-Τον γνωρίζατε; τη ρώτησε με μια δυνατή φωνή ένας κύριος κοντά στα 55 με μαύρο κουστούμι περιμένοντας ανυπόμονα να γυρίσει προς το μέρος του.
-Ναι… του απάντησε λίγο διστακτικά, γυρίζοντας απότομα το κεφάλι της αφού της είχε κόψει με μαχαίρι τις σκέψεις που έκανε τόση ώρα.
-Ήσασταν φίλοι; τη ρώτησε πιο μαλακά προσπαθώντας να πιάσει μια φιλική κουβέντα μαζί της. Τα υγρά σακουλιασμένα της μάτια δεν αφήναν κανένα περιθώριο για μια πιο σκληρή κουβέντα. Ήταν φανερά συντετριμμένη.
-Ναι… κατά μία έννοια ναι… είπε σα να ντρεπόταν.
-Όλοι κατά μία έννοια είμαστε φίλοι, αν είμαστε δεσποινίς μου.
-Κυρία…
-Κυρία… έστω, της είπε κάνοντας μια παύση για λίγο και συνέχισε. Πόσο αληθινοί είμαστε απέναντι στον άλλον; Όσο μας αφήνουν οι περιστάσεις, ο χαρακτήρας μας, οι άλλοι… είπε με ένα βλέμμα χαμένο στο κενό.
-Πράγματι… δίκιο έχετε, είπε κοιτάζοντας μαζί του στην ίδια μεριά.
-Ξέρετε, κι εγώ κατά μία έννοια ήμουν φίλος μαζί του. Είχαμε κάνει τόσες και τόσες συζητήσεις κάτι παγωμένα βράδια πίνοντας τσάι με κονιάκ. Είχε πάντα ένα κονιάκ στο σπίτι. Και πάντα από τα καλά. Ακόμα και όταν δεν είχε δίφραγκο στην τσέπη, είχε ένα καλό μπουκάλι κονιάκ να τον περιμένει στο σπίτι.
-Για να ξεχαστεί… είπε και σκούπισε ένα δάκρυ βιαστικά με το χέρι της.
-Για να ξεχαστεί λέτε, ε; Εγώ νομίζω ότι του άρεσε να πίνει και να φιλοσοφεί.
-Για να ξεχαστεί… ξαναείπε γυρίζοντάς του την πλάτη.
-Για να ξεχαστεί λοιπόν… είπε ελαφριά ενοχλημένος, αλλά συνέχισε. Το τι μου είχε πει δε λέγεται. Πόσες θεωρίες και θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου, τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορώ να πω ότι ήταν λιγάκι ισοπεδωτικός!
-Αληθινός… είπε χωρίς να τον κοιτάξει.
-Αν είναι αλήθεια ο μηδενισμός των θεωριών ύπαρξής μας… ε τότε ναι… υπήρξε αληθινός!
-Ειλικρινής. Με τον εαυτό του και με τους άλλους, είπε και γύρισε να τον κοιτάξει με ένα μικρό χαμόγελο. Ήταν σίγουρο ότι θυμόταν κάποιες στιγμές μαζί του. Ταξίδευε στο χρόνο και αυτό έφτιαχνε στο πρόσωπό της το χάρτη των εκφράσεων που είχε δώσει στις δικές τους κουβέντες
-Ναι… ίσως… Μπορεί. Ποιος είναι απόλυτα ειλικρινής…
-Κανείς… Απλά εκείνος προσπαθούσε περισσότερο από το μέσο όρο. Ή μάλλον όχι δεν προσπαθούσε. Είχε μάθει να είναι. Παρουσίαζε έναν εαυτό χωρίς προσωπεία. Ποιος έρχεται πλέον κοντά μας με ένα αληθινό πρόσωπο. Δείτε εσάς. Με πλησιάσατε φιλικά σα να με ξέρετε. Είπατε πως τον είχατε φίλο μα μέσα σε λίγες προτάσεις, αποδείξατε το αντίθετο. Η φιλία αναγνωρίζει την ειλικρίνεια. Την αυθεντικότητα. Και την αγαπά. Δεν αγαπά απλά τα αστεράτα μπουκάλια από κονιάκ και τις ώρες δίπλα από το τζάκι. Οι κουβέντες είναι που αγαπά. Οι αλήθειες, εκείνες οι βραδινές… Οι ξεγυμνωμένες από τα ρούχα της υποκρισίας που φοράμε συχνά…
-Με αδικείτε κυρία μου. Μα δε θα σας θυμώσω. Αναγνωρίζω τον πόνο σας. Οι απώλειες μάς κάνουν πληγές. Μας γεμίζουν από ουλές που πονάνε στους καιρούς… είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε αν και ήταν αρκετά εκνευρισμένος με την γυναικεία παρουσία που ήταν αναγκασμένος να υποστεί για άλλο λίγο ακόμα τουλάχιστον.
