Στο γραφείο μου είναι μια κούπα καφές φουντούκι που μοσχοβολάει αχνιστός.
Πρωί. Στα σπίτια απέναντι, τα αλουμίνια ξεσκεπάζονται, οι γλάστρες κλέβουν λίγο ήλιο και τα πατάκια ξαπλώνουν στα τσιμέντα. Στα φανάρια της διασταύρωσης, τα λεωφορεία αναστενάζουν και τα δάχτυλα των οδηγών συγκρατούν ράθυμα το πρώτο Marlboro. Η κούπα μου έχει πάνω ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα, μια σφραγίδα με κάτι ακαταλαβίστικα ασημένια γράμματα και δυο λιανά περιστέρια σε μπορντούρα. Σηκώνω να πιώ κι από κάτω, στο τζάμι, μένει ένα ψιλό στεφάνι καφεΐνης. Πάλι ξέχασα το σουβέρ.
-Καλημέρα γείτονα!
-Καλημέρα και σ’ εσένα. Τα σέβη μου στη σύζυγο.
-Ευχαρίστως.
Κάθε μας μέρα σε τούτη τη γη, είναι κάτι μοναδικό. Δε θα ξανάρθει. Αυτή είναι μια συνθήκη νομοτελειακή. Ό,τι κι αν δείχνει το ημερολόγιο στον τοίχο, οι άνθρωποι είμαστε πάντα κατά 24 ώρες γηραιότεροι απ’ την προηγούμενη μέρα, και κατά 24 ώρες νεότεροι απ’ την επομένη. Ξεχείλωμα ή συρρίκνωση του χρόνου δεν κατάφερε κανένας ποτέ. Μόνο στα όνειρα μπορούμε να παζαρέψουμε μ’ αυτή την ακατάλυτη παγκόσμια σταθερά: να τη λυγίσουμε υπέρ μας ή εναντίον μας, να τη συμπληρώσουμε ή να την αποδομήσουμε και τελικώς να την ξαναχτίσουμε στα μέτρα μας. Στα όνειρα, οι φυσικοί νόμοι δημιουργούνται ή ενισχύονται, υποχωρούν ή διαλύονται. Δεν υπάρχει τίποτα το μη υλοποιήσιμο. Γινόμαστε καθρέφτες του εαυτού μας και των άλλων, και αποκτούμε επιρροή σε ό,τι μας τραυμάτισε. Το όνειρο είναι μία δεύτερη ζωή, παράλληλη με την πρώτη, που αναβιώνει τα κακώς κείμενα και -αν μπορεί- τα αποκαθιστά, ρίχνοντας μετά δυο στάλες betadine στην πληγή και ξανακλείνοντας τον επίδεσμο, σφιχτά, κάτω απ’ το μαξιλάρι.
Βουτάω ένα κουλουράκι κι ανοίγω το ραδιόφωνο. Δευτέρα πρωί. Τηλεόραση έχω μέρες να βάλω, δεν αντέχω στα κανάλια τους τσακωμούς, τη γκρίνια, την καταστροφολογία και το κιτρίνισμα στο βωμό της τηλεθέασης. Σκέφτομαι σοβαρά να πουλήσω τη Sony μου, και με τα λεφτά αυτά να ομορφύνω λίγο την αυλή μου: θ’ αγοράσω κάμποσα γλαστράκια σομόν και θα φυτέψω μέσα βιολέτες, αζαλέες, γαρίφαλα και ζέρμπερες. Ύστερα, θα στρώσω χάμω πέτρες χρωματιστές, βγαλμένες απ’ τη ραχοκοκαλιά της θάλασσας, και θα τις περάσω γυαλιστικό βερνίκι ν’ αντέχουν στον ήλιο. Θα πάρω και δυο κιλά μπογιά να βάψω τη μάντρα μου ροζ, πορτοκαλί και κίτρινο. Θα αγοράσω μετά ένα χοντρό χνουδωτό πατάκι «Welcome», ένα μεγάλο σκυλόσπιτο κι έναν χρυσαφένιο μούργο να μου δαγκώνει τις ελβιέλες όταν έρχομαι κουρασμένη απ’ τη δουλειά. Αν μου περισσέψουν κι άλλα λεφτά, θα διαλέξω μια αγκαλιά παιχνίδια και θα τα πάω σ’ ένα ίδρυμα με παιδιά. Έτσι, η τηλεόρασή μου θα ‘χει πιάσει τόπο.
