Ύψος:1.63 το πολύ. (Για τα σημερινά δεδομένα απελπιστικά κοντός).
Αδύνατος. Όχι κοκαλιάρης.
Μαλλιά μαύρα, μακρυά και ίσια.
Μυαλό ξυράφι.
Μάτια πρασινογάλανα και μεγάλα, που θαρρείς και έπιαναν το μισό του πρόσωπο.
Γυαλιά αιωνίως με ραγισμένα τζάμια. Μόλις τα άλλαζε, την αμέσως επόμενη στιγμή συνέβαινε κάτι και δεν απόφευγε τη ζημιά.
Οι κοπέλες του γραφείου τον είχαν υπό την προστασία τους.
Έτσι αθώα χαζούλης που φαινόταν, τους ξυπνούσε το μητρικό ένστικτο, που η γυναίκα το έχει από τη στιγμή που αρχίζει να περπατά και να καταλαβαίνει τον κόσμο, χωρίς ποτέ κανείς να της το έχει διδάξει αυτό. Το ορμέμφυτο είναι ζωηρό και γι’ αυτό βλέπεις κοριτσάκια δίχρονα να παίζουν με την κούκλα και να προσποιούνται τη μαμά.
Τους το δίδαξε κανείς αυτό;
Θα μου πεις ίσως να μιμούνται τη φροντίδα της μάνας τους σε αυτά τα ίδια. Ε, μα τότε γιατί δεν κάνουν το ίδιο και τα αγοράκια;
Όταν τον πρωτοέβλεπες, έτσι όπως ήταν μονίμως με ένα χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη και με χαμηλωμένα μάτια σαν σου μιλούσε, αμφέβαλες για τη διανοητική του επάρκεια.
Και όταν πάλι κανείς του έλεγε:
«Τι κρίμα Γιωργάκη, τόσο ωραία μάτια να τα κρύβεις πίσω από άχαρα γυαλιά!».
Απαντούσε: «Μα κάθε τι ωραίο δεν το βάζουμε σε βιτρίνα;»
Όταν για πρώτη φορά ήρθε στο γραφείο, παρά τις περγαμηνές που κουβαλούσε που άφησαν άναυδους τους διευθυντές και ιδιοκτήτες της εταιρείας, ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Δεν έλεγε ποτέ όχι και αυτό όχι από δουλοπρέπεια αλλά από καλοσύνη και ευγένεια.
Ήταν λογιστής, και το να φτιάχνει καφέδες και να ετοιμάζει toast σαφώς και δεν ήταν μέρος των σπουδών που είχε κάνει στο Πανεπιστήμιο.
Κάποια φορά συνέβη κάτι με τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και η εφορία άρχισε κάτι περίεργα κυνηγητά.
Να ήταν σκανταλιά των αφεντικών ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ.
Αυτά τα δύο αδέλφια δούλευαν με το σταυρό στο χέρι, που λένε.
Το πιο πιθανό ήταν να έφταιγε ο Λογιστής που ναι μεν ερχόταν στην επιχείρηση δις της εβδομάδας, το έφερε όμως έτσι η συγκυρία και όταν διαπιστώθηκε το λάθος ή ‘’ατασθαλία’’, κατά την καχύποπτη εφορία, να λείπει στο εξωτερικό.
Τρελάθηκαν οι άνθρωποι.
Τον βρήκαν στο κινητό του, τον πήραν, αλλά εκ του μακρόθεν πώς να ψάξει και τι να βρει;
Τους συνέστησε έναν φίλο του ικανότατο λογιστή να κοιτάξει να δει τί συνέβη τελικά με τα έρμα τα βιβλία.
«Θα του πείτε τι ακριβώς μας έχει προσάψει η εφορία, θα του μιλήσω κι εγώ και να μην ανησυχείτε καθόλου. Τη φωλιά μας δεν την έχουμε λερωμένη, κάποιο λάθος έχει γίνει».
Μα ο άνθρωπος που ήρθε δεν κατάφερε να εντοπίσει το λάθος. Όντως τα βιβλία έδειχναν ως μη άψογα. Και οι έφοροι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ίδρωναν τα αφτιά τους από τα παράπονα διαμαρτυρίας και δεν δέχονταν φακελάκια. Άνθρωποι σωστοί… Υπάρχουν και τέτοιοι.