-Σας ζητώ συγγνώμη. Ίσως και να έχετε δίκιο. Νιώθω όμως την ανάγκη να τον υπερασπιστώ.
-Να ρωτήσω κάτι αδιάκριτο κυρία μου; τη ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά.
-Εσείς μπορείτε να ρωτήσετε, εγώ θα το σκεφτώ αν θα πρέπει να σας απαντήσω. Ελεύθερα λοιπόν.
-Απαντάτε σαν εκείνον…
-Αλήθεια; είπε και σχημάτισε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
-Γιατί δεν πλησιάσατε;
-Πού; Εκεί; ρώτησε με μια απέχθεια.
-Ναι…
-Να κάνω τι;
-Να δείτε από κοντά…
-Τι να δω; ρώτησε έντονα.
-Τους δικούς του…
-Τους δικούς του; Ποιους δικούς του; Λίγους είχε και τους είχε χάσει. Κι έναν που νόμιζε για δικό του, αν και του έφερνα πολλές φορές αντιρρήσεις, δεν τον είδα καν σήμερα εδώ. Φαίνεται θα ήταν πολύ απασχολημένος για να παραστεί.
-Νομίζω πως είστε υπερβολική. Η γυναίκα του…
-Ποια από όλες;
-Η τελευταία του γυναίκα…
-Πρώην.
-Ναι πρώην έστω… ήταν μαραζωμένη.
-Δεν ήταν τόσο μαραζωμένη όταν τη βρήκε να τον απατά στο ίδιο τους το σπίτι.
-Μια κακή στιγμή, προσπάθησε να τη δικαιολογήσει.
Σε όλη τη διάρκεια της τελετής δεν έβγαζε εξάλλου τα μάτια του από πάνω της. Φορούσε ένα μαύρο δαντελωτό σάλι, με τα μακριά ξανθιά μαλλιά της να ξεχειλίζουν από παντού. Τα κόκκινα χείλη της, που δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τα βάψει μια τέτοια μέρα, ξεπρόβαλαν μέσα από το μικρό της μαύρο καπέλο με το τούλι στο πρόσωπο. Μια μελαγχολική νεράιδα ήταν στα μάτια του. Και την ποθούσε από τότε που την είχε παντρευτεί ο… φίλος του. Όταν χώρισαν, άρχισε ήδη να σχεδιάζει πώς θα την πλησιάσει. Μα ήρθαν τα γεγονότα και είπε να το αφήσει λίγο πιο μετά. Να κρατήσει τα προσχήματα.
-Μια κακή εποχή… είπε θυμωμένη διακόπτοντας τις αχόρταγες σκέψεις του.
-Ακόμα και αν ήταν όλοι αυτοί που λέτε, οι αδιάφοροι, εσείς έπρεπε να ήσασταν κοντά του αφού τόσο πολύ τον αγαπούσατε.
-Κι εσείς πού το ξέρετε ότι τον αγαπούσα; του είπε βγάζοντας σχεδόν τα νύχια της.
-Ηλίου φαεινότερο κυρία μου! είπε γελώντας.
-Μάλιστα… δε θα φέρω αντίρρηση. Εξάλλου είστε εδώ δίπλα μου γιατί γνωρίζετε αρκετά. Και σύντομα θα μάθω και το λόγο της παρουσίας σας.
-Ναι… δίκιο έχετε, είπε και έβγαλε ένα φάκελο από την τσάντα του. Καιρός να φτάσουμε στο ψητό. Στα χέρια μου κρατάω ένα κομμάτι από το φίλο σας.