Πάλι αφαιρέθηκα. Το στεφάνι της καφεΐνης απέκτησε παρέα στο τζάμι του γραφείου μου: έγινε τρία, τέσσερα, οχτώ, έντεκα στεφάνια το ένα πάνω στ’ άλλο. Ξαναγεμίζω την κούπα. «Χαλιά, μοκέτες, παπλωματοθήκες, μαξιλαροθήκες, πετσέτες κουζίνας και μπάνιου, όλα 5 ευρώ. Μπρίκια, κατσαρολικά, μαχαιροπίρουνα, όλα 3 ευρώ. Ευκαιρία! Πάρτε κόσμε, πάρτε!» Σπρώχνω το κουρτινάκι μου και κοιτάζω έξω: ένας τσιγγάνος βγάζει τον επιούσιο διαλαλώντας την πραμάτεια του μέσα σ’ ένα χιλιογρατσουνισμένο άσπρο Toyota, και στα διαλείμματα κλείνει τη ντουντούκα κι ακούει σκυλάδικα. Το διασκεδάζει τόσο, που με πιάνουν τα γέλια. Αλήθεια, πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς χιούμορ; Κοιτάζομαι στον καθρέφτη: είμαι όμορφη όταν γελάω. Μου αρέσω. Μ’ αγαπάω. Θα με προσέχω.
Ρίχνω Palmolive στο σφουγγάρι, πλένω, τακτοποιώ στα ντουλάπια. Ετοιμάζομαι για το γραφείο. Τα κουμπιά κάτω-κάτω στο λευκό μου πουκάμισο δεν κλείνουν πια. Το βράδυ χθες, ο μικρός μού ζήτησε ποπ κορν. Το δωμάτιό του, από τώρα βαμμένο μπλε στην άκρη της γκαρσονιέρας, τον περιμένει ήδη εδώ και τέσσερις μήνες.
Θα μάθω στον γιο μου ν’ αγαπάει τη ζωή, με τα καλά της και με τα στραβά της. Τι θα πει αγάπη για τον εαυτό και για τον πλησίον, αλλά και πώς να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι. Να εμπιστεύεται, αλλά και να προστατεύεται. Θα του μάθω τι θα πει ευγνωμοσύνη, ακεραιότητα, ειλικρίνεια, φιλότιμο, μοίρασμα, αλλά και σπιρτάδα, αυτοπεποίθηση, ανεξαρτησία, δύναμη, θάρρος. Θα του μάθω να γελάει, στα εύκολα και στα δύσκολα. Κι όταν θα ‘ναι πια έτοιμος να πετάξει μακριά, θ’ ανοίξω τις χούφτες μου και θα του χαρίσω την ευχή μου, μαζί με το πολυτιμότερο αγαθό: την ελευθερία του.
Ξυπνητήρι.
Όνειρο ήταν.
Σηκώνομαι, βάζω την καφετιέρα στην πρίζα.
Σε λίγο, στο γραφείο μου είναι μια κούπα καφές φουντούκι που μοσχοβολάει αχνιστός.
Οχτώ παρά πέντε το πρωί. Στα σπίτια απέναντι, τα αλουμίνια ξεσκεπάζονται, οι γλάστρες κλέβουν λίγο ήλιο και τα πατάκια ξαπλώνουν στα τσιμέντα. Στα φανάρια της διασταύρωσης, τα λεωφορεία αναστενάζουν και τα δάχτυλα των οδηγών συγκρατούν ράθυμα το πρώτο Marlboro.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια