Ήταν το δεύτερο πρώτο της φιλί, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια γάμου της. Τα χείλη της έμειναν ψιλοανοιχτά, ενώ απ’ το μούδιασμά τους είχε την αίσθηση πως είχαν παραφουσκώσει. Είχε την αίσθηση ενός ρουφήγματός τους από μια απορροφητική δύναμη και το αντίθετο, πως αυτά ρουφούσαν κάτι μαλακό, σαρκώδες, ζεστό, μέχρι την επιθυμία να ρουφήξουν την ίδια.
Αναστατωμένη απ’ αυτήν την αμφίρροπη καταβροχθητική ισχύ, ξαναστράφηκε στον υπολογιστή, κλικάροντας εκεί, όπου είχε εισπράξει το πρώτο της φιλί. Το πρώτο φιλί, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια γάμου! Ήταν στα καλά της; Τι ήταν αυτή η τόσο παράλογη ομολογία, που υπερέβαινε και την ίδια την ανοησία;
Μήπως ονειρεύεσαι ακόμη εκείνο το παρελθόν;
Τι πράγμα; Είσαι πιο ξάγρυπνη από ποτέ; Είσαι η ίδια και έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, που, πέρα από κάθε όνειρο και φαντασία, τολμάς να αποκαλείς σήμερα “πρώτο φιλί” αυτό που, μόλις προ ολίγου, εισέπραξες και αισθάνθηκες;
Πού, πώς, από ποιον;
Είσαι μόνη, ολομόναχη αυτή τη στιγμή. Και προ ολίγου έτσι ήσουν. Εσύ με τον εαυτό σου, απέναντι σε ένα άψυχο κομπιούτερ, που αρκεί ένα “κλικ” να τον κάνει να σιωπήσει.
Τα χείλη σου είναι ακόμη ψιλοανοιχτά, μουδιασμένα, φουσκωμένα, που ρουφούν και ρουφιούνται, τρέμοντας σύγκορμη.
Φύγε, φύγε από κει, απ’ αυτό το δαιμόνιο κομπιούτερ που σε έκανε να πεις στον εαυτό σου την πιο παράλογη ομολογία για το πρώτο φιλί!
Δεν μπορείς να φύγεις; Αλήθεια;
***
Ω, Θεέ μου, τι συμβαίνει με μένα; Εγώ είμαι; Μα τα χείλη, δικά μου είναι; Το φιλί με αυτά τα χείλη δόθηκε; Και το τρέμουλο; Το σώμα μου τρέμει και σπαρταρά; Όχι, όχι, δεν έχω τρελαθεί, εφόσον αναρωτιέμαι. Και ο εαυτός μου τι έπαθε και δε μου αποκρίνεται;
Τι με κοιτάς έτσι, βρε; Σαν χαζούλης! Τρελάθηκες, μήπως;
***
Ξανά κλικάρισμα εκεί όπου, προ ολίγου, τα χείλη φιλήθηκαν, μούδιασαν, φούσκωσαν… Τίποτα. Αυτό ήταν.
Τι θες άλλο; Λησμόνησες; Όπως τότε που φιλήθηκες πρώτη φορά.
Εκείνος έφυγε. Έφυγες και εσύ. Και δεν έκλεισες μάτι όλο το βράδυ.
Τα χείλη ήταν πιο ξάγρυπνα από εσένα. Έτσι, ολίγον χάσκοντα, μουδιασμένα, φουσκωμένα…
Να, όπως τώρα.
Ωχ, όχι! Δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα η ίδια αίσθηση στα άκρα των δεκαπέντε χρόνων! Το πρώτο φιλί δεν έχει δεύτερο που θα θεωρηθεί και πάλι πρώτο. Μένει το μοναδικό πρώτο, ανεπανάληπτο. Διότι ήταν το πρώτο, το «πρώτο» πρώτο. Πριν απ’ αυτό ήταν το τίποτα, το άγνωστο. Μετά το τίποτα και το άγνωστο, ήταν αυτό με τη μοναδική αρχή. Και η αρχή είναι μία, μόνο μία. Μετά απ’ αυτό δε θεωρείται πια αρχή.
Τι πράγμα; Υπάρχει και άλλο πρώτο μετά το χιλιοστό, το δεκάκις χιλιοστό, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια αναρίθμητων φιλιών;
Ανοησία! Υπερ – ανοησία! Παραφροσύνη! Υπερ – παραφροσύνη!
Άστε με ήσυχο τότε, στα παράλογα και παράφρονα “υπέρ” μου. Αυτά δε με υποχρεώνουν να αλλάξω αυτό που είπα και αισθάνθηκα λίγο νωρίτερα. Προ ολίγου, λοιπόν, εισέπραξα το πρώτο φιλί!