Και τα πράγματα στριμόκωλα, τουτέστιν, δύσκολα…
Τα αφεντικά ύποπτα και η ρετσινιά που σε λίγο θα ακουγόταν και παραέξω θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα το prestige της εταιρείας.
Από τη μια στιγμή στην άλλη έγινε η επιχείρηση άνω κάτω.
Έτσι παθαίνουν τα εμφράγματα τα τίμια και φιλότιμα, πλην ανύποπτα, ανυποψίαστα αφεντικά.
Στα Γραφεία να επικρατεί μια πρωτόγνωρη αναστάτωση που ακόμη και οι πιο παλιοί υπάλληλοι δεν θυμούνταν να έχουν ξαναζήσει.
Κάποια ευλογημένη στιγμή πετάγεται ο Γιωργάκης την ώρα που σέρβιρε καφέδες στα αφεντικά κατά τη διάρκεια ενός κρίσιμου meeting με τους διευθυντές των διαφόρων τμημάτων και τολμά να πει με τα υπέροχα μάτια του κατεβασμένα σαν ντροπαλή αρσακειάδα της δεκαετίας του 1930:
«Με συγχωρείς αφεντικό μπορώ να ρίξω μια ματιά στα βιβλία μας κι εγώ;»
«Άσε μας βρε Γιωργάκη. Τι να βρεις; Εδώ πνιγόμαστε και το καραμπινάτο λάθος που ελπίζαμε να βρούμε δεν το βρήκαν οι έμπειροι λογιστές. Θα το βρεις εσύ;»
Είδε το Γιωργάκη που κατακόκκινος από την απαξίωση έκανε μεταβολή και έφυγε.
Το αφεντικό όμως ήταν άτομο με ευαισθησίες και τους υπαλλήλους του τους σεβόταν όπως και ο αδελφός του και μετάνιωσε για τα αυθόρμητα προσβλητικά λόγια που είπε στο νεαρό.
Θυμήθηκε ότι ο νεαρός ήταν λογιστής αλλά θέση λογιστή στην εταιρεία δεν είχε αναλάβει ποτέ.
Στέλνει και τον καλούν να γυρίσει:
« Συγγνώμη Γιωργάκη (ανήκουστο. Ένας σπουδαίος επιχειρηματίας να ζητά συγγνώμη από τον ‘‘τελευταίο τροχό της αμάξης του’’), δεν ήταν η πρόθεσή μου να σε προσβάλω». (σημ. γιατί όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιου την οντότητα τον προσφωνούμε Γιωργάκη, Γιαννάκη, Κωστάκη όταν δεν πρόκειται βέβαια για χάδι και έκφραση τρυφερότητας;)
«Ευχαριστώ για την καλή σου πρόθεση μα μπορείς πράγματι να βοηθήσεις;
Ωραία λοιπόν. Πήγαινε στο Λογιστήριο και ψάξε και συ να δεις τι συμβαίνει».
Είπε τα λόγια αυτά στο νέο, σαν για να πάρει πίσω τη προηγούμενη προσβολή του.
Το είχαν σαν αρχή τα δύο αυτά αδέλφια να σέβονται τη δουλειά και την οντότητα των υπαλλήλων που είχαν στη δούλεψή τους.
Γι’ αυτό και οι άνθρωποί τους εκεί μέσα δούλευαν με μεράκι ως εάν η επιχείρηση να ήταν δική τους.
Σ‘ αυτόν τον χώρο κανείς δεν θυμόταν να είχε προσβληθεί ή να απαξιωθεί.
Όχι πως δεν γίνονταν υποδείξεις. Γίνονταν, με ευγένεια και με αγάπη.
Όταν έδωσε λοιπόν την εντολή στο Γιώργο ούτε καν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορούσε να βοηθήσει.
Τα αφεντικά ήταν αυτό που λέμε γεροντοπαλίκαρα. Δεν είχαν παντρευτεί, δεν είχαν δικές τους οικογένειες.
Όπως συνήθιζαν να λένε, για παιδιά τους είχαν τα παιδιά της εταιρείας. Καλά τώρα! Κατ’ ευφημισμό λεγόταν αυτό.
Άραγε για ποιον δούλευαν οι Χριστιανοί; Άξιζε να περνούν τις αγωνίες της Κρίσης ή τις απειλές της Εφορίας καλή ώρα σαν και τώρα;
Μπορούσαν να ζουν άνετα χωρίς να εργάζονται πια. Μα κάτι τέτοιο ούτε που να το ακούσουν.
Γύρω στα 60 τους και θα αισθάνονταν παροπλισμένοι; Αποκλείεται.
Η εταιρεία, τους κρατούσε όρθιους, ζωντανούς. Παράλληλα τόσοι άνθρωποι ζούσαν από τη δουλειά αυτή, που όπως είπαμε την φρόντιζαν σαν να ήταν δική τους.
Ο Γιωργάκης, φανερά ικανοποιημένος και με αναπτερωμένο το ηθικό έφυγε από την αίθουσα των συνεδριάσεων.
Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.
Τελείωσε το κανονικό του ωράριο εργασίας, μα αυτός παρέμεινε στο λογιστήριο ζητώντας από τον κλητήρα τα κλειδιά. Μόλις τελείωνε τη δουλειά θα του τα πήγαινε, είπε, ο ίδιος στο σπίτι του.
Στη Σχολή του είχε συνηθίσει να ακούει επαίνους και επιβραβεύσεις.
Στη δουλειά του, ονειρευόταν, όταν θα άρχιζαν οι έπαινοι μια ημέρα, να συνοδεύονταν και από πράξεις. Αυτή θα ήταν η νίκη του. Οι πράξεις. Και πράξεις γι’ αυτόν σήμαιναν μια θέση στην εταιρεία, ανάλογη με το επίπεδο των σοβαρών σπουδών που είχε κάνει και όχι να κάνει καφέδες και toast.
Αυτός ήταν ο στόχος του και μέχρι στιγμής ήταν ανεκπλήρωτος.
Αυτό δεν είναι τραγικό Γιωργάκη. Τραγικό θα ήταν να μην έχεις στόχους.
Εδώ και τόσες ώρες έχει χωθεί στα βιβλία και ψάχνει να βρει μιαν άκρη. Μάταια, κανένα φως.
Απελπισμένος, ετοιμάζεται να τα παρατήσει, όταν ξαφνικά, ΤΟ ΒΡΗΚΕ…
Αστείο, μα ήταν κάτω από τη μύτη του τόση ώρα.
Και ήταν τόσο απλό.
Μα τα απλά πράγματα είναι τα δύσκολα Γιωργάκη, δεν το ξέρεις;
Τρελάθηκε.
Ένα ΜΗΔΕΝ όλο κι όλο, έλειπε… από τη θέση του. Τα άτιμα αυτά τα στρογγυλά κουλουράκια που δεν έχουν την παραμικρή αξία μπροστά από έναν αριθμό και όταν βρίσκονται μετά απ’ αυτόν, ε; Τί αξία που παίρνουν!
Και πράγμα τελείως ασυνήθιστο για τους κανόνες εργασίας, δεν κάθισε να περιμένει να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του και παίρνει λίγο πριν τα μεσάνυχτα τηλέφωνο το σπίτι του αφεντικού.
Δυστυχώς δεν απαντούσε κανείς.
Χωρίς να διστάσει καλεί στο κινητό.
Ο άνθρωπος τα έχασε με την αλλόκοτη συμπεριφορά του κατώτατου υπαλλήλου του.
«Αφεντικό το βρήκα». Φώναζε έξαλλος.
Στην αρχή ο boss δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που βρήκε ο νεαρός υπαλληλίσκος, εκείνος ο χαζούλης με τα ραγισμένα γυαλιά.
Όταν συνειδητοποίησε τι ήταν αυτά που του έλεγε, του απάντησε:
«Μη φύγεις, περίμενε, έρχομαι».
Ειδοποίησε και τον αδελφό του και στις 12 τα μεσάνυχτα, σαν ζωντανά φαντάσματα που βγαίνουν για σουλάτσο τέτοιαν ώρα, μπαίνουν στη εταιρεία τους, πράγμα που δεν θυμούνται να έχουν ξανακάνει από καταβολής ιδρύσεώς της νυχτιάτικα.
