ιστορίας πόνου,’ κάτι που επιτελείται δραστικά: ο πόνος υπό την μορφή του θρήνου για τον θάνατο λαμβάνει μία διττή διάσταση. Από τη μία πλευρά εξατομικεύεται σε βαθμό που περιλαμβάνει λίγους συγγενείς (εξόδιος ακολουθία), και από την αλλά πλευρά προσλαμβάνει τους επιγενόμενους όρους μίας μαζικότητας η οποία και προσιδιάζει σε ένα υπόδειγμα μαζικότητας.
Και είναι οι μαζικοί τάφοι που ‘γράφουν’ συμβολικά την ιστορία του κορωνοϊού, φέροντας στο προσκήνιο αφηγήσεις που τείνουν να επεξεργαστούν το σημαίνον του θανάτου.
Υιοθετώντας μία γλώσσα που εγγράφει τις όψεις μίας μη-ενστικτώδους περιγραφής (το ποίημα ως ‘πράττει’ καθίσταται προϊόν περίσκεψης), ο ποιητής εναλλάσσει την παρομοίωση με την μνήμη, την δυνατότητα με την ομορφιά (του ‘αγάλματος’), την τελεολογία με την χρησιμότητα (που δεν υποπίπτει σε ‘χρησιμοθηρία), ανα-διαμορφώνοντας το πλαίσιο των ‘μικρών’ αφηγήσεων.
Αφηγήσεις που αντλώντας από έναν ενίοτε πηγαίο συναισθηματισμό που αξιώνει προθέσεις επιστροφής σε μία γλώσσα που περιβάλλει με εμπιστοσύνη την ύπαρξη, καθιστώντας τον θάνατο ‘αρχείο ζωής.’ Εάν ο Γιώργος Βέλτσος, ορμώμενος από το ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου’ του Οδυσσέα Ελύτη, ‘χτίζει’ το περίγραμμα μίας καθημερινότητας εν καιρώ πανδημίας, εγκλεισμού[6] (επιχειρώντας μία «έξοδο από τον εγκλεισμό»,[7] κατά την έκφραση του Σάββα Μιχαήλ), τότε, ο Βαγγέλης Χρόνης κατασκευάζει το περιεχόμενο μίας παροντικής καθημερινότητας ‘μικρών’ αφηγήσεων που χωρούν τα ‘θέλγητρα’ μίας ‘άλλης ζωής’. «Έπεσε το κίτρινο φύλλο νωχελικά και ανέλπιδο. Το γυμνό δέντρο έστεκε καρτερικά προσμένοντας μιαν άλλη άνοιξη. Το φύλλο δεν πόνεσε- ίσως γιατί ανέμενε την πτώση του».[8]
Οι ‘μικρές’ αφηγήσεις του ποιητή, εντός του ‘τώρα’, διατηρούν το πνεύμα του μέτρου, διαλέγονται με την προσμονή της τρέχουσας περιόδου (τι σημαίνει ‘άνοιξη; ), σχηματοποιώντας εκ νέου την κοινωνική-επαγγελματική κίνηση (κατηγορίες εργαζομένων) και το σκέπτεσθαι την περίοδο της καραντίνας. Το κοινωνικό βήμα που επιτελείται συνιστά το ίδιο ‘μικρή αφήγηση’ περί κορωνοϊού.
Οι ‘γωνίες’ της ποιητικής γλώσσας αποκαλύπτονται σταδιακά, αποκτούν ένα ιδιαίτερο βάθος που επιζητεί ή σχετίζεται με την συμμετρία, μεταβάλλοντας την κοινή συνισταμένη που θέλει τον ποιητή έναν αφηγηματικό ‘πομπό.’ Στο ‘Αρχαίο Κεραμίδι,’ ο ποιητής καθίσταται το υποκείμενο εκείνο που δίπλα στην αφήγηση του δύναται να αφήσει ‘κενά’ που ζητούν να συμπληρωθούν, διαρρέοντας παράλληλα ταυτίσεις και επικρίσεις. Εντός αυτού, ποιο χώρο καταλαμβάνει η πανδημία;
Η ποιητική συλλογή λειτουργεί ως ‘μικρή αφήγηση’ η ίδια, διακρινόμενη από ‘ίχνη’ ενδεχομενικότητας, χρήσης λέξεων καθημερινών που δεν ‘αλλάζουν σήμανση.’ Η συλλογή προβάλλει τις αντιφάσεις της κρίσης, δίχως να επιλέγει, αλλά, αντιθέτως, να διατηρεί. «Σαν βυζαντινοί αμανέδες τα ηλιοβασιλέματα. Γεμάτα καημό αλλά και ελπίδα για τη χαραυγή. Φως ιλαρό αγίας δόξης ακόμη και για μέρες συννεφιασμένες ή για νύχτες σκοτεινές που θα ‘ρθουν».[9] Το ποιητικό πράττειν προσφέρει χώρο για την ανάδυση, σταδιακά και μη, ‘μικρών’ αφηγήσεων για την πανδημία, που εκφράζονται μέσα σε σπίτια.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Σωτήρης Παναγιώτης, ‘Να σκεφτούμε πέρα από τον φόβο,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 05/05/2020, σελ. 6.
[2] Βλέπε σχετικά, Καμύ Αλμπέρ, ‘Προτροπή στους γιατρούς της πανούκλας,’ Περιέχεται στην εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ φύλλο της 03/05/2020, σελ. Α24-25. Αποτελώντας ένα ουσιώδες κάλεσμα προς τους γιατρούς που σπεύδουν να αντιμετωπίσουν την πανούκλα, το κείμενο του Καμύ, φέρει έντονα ρασιοναλιστικά χαρακτηριστικά, αποδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα, πέραν του μέτρου (η Αριστοτελική ‘μεσότητα’) σε ό,τι δύναται να αποκληθεί συναισθηματική ευφυΐα. Είναι χαρακτηριστικό δε το γεγονός ό,τι η πανούκλα στο κείμενο του Καμύ αναπαρίσταται με τους όρους του ‘μείζονος θανατικού.’ Ως προς αυτό, αξίζει να σημειωθεί, πως ο όρος «Μαύρος Θάνατος» ως περιγραφικός της πανούκλας «εισήχθη μόνο κατά τον 19ο αιώνα», όπως επισημαίνει ο Κώστας Κωστής. Βλέπε σχετικά, Κωστής Κώστας, ‘Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας,’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, Αθήνα, 2013, σελ. 47. Για την προέλευση του όρου, βλέπε Hecker J.F.E, ‘Der Schwarze tod in vierzehnten Jahrhundert,’ Berlin, 1932.
[3] Βλέπε σχετικά, Καμύ Αλμπέρ, ‘Προτροπή στους γιατρούς της πανούκλας…ό.π.
[4] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Το τάμα του Εύμναστου,’ Ποιητική Συλλογή, ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι,’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2018, σελ. 24.
[5] Βλέπε σχετικά, ‘Η Ανάλαφρη χαρά…ό.π., σελ. 8. Προβαίνοντας σε μία τυπολογία περί συναισθημάτων, ο ποιητής εντάσσει τον πόνο στην ίδια κατηγορία («συγγενής») της «ανάλαφρης χαράς» που δίνει και τον τίτλο στο ποίημα.
[6] Βλέπε σχετικά, Βέλτσος Γιώργος, ‘Ποιήματα. Από τον ερχομό στο πάθος,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ Ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο,’ 2-3/05/2020, σελ. 6. Η κρίση και δη η πανδημική κρίση, ονομάζεται μέσω μίας έγκλησης που αναγνωρίζει πρωταρχικά, το ‘διαμοιρασμό’ της.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Τέχνη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 129.
[8] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Το ανέλπιδο φύλλο…ό.π., σελ. 21.
[9] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης ‘Βυζαντινοί αμανέδες…ό.π., σελ. 46.
0 Σχόλια