***
Εντάξει, εντάξει, αποδεχόμαστε αυτήν την κατάσταση. Ίσως, προ ολίγου, εσύ με εκείνον τον δικό σου βρεθήκατε σ’ αυτήν την κατάσταση αισθησιασμού και απόλαυσης που, καθώς φιλιόσασταν, σας γύρισε δεκαπέντε χρόνια πίσω. Οτιδήποτε άλλο, τη στιγμή εκείνη, δεν υπήρχε μεταξύ σας, πέρα από εκείνο το φιλί.
***
Τι λέτε; Θεωρίες ψυχανάλυσης μου κάνετε τώρα; Τώρα που είμαι μόνη μου, ολομόναχη σας λέω και μόλις που αισθάνθηκα το πρώτο φιλί! Ούτε στον ύπνο ούτε σε φαντασίωση ούτε σε ύπνωση ήμουν.
Σιωπάτε τώρα; Καλύτερα. Τι μπορείτε να πείτε περισσότερο απ’ τα βιβλία; Διότι και τα βιβλία αδυνατούν να πουν περισσότερα απ’ την πραγματικότητα, εκτός απ’ αυτά με παραμύθια και φαντασία.
Εγώ, όμως, δε λέω κάποιο παραμύθι ή κάποια φαντασίωση. Είμαι τόσο εντός, όσο και εκτός των βιβλίων σας, διότι είμαι τόσο εντός, όσο και εκτός του πραγματικού. Εκτός εκείνου του πραγματικού που ενυπάρχει κάπου μέσα μας και αποκτά τις διαστάσεις του ιδεατού. Εγώ μόλις άγγιξα, μόλις δοκίμασα αυτήν την πραγματικότητα του ιδεατού. Και αυτό ήταν έτσι, όπως το είπα εκείνη τη στιγμή του αγγίγματος, πρώτο φιλί.
Καταλάβατε τώρα;
Να που υπάρχουν δύο πρώτα, διότι υπάρχουν δύο πραγματικότητες στον ίδιο άνθρωπο. Και αυτός ο άνθρωπος, αυτή τη φορά, είμαι εγώ. Αύριο μπορεί να είναι κάποιος από σας. Το ξέρω ότι η απτή πραγματικότητα της ηθικής θα κάνει ό,τι έκανε εδώ και χιλιάδες χρόνια, απ’ την εποχή του μήλου τής Εύας, την ενοχοποίηση για αμαρτία.
Αξίζω κάτι τέτοιο, σύμφωνα μ’ αυτήν την πραγματικότητα. Εγώ ξεπέρασα την Εύα. Εγώ, προ ολίγου, αμάρτησα χειρότερα απ’ την Εύα. Και συνεχίζω να αμαρτάνω με το τρέμουλό μου. Εγώ είμαι η άλλη Εύα, η βρώμικη, η ανήθικη, η πόρνη, η πουτάνα, η μοιχαλίδα… Έχετε άλλα να μου προσάψετε;
Παρ’ όλα αυτά, εγώ, η έντιμη για σας, πριν απ’ το προ ολίγου, θα συνεχίσω να λέω το ίδιο πράγμα, ακόμη και αν με αποκεφαλίσετε στη μεσαιωνική γκιλοτίνα. Προ ολίγου, αισθάνθηκα πράγματι το πρώτο μου φιλί!
***
Αίσχος!
Ανηθικότητα!
Αμαρτία!
Προδοσία!
Δε μετανιώνω, όπως δεν έχω μετανιώσει για το πραγματικά πρώτο φιλί. Διότι, έτσι όπως τότε, και προ ολίγου ήμουν η παρθένα, η ανέγγιχτη, η αφίλητη από κανέναν. Η γκιλοτίνα σας θα αποκεφαλίσει μια αμαρτωλή για το διπλό της αμάρτημα, αλλά και μια αθώα για τη διπλή της αθωότητα. Αυτά είναι και τα τελευταία λόγια μου ενώπιόν σας. Αυτά θα είναι και εκεί, στην κρίση του Άδη.
***
Το αποκομμένο απ’ το κεφάλι σώμα συνέχισε να τρέμει και να σπαρταρά μέσα απ’ την αίσθηση ενός ευφρόσυνου συναπαντήματος με τον θάνατο.
Μετάφραση: Νίκος Αναγνώστου
Διήγημα από το μυθιστόρημα «Το κάστρο των σκιών»
_
γράφει ο Έντμοντ – Ανδρέας Σαλβάρης
Σας ευχαριστώ πολύ, κ.Βασίλειος Μαντικός!
… να είστε πάντα καλά, κε Σαλβάρη!