«Τι έγινε Γιωργάκη; Τέτοιαν ώρα κι εσύ είσαι ακόμη εδώ;»
«Αφεντικό είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι αν δεν έβρισκα τι ακριβώς συμβαίνει να μην πάω καθόλου σπίτι μου απόψε. Θα ξενυχτούσα και αν μέχρι τις πρωινές ώρες δεν έβρισκα το λάθος (πρόσεξε λέω ‘’λάθος’’ και όχι ‘’ατασθαλία’’ όπως το είπε η εφορία) τότε θα έφευγα και εγώ κλείνοντας το… ‘’μαγαζί’’, για να είμαι και στην ώρα μου στο πόστο της δουλειάς μου.
Για να πω την αλήθεια θυμήθηκα μια ασπρόμαυρη Ελληνική ταινία με τον Δημήτρη Χορν σε ρόλο Ταμία.
Και όπως έβλεπα τον εαυτό μου στην ίδια με εκείνον θέση, με πιάσαν κάτι γέλια! Θα τη θυμάσαι την ταινία δεν μπορεί. Πενήντα φορές την έχουμε δει στην TV.
Ε, λοιπόν τα σενάρια αντιγράφουν ή όχι τη ζωή;»
Και κεφάτος, ορεξάτος γιατί φάνηκε χρήσιμος, ο χαζούλης, που βέβαια δεν ήταν καθόλου χαζούλης ο πανέξυπνος νεαρός λογιστάκος που δεν τον έπιανε το μάτι σου – μικρός το δέμας και μεγάλος στο μυαλό – εξήγησε στους κατάπληκτους επιχειρηματίες τι είχε προφανώς συμβεί.
(Πράγμα που δεν θα καθίσουμε τώρα να το εξηγήσουμε γιατί ούτε από λογιστικά γνωρίζουμε ούτε από μαθηματικά. Μην κάνουμε κι εμείς λάθος και αντί η εφορία να πάψει να κυνηγά τους πεντακάθαρους αδελφούς, να σηκωθούν οι αναγνώστες μας να κυνηγούν εμάς).
Να μη τα πολυλογούμε λοιπόν και επειδή ενός καλού μύρια έπονται (για να παραφράσουμε το ρητό), θα προσθέσουμε ότι η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.
Τα δύο αδέλφια ενθουσιασμένα με τον Γιωργάκη τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν λέγοντας:
«Γιώργο, να ’σαι καλά αγόρι μας (σημ. προσέξτε, η πρώτη επιβράβευση. Ο Γιωργάκης προβιβάστηκε σε Γιώργο!)
Μας έσωσες. Πρέπει να το γιορτάσουμε. Το Σάββατο που μας έρχεται θα είστε όλοι σας καλεσμένοι μας στο Τάδε Κέντρο διασκέδασης. Θα γιορτάσουμε, όχι μόνο τη μη αφαίμαξη του πορτοφολιού μας, μα κυρίως τη διάσωση της τιμής μας.Να το πεις στα παιδιά. Θα βγάλουμε κι εμείς μια ανακοίνωση».
Έτσι κι έγινε.
Η κατήφεια εξαφανίστηκε από τα γραφεία και η προαγωγή άρχισε από τους συναδέλφους του σαν αρχή.
«Γιώργο συγχαρητήρια».
«Μπράβο στο αγόρι μας, το Γιώργο μας, το σαΐνι της εταιρείας μας».
(Το Γιωργάκης, έγινε πλέον μια μακρινή ανάμνηση).
Και ο μικρόσωμος Γιώργος φάνηκε στα μάτια των συναδέλφων σαν πανύψηλος.
Προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι υπάλληλοι μετά των οικογενειών τους.
Και από εδώ και ύστερα αρχίζει η ουσιαστική εφαρμογή του
‘ενός καλού μύρια έπονται’.
Ο Κύριος Αντώνης, ο ένας εκ των δύο επιχειρηματιών αδελφών, φανατικός εργένης, βλέποντας τη χήρα μητέρα του Γιώργου, ηλικίας γύρω στα 55-60 της, στη γιορτή που διοργάνωσε και εν μέσω πανεριών με λούλουδα που έραιναν τις αοιδούς του Κοσμικού Κέντρου, την συμπάθησε, σαν σε καραμπόλα ή σαν ντόμινο μετά τη συμπάθεια και εκτίμηση προς τον υιό της.
