Μάταια έψαχνε να βρει τον ταχυδρόμο να τον ρωτήσει. Δεν ήταν πουθενά, ώσπου πληροφορήθηκε ότι άλλαξε γειτονιά. Μετά εξαφανίστηκε. Αγνοούμενος. Τα ίχνη του χάθηκαν για πάντα.
Ίσως να γνώριζε κάτι το λευκό περιστέρι. Όταν το αντάμωσε μόνο λευκό δεν ήταν. Μαύρα τα είχε βάψει και δεν μπορούσε να πετάξει γιατί ήταν λαβωμένο.
Μήπως το έστειλε και εχάθη;
Αν το κρατούσε τώρα στα χέρια της θα τον ένιωθε κοντά της. Θα ξαναζωντάνευε στη μνήμη της το γραφικό του χαρακτήρα. Μέσα απ’ τα ευανάγνωστα και ολοστρόγγυλα γράμματά του θα ψυχανεμιζόταν τη διάθεσή του.
Θα τον πλησίαζε σιγά-σιγά και θα του ψιθύριζε στ’ αυτί όλα αυτά που είχε ανάγκη ν’ ακούσει. Όχι από λύπηση, αλλά πολύ απλά γιατί έτσι αισθανόταν και η ίδια.
Θα ξεκινούσαν το αγαπημένο τους παιχνίδι των λέξεων και της γλώσσας και θα ξεκαρδίζονταν στα γέλια, ενώ ταυτόχρονα θα έκλαιγαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Μαζί θ’ αγνάντευαν απ’ το κλειστό παραθύρι τη θάλασσα, ώσπου να’ ρθει η νυχτιά και το βλέμμα τους να επικεντρωθεί στον έναστρο ουρανό.
Θα έκλειναν τα μάτια και θα έκαναν την ίδια ευχή.
Ούτε κατάλαβε πότε ξημέρωσε.
Πίσω απ’ το κλειστό το παραθύρι κρυφοκοιτάζει τον ήλιο.
Χτυπά το κινητό της. Το μήνυμα ελήφθη.
Πριν προλάβει να το διαβάσει ο ήλιος εχάθη.
_
γράφει η Βάσω Καρλή
0 Σχόλια