Πάντα προσπαθώ να ασχολούμαι με τις δικές μου σκέψεις, απέναντι στους άλλους διατηρώ ένα χαμόγελο με τη διφορούμενη σημασία που εκκρεμεί ανάμεσα στην αμέτοχη συγκατάβαση και τη σιωπηλή απαρέσκεια.
Είναι αυτό, κατά τη γνώμη μου, το προτιμότερο από την πλευρά μου, διότι εκτιμώ πως ακατάπαυστα κινούμαι σε ένα βάραθρο όπου τα πλήθη γύρω μου γλιστρούν.
Γνωρίζω, φυσικά, πως αν κανείς είχε λόγο να υποψιαστεί ότι με εξέφραζαν τέτοιες κρίσεις, θα έτεινε να με χαρακτηρίσει ως έναν άνθρωπο με υπέρμετρη εκτίμηση στον εαυτό του. Ακόμα και αν δεν εξεταστεί το αίτιο από το οποίο θα προέκυπτε για εκείνον μια τέτοια γνώμη, δε μου χρειάζεται να συλλογιστώ κάτι περισσότερο από την τωρινή μου παρουσία απέναντι από αυτόν τον γέρο ώστε να μου επισημάνω πως δεν έχει διαπραχθεί εδώ καμία ύβρης.
Ότι τα σκέφτομαι και πάλι όλα αυτά ενώ συνεχίζω την ειρηνική απαγγελία μου σε αυτόν τον άνθρωπο του γραπτού που του έφερα για άλλη μια φορά, δε μου κάνει κάποια εντύπωση, ούτε καν μια προς επίρρωση της εκτίμησής μου ότι εξακολουθώ να είμαι σε θέση να σκέφτομαι με ευκολία ό,τι με ενδιαφέρει ενώ παράλληλα συνεχίζω αυτή τη μάταιη ανάγνωση σε έναν που δε με καταλαβαίνει.
Ο γέρος, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζει το μονότονο θέαμα που του επιβάλλει η προχωρημένη ασθένεια του. Δεν είναι σε θέση να σχηματίσει προτάσεις, ενώ και οι μεμονωμένες λέξεις που καμιά φορά προφέρει δεν έχουν μια σαφή σημασία. Η ταλαιπωρημένη φύση του είναι ο λόγος που μισθώθηκαν οι υπηρεσίες μου, ως κάποιου που περνά κάθε μέρα λίγες ώρες μαζί του, υποκαθιστώντας τους συγγενείς που δεν έχουν το χρόνο να διαθέσουν στον εξασθενημένο πρόγονό τους.
Δεν κάνω ουσιαστικά τίποτα εδώ, οι υπηρεσίες μου εξαντλούνται στην απλή παραμονή, και βέβαια από την πλευρά του εργοδότη μου αυτές υποτίθεται ότι χαρακτηρίζονται κυρίως εκ της θλιβερής εντύπωσης που ο γέρος οφείλει να δημιουργεί σε εμένα με το ανοιχτό με άβουλο τρόπο στόμα του, και τα μονίμως τεντωμένα σαν από έκπληξη βλέφαρα. Κάνει λάθος όμως εκείνος που πιστεύει πως προδίδω εγώ τάχα μια δική μου ανάγκη για ψυχική ισορροπία στο βωμό του μικρού χρηματικού ποσού που μου εξασφαλίζουν αυτές οι επισκέψεις εδώ.
Δε φοβάμαι τον ίδιο το γέρο. Και να ήθελε δε θα μπορούσε να με βλάψει και θα έπρεπε να ήμουν όχι στην τωρινή μου ηλικία μα στα τέλη του δημοτικού ώστε να μου επιτρέψω την κρίση πως παρά όσα έχω παρατηρήσει σε εκείνον εξακολουθεί να υπάρχει έστω θεωρητικά η πιθανότητα κάποτε, ξαφνικά, να στραφεί εναντίον μου. Δε διαφέρουμε στο ύψος. Είναι παχύς, ενώ εγώ κομψός. Κινείται εξαιρετικά αργά όποτε του είναι αναγκαίο να εγκαταλείψει τη θέση του στο σαλόνι. Το χαμόγελο μου παραμένει να είναι το ίδιο και εδώ όπως και όταν εισπράττω την αμοιβή για την παράλογη διαιώνιση αυτών των επισκέψεων.
Αν ήθελα να με κατηγορήσω, εγώ που ξέρω τον εαυτό μου και τις σκέψεις μου, θα είχα το λόγο να το πράξω με αφορμή την υστεροβουλία μου σε όλα αυτά. Φυσικά και δεν επιβουλεύομαι τον ίδιο το γέρο, που τον αντιμετωπίζω ουσιαστικά σαν κάτι αντίστοιχο με ένα οικόσιτο αυτού του μικρού χώρου.
