Χρόνια, μέρες πού ξεθώριασαν, τίς μνῆμες τοῦ ξεσήκωσαν οἱ διακοπές στό χωρίο. Νά, σάν τήν πινακίδα, ποῦ ἀργοσβύνει «παντοπωλεῖον», ἀσπρόμαυρα γράμματα ἀλλοτινῶν ἐποχῶν. ‘Ενός καλέσματος ἱδέα, τόν παρακινοῦσε ἐνδόμυχη σκέψη, ὁ γυρισμός στήν ἀγνή φύση. Στήν ἡσυχία τοῦ βουνοῦ τῆς θάλασσας. Καί μία μέρα τό χαρτί ἔγραψε ἀπολυμένος, ἀπό ἐκείνους, τούς ἄλλους, ἀπό τούς ψεύτικους, ἀπό τούς παντός εἶδους πωλητές και ἀγοραστές. Καί ἔφυγε ν’ ἀνασάνει, εἶπε, ἐλεύθερη ζωή δική του, στούς ὁρισμούς του, ἐκεῖ στήν προγονική ἐστία, στό χωριό του. Στάθηκε, μυρωδιά παλιοῦ καφέ στά χείλη. Νά μείνει τόπος δικός του, ἐδῶ νά χτίσει, μεταξύ χαρᾶς και θλίψης, εἰρήνη τ’ ἀνθρώπου, τό δικό του παντοπωλεῖον, σέ πλήρη προσφορά κι ἐλευθερία.
_
γράφει ο Οδυσσέας Νασιόπουλος
0 Σχόλια