Αχτινοβόλησε ξανά η χαρά του οικοδεσπότη. Δέθηκε η αγάπη με την πράξη και άνοίχτηκε η πόρτα, χύθηκαν τα λόγια. Χείμαρρος ορμητικός κυλούσε η καλοσύνη και τα παιδιά ζεστάθηκαν από το γέλιο που αντηχούσε εντός του μικρού σπιτιού, του φτωχικά ντυμένου με τους τέσσερις τοίχους πλαγιαστά κλεισμένους. Εκεί ήταν που γεννήθηκε το κλάμα ενός μωρού. Στο διπλανό αρχοντικό, ξεφάντωμα αντηχούσε. Νύχτα τρανή. Βουτήξτε στη θαλπωρή που παρέχει η απόλαυση της πλαδαρής ζωής. Φώτα, κοσμήματα που αστράφτουν, πανάκριβα δώρα, λαχταριστά φαγητά. Μόνο που εδώ δεν ακούστηκε το κλάμα. Ίσως να μην προγραμματίζονταν γεννητούρια στον οίκο της χλιδής. Ίσως να μη θυμόντουσαν για ποιά γεννέθλια ψάλλει απόψε όλη η Γη. Όμως, δεν έμαθαν ποτέ για το βρέφος της διπλανής πόρτας. Γεννήθηκε μια νύχτα σιωπηλή, εκεί που η οικοδέσποινα ευχαρίστησε τον άστεγο και τα επτά ξεχασμένα αδέρφια που ήρθαν και έφαγαν μαζί την ώρα που γεννιόταν ο Λυτρωτής.
_
γράφει η Μαρία Καντάνη
0 Σχόλια