Από το ανοικτό παράθυρο φάνηκε στο βάθος η θάλασσα. Το ελαφρύ αεράκι φούσκωνε ξανά και ξανά τη λευκή κουρτίνα. Πλησίασε το περβάζι, άπλωσε τα χέρια της και την τράβηξε παράμερα. Τα μάτια μίκρυναν. Είδε ξανά εκείνη την παραλία, τα ίχνη της πάνω στην υγρή άμμο, τα μαλλιά της λυτά να πηγαίνουν μια από δω και μια από κει. Το καπέλο που γλιστρά και πέφτει, ποτέ της δεν το έδενε, της άρεζε να αφήνει τις κορδέλες του να κρέμονται στις άκρες του προσώπου. Κι εκεί που το κυνηγά και το πιάνει ανάμεσα στα άσπρα βότσαλα, το βλέπει. Το παίρνει στα χέρια της, το κοιτά με έκπληξη κι ύστερα το κλείνει στην παλάμη.
Τα κλάματα τα άκουσε πριν μπει στην αυλή. Κάτω από το πεύκο τη βλέπει που κλαίει. Τα χέρια, μικρές μπουνιές, τρίβουν τα μάτια χωρίς σταματημό κι αυτά δεν κοιτούν τον άνδρα που μιλάει. Την πλησιάζει, της χαϊδεύει τα μαλλιά και της παίρνει τις μικρές σταγόνες που ακόμη κυλούν στο μάγουλο.
-Έλα, μην κλαις. Κοίτα, κοίτα τι έχω εδώ για σένα. Της δείχνει την κλειστή χούφτα, ανοίγει τα δάχτυλα ένα- ένα σιγά- σιγά.
-Για σένα, της λέει. Και αυτή σταματάει να κλαίει. Το μικρό δυσεύρετο θαλασσινό κοχύλι τηλεφώνησε χθες.
-Μαμά, θα έρθω αύριο με τον Μάνο. Ήρθε ο καιρός να τον γνωρίσεις. Κι είναι μια ώρα τώρα που κάθεται κάτω από το πεύκο της αυλής και περιμένει. Ανοίγει την παλάμη, τα μάτια θαμπώνουν. Η φωνή της μόλις που ακούγεται.
– Μα πώς μεγάλωσε τόσο πολύ αυτό το κοχύλι;
_
γράφει η Σεβαστή Κωνσταντινίδου
Πολύ όμορφη και τρυφερή η ιστορία σας! Καλώς ήρθατε!
Σας ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι σε αυτό τον φιλόξενο χώρο!
Ευχαριστώ πολύ την Άννα Μάλαμα που ασχολήθηκε με το κειμενάκι μου!
Καλώς ήρθατε κι από εμένα…τρυφερή και ομορφογραμένη η μικρή σας ιστορία, μπράβο σας!!!!
Χαίρομαι που σας άρεσε!