-Ορίστε; είπε και τον κοίταξε με λαχτάρα να δει κάτι δικό του τώρα που τον είχε χάσει για πάντα…
-Μου είπε να σας το παραδώσω ιδιοχείρως. Να μην ταχυδρομηθεί, ούτε να δοθεί σε κάποιον άλλον, μου τόνισε. Μάλλον πως δε θα ήθελε να το λάβει ο… κύριος της υπόθεσης ε; ειπε γελώντας πονηρά.
-Ο κύριος της υπόθεσης; Τι εννοείτε;
-Αναφέρομαι στον άντρα σας, κυρία μου.
-Δε σας επιτρέπω!
-Δίκιο έχετε… Ζητώ συγγνώμη. Είναι που μπλέχτηκα σε κάτι τόσο προσωπικό… και άθελά μου γίνομαι κομμάτι της δικής σας ιστορίας…
-Τι περιέχει αυτός ο φάκελος; ρώτησε με αγωνία.
-Ένα βιβλίο… της είπε δήθεν αδιάφορα αλλά με ένα μικρό μειδίαμα αρκετά φανερό για να την κάνει να αγωνιά περισσότερο.
-Μπορώ να το έχω;
-Ναι ναι… βεβαιως…ορίστε. Δε θέλω να σας κρατώ άλλο σε αγωνία. Και αυτό, είπε και έβγαλε έναν άλλο μικρό φάκελο συνοδεύει το δώρο σας.
-Ευχαριστώ, είπε συγκινημένη και άρπαξε και τα δύο στα χέρια της.
Ο μικρός φάκελος ήταν ήδη ανοιγμένος. Το ήξερε ότι τον είχε ανοίξει αυτός ο αηδιαστικός δικηγόρος, αλλά δεν την ένοιαζε. Σημασία είχε πια ότι είχε κάτι από εκείνον με δικά του γράμματα. Πως ο φάκελος μύριζε το άρωμά του και πως όλα όσα έγραφε ήταν για εκείνην. Περπάτησε μακριά από το νεκροταφείο, αφήνοντας την εκνευριστική φιγούρα που είχε τόση ώρα υποστεί κοντά της, βρήκε ένα παγκάκι σε μια πλατεία πιο δίπλα και κάθισε αγκαλιά με τα νέα της αποκτήματα πάνω στα πόδια της. Για λίγο στάθηκε αμίλητη, σχεδόν χωρίς να αναπνέει. Απλά τα κοιτούσε. Ύστερα τα χάιδευε. Γελούσε και δάκρυζε μαζί. Έπειτα πήρε το μικρό φάκελο στα χέρια της και τον άνοιξε τρέμοντας.
«Ξέρω ότι μπορεί να με μισήσεις. Μα με μίσησες τόσες φορές που δε με πειράζει. Πόσο μάλλον τώρα που θα μισείς μία ψυχή και όχι ένα σώμα. Αυτό θα σε κάνει να μην το κατορθώσεις ποτέ. Θα θυμώσεις τόσο πολύ, το ξέρω, γιατί έχει ήδη εκδοθεί και γιατί έδωσα εντολή μόλις λάβεις το πρωτότυπο να κυκλοφορήσει σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Αυτό το δώρο ήθελα να στο κάνω καιρό. Λυπάμαι που δε θα είμαι μπροστά να βλέπω τη στραβωμένη σου έκφραση. Θα είχε πολύ γούστο το λιγότερο. Αν ακούσεις προσεκτικά, κάπου εκεί, σε κάποιο καζάνι της κόλασης -κόλασης μάτια μου δεν το συζητάμε- γελάω τόσο δυνατά που κατάφερα να σου τη φέρω έτσι! Μικρή μου, στους πεθαμένους δε χωράει ανάθεμα κι εσύ είσαι αναγκασμένη να με θυμάσαι και να με αγαπάς, για να ικανοποιήσεις τον πληγωμένο μου εγωισμό έστω και μεταθανάτια. Ίσως και να με αγαπήσεις τόσο τελικά… όσο σε αγάπησα εγώ…»
Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε τον ουρανό γελώντας.