Ορθά σκεπτόμενος συλλογίστηκε: ‘Για να μεγαλώσει ένα τόσο σωστό παλικάρι μια μάνα μόνη και τόσο νέα ακόμη θα πρέπει κι αυτή να είναι το ίδιο σωστή’, μη παραλείποντας να επισημάνει ότι ήταν παραπάνω από νόστιμη.
Και ο μεσήλικας την ερωτεύεται και λίαν συντόμως αυτός τώρα με κατεβασμένους τους οφθαλμούς του μπροστά στο Γιωργάκη, του ζητά την χείρα της… χήρας μητέρας του.
Και ιδού η εξέλιξη του ντροπαλού πλην τιμίου και πανέξυπνου νεαρού, που από παιδί για όλες τις δουλειές εξελίχθη σε επίδοξο κληρονόμο μιας μεγάλης εταιρείας.
Οσονούπω οι ‘’γονείς’’ του θα παραδώσουν τα ηνία της επιχείρησης στα χέρια του Γιώργου, θέλοντας οι ίδιοι να απολαύσουν τη ζωή, σχετικά νέοι όντες ακόμη.
Αργούν πολύ ακόμη να πουν farewell στη ζωή τους.
Και ο Κύριος Αντώνιος βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου τον γιο που θα ευχόταν κάθε πατέρας να έχει.
Αγαπούσε τόσο μα τόσο πολύ την Κλεοπάτρα του, μητέρα του Γιώργου, που η αγάπη του στο παιδί της το άξιο ήταν και ειλικρινής και μεγάλη.
Ένας έρωτας στην ηλικία αυτή πραγματικά μεγάλος, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει, από το ομώνυμο αρχαίο ζευγάρι του Αντώνιου και της Αιγύπτιας Βασίλισσας Κλεοπάτρας!!!
Έτσι οι δύο πλούσιοι μαγκούφηδες βρέθηκαν να είναι μέσα σε μια μεγάλη οικογένεια χάρις σε ένα,
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ
ΛΑΤΡΕΜΕΝΟ
Και απρόσμενα λυμένο
ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΛΑΘΟΣ.
Συμπέρασμα:
Τελικά, τα πάντα, είτε καλά είτε κακά, για κάποιο λόγο γίνονται. Το λέω και το ξαναλέω σαν να θέλω να το εμπεδώσω ε; Λάθος. Πάνε χρόνια που το πιστεύω ακράδαντα.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
_____
* Γ’ Έπαινος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος 2014-2015 των “Βιβλιόφιλων ΕΔΕΣΣΑΣ”
Πόσο χάρηκα την ιστορία σου Λένα πόσο τη χάρηκα…ιδιαίτερα τις ευστοχες αναφορές σου στον Γιώργο και γιατι τον λέμε Γιωργάκη μα και στην αγαπημένη μου ταινία “Μια ζωή την έχουμε”. Αισιόδοξη ιστορία μπράβο!!!
Ξέρεις Άννα , όταν ακούω λόγια καλά από ανθρώπους σαν εσένα συγκινούμαι . Ευχαριστώ.
bravo!!
Ευχαριστώ Αλέξανδρε Σπαρτιάτη….
Να και μια θετική εξέλιξη σε μια μαλλον….ονειρεμένη εταιρεία. Μου αρέσει που δίνετε τόση αισιοδοξία στα κείμενά σας κι ανατροπές!
Μάχη την απάντησή μου θα την βρεις λίγο παρακάτω …
Όμορφη ιστορία, όμορφη αφήγηση… Μου έδωσε λίγη αισιοδοξία σε μια στιγμή που την έχω περισσότερο από ανάγκη…. Να είστε καλά!
Μπίνγκο Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Ευχαριστώ
Γεια σου Μάχη.Βλέπω ότι βρίσκεις στα γραφτά μου να κυριαρχεί το ”όνειρο”. Έχεις δίκιο. ΊΣΩΣ με τον τρόπο αυτό να εξορκίζω τη μαυρίλα που βασιλεύει γύρω μας και κυρίως στα γραφτά μας!… Αμάν πια δεν την αντέχω άλλο.