Απόγευμα στο μαγαζί μου με τα Χριστουγεννιάτικα προσπαθώ να επιβιώσω από την τρέλα του κόσμου. Μεγάλοι και μικροί τριγυρνάνε στους διαδρόμους και ο καθένας γυρεύει αγχωμένα και εντελώς παρανοϊκά, να κάνει τα τελευταία ψώνια για το δέντρο του και όχι μόνο. Φουσκωτοί Άγιο-Βασίληδες, φωτάκια που να αντέχουν κάθε καιρικό φαινόμενο, κουρδιστά στολίδια με τα κάλαντα να παίζουν από το πρωί ως το βράδυ, τσόχες όλων των μεγεθών για το πρωτοχρονιάτικο ξεζούμισμα και όλα τα λοιπά χαριτωμένα έχουνε γίνει το νέο μου λεξιλόγιο και εγώ, έχοντας σίγουρα καταπιεί το gps του μαγαζιού μου, απαντάω μηχανικά δίνοντας το σούπερ δοκιμασμένο χαμόγελό μου.
Παραμονή Χριστουγέννων. Η χειρότερή μου μέρα σίγουρα εδώ και χρόνια από τότε που αποφάσισα να βάλω εποχιακά προϊόντα στο μαγαζί μήπως και ανέβουν λίγο τα έσοδά μου που είχανε πάρει την κατρακύλα. Κάποτε πούλαγα μονάχα τα όμορφα ποτήρια μου, τους γυάλινους χειροποίητους δίσκους μου και εξηγούσα στην κάθε πελάτισσα τις διαφορές σε κάθε πορσελάνη. Χτυπούσα με ύφος το κάθε ποτήρι και ερμήνευα σε όλους τη γοητευτική τους μελωδία.
Παραμονή Χριστουγέννων και ναι, η μητέρα μου έχει ήδη πάρει πάνω από δέκα φορές τηλέφωνο για να επιβεβαιώσει ότι θα έρθω μετά το μαγαζί σπίτι τους. Μια καλογεμισμένη γαλοπούλα περιμένει να τη γνωρίσω και εγώ και μόνο στη θέα της χρόνια τώρα αναγουλιάζω. Κάποτε η κυρα Τασία, η μάνα μου, έκανε ψητό στο φούρνο με εκείνες τις λαχταριστές της πατάτες τις λεμονάτες και ευφραινόταν ο ουρανίσκος μου. Τώρα λέει, η μόδα θέλει γεμιστές γαλοπούλες με ρύζια, κουκουνάρια, σταφίδες, κάστανα, φουντούκια και οτιδήποτε άλλο προτείνει ο κάθε ανορεξικός σίγουρα σεφ!
Με τόση κούραση μέρες τώρα, το μόνο που θέλω είναι απλά να ξεκουράσω το δύσμοιρο κορμί μου σε ένα κρεβάτι μέσα στην απόλυτη ησυχία του δωματίου μου. Μία κρεμάστρα όμως με το αποψινό μου κουστούμι, μου γελάει χαιρέκακα δίπλα από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα του μαγαζιού και αναβοσβήνει σα ντισκομπάλα με όλα τα φώτα που κρέμονται γύρω της. Έβγαλα το βαθύ μου αναστεναγμό και κάθισα στο ταμείο με τα χέρια μου να κρατάνε το κεφάλι μου φουσκώνοντας τα μάγουλα από την απελπισία μου.
Και τότε τον είδα. Στεκόταν στο δρόμο με τα χέρια να ακουμπάνε στο τζάμι και έκανε τον ίδιο μορφασμό με εμένα. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε τα μάγουλα, ύστερα έπιανε το κεφάλι του με το ένα χέρι και έπεφτε κάτω κάνοντας ότι λιποθυμάει με απίστευτο θεατρινισμό. Ύστερα ξανασηκωνόταν και χόρευε. Αρχικά τον χάζευα αδιάφορα. Έχω δει τόσους λιλιπούτειους να κάθονται έτσι στο τζάμι ιδίως μια τέτοια μέρα που τριγυρνάνε μέχρι τελικής πτώσεως με τα τρίγωνά τους μπας και μαζέψουν κανένα δίφραγκο.
Θα πρέπει να πέρασε σίγουρα κανένα δεκάλεπτο από τότε που τον έβλεπα να με αντιγράφει, που αποφάσισα να σηκωθώ να πάω κοντά του. Στο κάτω κάτω ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στην ημέρα μου. Πλησίασα στην έξοδο του μαγαζιού αλλά η έκπληξή μου ήταν τεράστια. Ο μικρός δεν υπήρχε πουθενά. Βγήκα από την πόρτα και κοίταξα δεξιά κι αριστερά να δω για πού το ‘χε βάλει τόσο γρήγορα, αλλά δεν τον είδα πουθενά! «Τι διάολο, πώς εξαφανίστηκε έτσι;» ψιθύρισα.
Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι έγινε, ένας πελάτης που έψαχνε ανταλλακτικούς μάγους για τη φάτνη του κρατώντας τον γιο του δίπλα με σκυμμένο το κεφάλι στο πάτωμα αποδεικνύοντας την ενοχή ετούτης της απώλειας, με ξαναγύρισε στην πεζή μου πραγματικότητα. Λίγο αργότερα, η κατάσταση στο μαγαζί πλέον ήταν καλύτερη. Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει. Ετοιμάζονταν όλοι για τα ρεβεγιόν τους. Ευτυχώς που υπάρχουν και τούτα τα τραπέζια επίδειξης και σταματάνε τα ψώνια για να έχουνε τον κατάλληλο χρόνο να λάμψουν δίπλα από την κάθε παραγεμισμένη γαλοπούλα.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι κι εγώ θα ήμουν και φέτος ένας από αυτούς. Άρχισα απογοητευμένος να μαζεύω σιγά σιγά όλα τα πράγματα και να τα τακτοποιώ. «Ραντεβού σε λίγες μέρες όταν θα αρχίσει η παράνοια των πρωτοχρονιάτικων δώρων», μουρμούρισα αλλά τις σκέψεις μου διέκοψε απότομα μια φωνή. «Μπου!» άκουσα δυνατά και γύρισα προς το μέρος που ακουγόταν. Ο μικρός μπόμπιρας της τζαμαρίας βρισκόταν μπροστά μου και μου γελούσε βγάζοντάς μου τη γλώσσα.
– Από πού τρύπωσες εσύ; του είπα έκπληκτος
– Από την πόρτα! μου είπε και μου έδειξε την έξοδο
– Και δε μου λες φιλαράκο μου, του είπα δήθεν θυμωμένα. Γιατί με κοροϊδεύεις τόση ώρα;
– Γιατί έχεις πλάκα! Από όλους όσους δουλεύουν εδώ στη γειτονιά είσαι ο πιο αστείος!
– Ο πιο …αστείος; απάντησα ολίγον τι μουτρωμένος
– Ε μα ναι! Κάθε τέτοια χρονιά κάθεσαι με στραβωμένα τα μούτρα στο ταμείο σου και προσπαθείς πού και πού να χαμογελάσεις, σα να έχεις πάθει ψύξη, στους πελάτες. Απορώ πώς έχεις ακόμα πελατεία! Να πεις ότι είναι για τις τιμές σου…, είπε και διάβασε αποδοκιμαστικά το καρτελάκι με την τιμή από έναν γυάλινο άγιο Βασίλη – φωτιστικό.
– Ώστε έτσι ε; Και εσύ ποιος είσαι για να έχουμε καλό ρώτημα; έσκυψα ελαφρώς ενοχλημένος αλλά με πιο ανάλαφρη διάθεση από ότι είχα πριν.
– Να συστηθώ. Καλικάντζαρος που ξέμεινε εδώ από λάθος και υποψήφιο ξωτικό για την επόμενη σεζόν του Άγιου είπε χαμογελαστά.
– Μμμ… μάλιστα είπα μη θέλοντας να χαλάσω το σκετσάκι του. Και τι μπορώ να κάνω για σένα;
– Να με πάρεις μαζί σου στο αποψινό τραπέζι! είπε με λαμπερά μάτια
– Τι; Πού ξέρεις εσύ για το τραπέζι; Και πες ότι σε παίρνω ποιος θα πω ότι είσαι;
– Τι εννοείς τι θα πεις; Αυτός που σου είπα ότι είμαι δεν κατάλαβα. Δε με πιστεύεις; είπε θυμωμένα
Τον κοίταξα από πάνω ως κάτω. Ένα πιτσιρίκι ένα μέτρο και κάτι. Τα μαγαζιά έκλειναν και η ώρα της γαλοπούλας πλησίαζε. Δεν ξέρω τι από όλα λειτούργησε υπέρ του αλλά αποφάσισα να τον πάρω μαζί μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν η ανάγκη μου να ξεφύγω από τα κουτσομπολιά των συγγενών και τις ανόητες συζητήσεις που επαναλαμβάνονταν ίδιες και απαράλλαχτες κάθε χρονιά. Η παρουσία του φίλου μου θα γένναγε καινούριες και αυτό με έκανε ήδη να λάμπω.