«… για να με διαβάζεις ακόμα σημαίνει ότι δεν το άνοιξες. Αυτήν την υπομονή σου τη θαύμαζα. Εγώ το ξέρεις ήμουνα πάντα ανυπόμονος. Ιδίως με την αγάπη που σου είχα. Ναι. Την Αγάπη. Αυτήν τη λέξη που λες τόσο δύσκολα, τη ζυγίζεις και φοβάσαι να τη ζήσεις. Τη φόρεσες δήθεν βέρα και την τριγύρισες σα λάφυρο. Γλυκιά μου, βγες από το κουτί σου. Στο φωνάζει και το βιβλίο σου. Ναι Εύα, το δικό σου βιβλιο!»
Με τα λόγια αυτά, άνοιξε το φάκελο σχεδόν σχίζοντάς τον. Διάβασε ξανά και ξανά τον τίτλο του βιβλίου:
«Το κουτί της Εύας», με συγγραφέα… το όνομά της!
Έχεις τον τρόπο σου και εγώ μαθητεύω και γεμίζω τις αποσκευές μου κάθε που είμαι κοντά σου… ανεξάντλητοι οι δρόμοι της πένας σου ανεξάντλητη και η δύναμη της που μ’ αγγίζει μαγικά!!!Την αγάπη μου και την καλημέρα μου!!!Ευχαριστώ!!!
Σοφία μου, σε ευχαριστώ. Με κολακεύεις…αλλά δε νομίζω πως χρειάζεσαι υποδείξεις… Εχεις ήδη χαράξει έναν πολύ όμορφο λογοτεχνικό δρόμο…
Σου είμαι υπόχρεως που διαρκώς επιβεβαιώνεις τη βεβαιότητά μου για την ποιητική σου φλέβα…
Η εμπιστοσύνη που δείχνεις στη γραφή μου με συγκινεί Απόστολε και μου δίνει δύναμη… Σε ευχαριστώ πολύ…
Έγινα η Εύα με τον μαγικό τρόπο που γράφεις Μάχη μου!Τον θαυμασμό μου, την αγάπη μου … και την καλημέρα μου!!!!!!!
Αννα μου … σε ευχαριστώ. Μου αρέσει που μπαίνεις στο ρόλο…σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
Αστείρευτη η έμπνευσή σου, Μάχη μου. Θαυμάζω τους δρόμους της και τα σημάδια της στο χαρτί!!!! Μπράβο για ακόμη μια φορά.
Μάρθα μου σε ευχαριστώ πολύ… Καλό σου απόγευμα!
Πολύ πολύ όμορφο και ανατρεπτικό στο τέλος. Μπράβο Μάχη!
Να ‘σαι καλά Χριστίνα μου. Καλό απόγευμα και σε ευχαριστώ
Εξαιρετικο αφηγημα απο μια ποιητρια…..Συνηθως οσοι γραφουν ποιηση δεν ξερουν να αφηγουνται…..Εσυ μπορεις…κι αυτο ειναι σπουδαιο……Το απολαυσα…….
Πολυ καλο …συγχαρητηρια και γιαυτο σου το βημα….ωραια ανατροπη το δωρακι του!!!
Και καλες γιορτες να εχεις!!!
Σε ευχαριστώ Ασημίνα μου… αγαπώ τις ανατροπές.. Καλό σου βράδυ και καλές γιορτές και σε εσένα
Νίκο σε ευχαριστώ για το άκρως κολακευτικό σχόλιο. Πολύχρονος και πάλι..
Οι ιστορίες σου Μάχη, η μία καλύτερη από την άλλη. Ότι και εάν πω θα είναι φτωχό μπροστά σε όλα αυτά τα υπέροχα σχόλια. Δε θα ήταν κακό να μας διδάξεις κάποια πράγματα. Καλό σου βράδυ.
Βάσω σε ευχαριστώ… Ο καθένας εδώ έχει μια πένα που δε χρειάζεται καμιά… διδασκαλία πόσο μάλλον ερασιτεχνική… Καλό σου βράδυ!
Σε κερδίζει από την αρχή , ενώ προς το τέλος σε αποζημιώνει με ένα καρδιοχτύπι και μια ανατροπή ! Μάχη σας συγχαίρω για την υπέροχη δουλειά !
Ευχαριστώ πολύ! Καλή εβδομάδα