◊
Δε γνωρίζω πάντως αν υφίσταται άλλος ένας λόγος να πηγαίνω στο ενδότερο δωμάτιο. Ο γέρος κοιμάται το ίδιο συχνά όσο και άλλοτε. Η φωνή μου κατά τη διάρκεια της απαγγελίας του προκαλεί αρκετή χαλάρωση ώστε απλά να κυλίσει στο μονοπάτι του ύπνου, που εξ αρχής το είχε επιλέξει ούτως ή άλλως, ακόμα και αν δεν ήταν σε θέση να το αντιληφθεί αυτό. Ούτε έχω κάποιο λόγο να πιστεύω ότι με φοβάται. Όχι μόνο καθώς διατηρεί πάντα την ίδια έκφραση ό,τι και αν προφέρω με την ήρεμη φωνή μου σε εκείνο το σαλόνι, σκυμμένος πάνω από τις σελίδες μου, μα και καθώς κρίνω ότι όποια και αν είναι η παντοτινά άγνωστη για τους άλλους εκτίμησή του για το νόημα της δικής μου παρουσίας στον εκεί χώρο, αυτή αποτελεί για τον ίδιο μια με κατευναστική σημασία. Θα μπορούσε να πιστεύει το ίδιο εύκολα πως είμαι ο γιος του, όσο και πως αποτελώ κάποιον υπηρέτη με τον οποίο για την ώρα συνοδοιπορούν, και αυτό θα συνεχιστεί ως την κήτη του ποταμού Αχέροντα. Δεν έχω την έγνοια να δω στη μορφή του κάποιο αλλόκοτο φόβο. Απορώ, πλέον, με τη θλίψη στα πρόσωπα εκείνων που μου παραδίδουν το μισθό, με την ένοχη τους αίσθηση πως έχουν σε βάρος μου με μια βάναυση ανάγκη συνωμοτήσει. Αυτό δεν ισχύει καθόλου, αλλά δε θα με πίστευαν έστω και αν προσπαθούσα να τους απαλλάξω από μια τέτοια ανησυχία, ενώ μπορεί και να έβρισκαν τότε ακόμα και το λόγο για να με απομακρύνουν από τη θέση μου στο σπίτι εκείνου του ανθρώπου.
Δε μου κάνει άλλο εντύπωση κάτι εκεί. Είναι ίσως, άτονα, ενδιαφέρον να έχω κοιτάξει πριν από λίγες μέρες, σηκώνοντας ξανά το βλέμμα μου από το γραπτό που διάβαζα, τη μόνιμη έκφραση του οικοδεσπότη μου, σαν προσωπείο όπου οικειοθελώς σε ένα αρχαίο θέατρο κάποιος ηθοποιός θα έκρυβε τα δικά του χαρακτηριστικά για να προσδώσει την ανυπόφορη και επικυρίαρχη σαφήνεια του πιο έντονου δράματος. Ωστόσο ήταν βέβαιο ότι δεν οφειλόταν ο παγιωμένος αυτός μορφασμός του στην ανάγνωση των λέξεων από την πλευρά μου, και τα τρία στόματα εκείνου του όντος που ανοιγόκλεισαν για μια στιγμή με αμυδρή διαφορά φάσης το ένα από το άλλο ενώ το σκοτάδι που το περιτριγύριζε για λιγάκι φωτίστηκε από το αναμμένο σπίρτο που αφέθηκε από εμένα να πέσει ως εκεί, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επέφεραν μια μεταβολή στη γνώριμη εκείνη έκφραση.
Ούτε περίμενα κάποια διαφορετική εξέλιξη. Σε λίγο ο γέρος είχε για άλλη μια φορά αποκοιμηθεί, και πάλι μέσα στο πρώτο μισό της καθορισμένης επίσκεψής μου, και εγώ σηκώθηκα ξανά για να πάω στο μέσα δωμάτιο.
Δεν έχουν καν σημασία σκέψεις που θα παρομοίαζαν την κατάντια του με την προσεκτική και πρόσκαιρη ατόνηση των αισθήσεων του Οδυσσέα μπροστά στις Σειρήνες. Από την άλλη ίσως η δική μου στάση απέναντι στη δική μου Σειρήνα, εκείνο το εξάγναθο πλάσμα στο σκοτάδι του πίσω δωματίου αυτού του σπιτιού, να αξιοποιεί και την αμφίσημη ενασχόληση μου με το γέρο, σα να μου χρειαζόταν και αυτή η τελευταία κατ’ επίφαση έγνοια για να εξασφαλίσω τον εαυτό μου ακόμα πιο καθοριστικά από όσα σε εκείνο το ζοφερό βάθος παραμένουν να κοιτούν προς το μέρος μου, και εγώ να τα έχω κατά νου όποτε στέκομαι ακίνητος παρατηρώντας έναν πιο κύριο από τους συλλογισμούς μου.
Συνήθως, όμως, δεν πολυσκέφτομαι τα πράγματα αυτά. Σε κάποιο όνειρο πριν από λίγο καιρό θυμάμαι ότι είχα δει ένα ασήμαντο ον, ανεβασμένο στο χέρι μου, μια κατάμαυρη ιατρική βδέλλα, που ρουφούσε ήδη αίμα, αφοσιωμένη στην αποθήκευση της τροφής της. Ήταν λίγο δυσάρεστο μόνο όταν ακουμπώντας το κεφάλι της χρειάστηκε να το τραβήξω με κάποια δύναμη ώστε να την αποκολλήσω, φανερώνοντας την πληγή με το χαρακτηριστικό σχήμα του ανεστραμμένου ύψιλον που επέφερε το τριπλό δάγκωμα. Το ανούσιο πλάσμα, σα να μην είχε υποφέρει καμία ενόχληση, ως να μην αντιλαμβανόταν καν ότι κάποια άγνωστη δύναμη το είχε απομακρύνει από την πηγή της μεγαλύτερης για εκείνο ικανοποίησης, συνέχιζε να σέρνεται πλάι μου, στο μικρό ξύλινο τραπέζι. Η πληγή έμοιαζε με δύο διαδρομές που ενώθηκαν τελικά σε μία, οδηγώντας πλέον σε πολύ πιο διαφορετικές εξελίξεις από ποτέ άλλοτε…
◊
Σκοπεύω να κοιμηθώ σε λίγη ώρα. Οι σημειώσεις μου με κουράζουν όσο αμφιταλαντεύομαι ακόμα, και δεν τις επεκτείνω στο νέο, σαφές μονοπάτι που μου έχει υποδειχθεί. Η ασάφεια πάντα με ενοχλούσε, η ασάφεια της ζωής, η ασάφεια των άλλων, η τυχαία ανακάλυψη με αφορμή μια άγνωστης προέλευσης αχρήστευση ενός όμορφου κάδρου σε εκείνο το χώρο των μέσα δωματίων του σπιτιού, που το σπασμένο γυαλί είχε προδικάσει την αφαίρεση της εικόνας του, και εκείνη με τη σειρά της πως όταν θα έφτανα τελικά εγώ μπροστά του θα αποφάσιζα να ξεκρεμάσω το κάδρο. Πίσω, στο σκοτεινιασμένο τετράγωνο που έμεινε στον τοίχο, ξαφνιάστηκα καθώς το χέρι μου βυθίστηκε αντί να τριφτεί σε σκόνες και μαύρα σημάδια. Ένα αναμμένο σπίρτο που δοκιμαστικά ταξίδευσε στα βάθη του άγνωστου κοιλώματος για να τους ριχτεί το πρώτο φως, κατέληξε μετά από μια μοναχική πτώση να αρπαχτεί από ένα από τα στόματα που τελικά το διαφιλονικούσαν πολύ πριν τα δω εγώ… Εκείνο το μαύρο θηρίο με την πρωτόγονη υπόσταση δεν το έχω λησμονήσει, και ας το είδα μόνο μια φορά. Ούτε με βοηθά εδώ ότι ποτέ δε ξαναδιαπίστωσα ένα χάσμα στη σκονισμένη και τετράγωνη αμέλεια στον τοίχο. Ο γέρος είχε κάποτε περάσει από δίπλα της, δίχως το κάδρο να την καλύπτει, και ήταν σα να μην είχε αλλάξει για αυτόν τίποτα. Εκεί όπου κανείς αγνοεί έστω και πως υφίσταται ένα αντικείμενο που μπορεί να παρατηρηθεί, εγώ εξακριβώνω για άλλη μια φορά πόσο επικίνδυνο είναι να μη γνωρίζει ουσιαστικά καθόλου το μυστικό της δικής του εσωτερικής ζωής, ώσπου αυτό να φτάσει, με κραυγές, να αποτυπωθεί στο ίδιο του το πρόσωπο και να το καταστήσει το προσωπείο. Σαν εκείνα του αρχαίου θεάτρου, μιας αφύσικης διάθεσης, και πάλι να μη γίνεται να προκληθεί η προσοχή σε ό,τι από παλιά είχε να αποκαλυφθεί με απείρως πιο έμμεσο τρόπο.
Σα να αυξανόταν πάντοτε ο βαθμός με τον οποίο το μυστικό έτεινε στη φανέρωση σε αναλογία με την αντίστοιχα διαρκή μείωση της δυνατότητας να γίνει έστω και τώρα αυτό…
γράφει ο Κυριάκος Χαλκόπουλος
0 Σχόλια