Μέσα σε λίγη ώρα, είχα ντυθεί, είχα μαζέψει το μαγαζί και έφευγα κρατώντας από το χέρι τον «σωτήρα» μου για να μην τον χάσω. Επέμεινε να σταματήσουμε να αγοράσουμε λουλούδια και γλυκά και του έκανα τη χάρη. Ντυμένος στην τρίχα κρατώντας το μικρό γερά, χτύπησα το κουδούνι. Η κυρά Τασία μου άνοιξε χαρούμενη αφήνοντας τη γνωστή μυρωδιά να ξεχειλίσει στο διάδρομο. Το βλέμμα της καρφώθηκε αμέσως στο φίλο μου και εγώ είχα ήδη την πρώτη επιτυχία!
– Από εδώ ο νέος μου φίλος μητέρα. Είναι ένα χαμένο καλικαντζαράκι και αν τον βοηθήσουμε, θα γίνει ένα εξαιρετικό ξωτικό για τον Αγιο-Βασίλη από του χρόνου! της είπα περήφανα λες και ήμουν ο πατέρας του
– Κυρία μου, Χρόνια Πολλά. Τα φαγητά σας μοσχομυρίζουν. Μη μου πείτε ότι φτιάχνετε γαλοπούλα με κάστανα; Θεέ μου τι απολαυστικό γεύμα! Είμαι πολύ τυχερός που θα φάω μαζί σας, είπε με μικρομέγαλο ύφος κάνοντας τη μαμά μου να ανταλλάξει το έκπληκτο βλέμμα της με ένα λαμπερό χαμόγελο.
Με τα πολλά, ο φίλος μου και εγώ βρεθήκαμε στο σαλόνι. Οι συζητήσεις ίδιες αλλά με τη νότα τη διαφορετική του μικρού. Πότε ρώταγε το ένα, πότε το άλλο, πότε έλεγε ιστορίες με καλικάντζαρους και έκανε τους πάντες να γελάνε και να αναπολούν τις δικές τους χριστουγεννιάτικες παιδικές στιγμές. Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι περιμέναν από στιγμή σε στιγμή να τους αποκαλύψω ότι πρόκειται για ένα δικό μου παιδί αλλά κανείς τους δε χάλαγε την εορταστική ατμόσφαιρα, ευτυχώς.
Με τα πολλά, έφτασε η πολυπόθητη στιγμή της γαλοπούλας. Κάθισα στην καρέκλα μου προσπαθώντας να κρατηθώ βλέποντας τη θέα του τεράστιου πουλιού. Οι συγγενείς άρχισαν να στολίζουν τη μαμά μου με ένα σωρό επίθετα για τις μαγειρικές της ικανότητες και εγώ γέμιζα ήδη το πιάτο μου με ένα βουνό από σαλάτα. Το φίλο μου τον είχε ήδη αναλάβει μια θεία μου. Ένα πιάτο γεμισμένο με ό,τι υπήρχε στο τραπέζι είχε φτάσει μπροστά του και εκείνος έτρωγε λαίμαργα από το κάθε τι και έβγαζε γουργουρητά ευτυχίας. Τον κοίταζα με χαρά να απολαμβάνει το πιάτο του, μέχρι που στην πρώτη μπουκιά της διάσημης γαλοπούλας άρχισε να κάνει μορφασμούς! Ξαφνικά είχε κατακοκκινίσει και δε μπορούσε να πάρει ανάσα! Σηκώθηκα απότομα και άρχισα να τον χτυπάω στην πλάτη. Το πράγμα χειροτέρευε και όλοι είχαν σηκωθεί έντρομοί. Αυτή τη φορά, με ένα πιο αποφασισμένο χτύπημα που είχα μάθει στις πρώτες βοήθειες, βλέπω να εκτοξεύεται από το στόμα του ένα τεράστιο κάστανο και να προσγειώνεται στα μαλλιά της μαμάς μου!
Δεν πρόλαβα να αντιδράσω μιας και ο φίλος μου, μου έκανε νόημα να τον πάω προς τα έξω. Φτάσαμε στο χολ, πήρε ένα λουλούδι από την ανθοδέσμη που είχαμε πάρει, το παλτό του και με τράβηξε στην πόρτα.
– Είναι ώρα, μου είπε
– Τι ώρα; του είπα ξαφνιασμένος
– Μη μιλάς και έλα μαζί μου, μου είπε και με τράβηξε από το χέρι.
Ανοίξαμε την πόρτα, αφήνοντας άφωνους τους καλεσμένους και βγήκαμε έξω. Λίγα μέτρα πέρα από την πόρτα σταμάτησε. Μου έδωσε το λουλούδι που είχε αρπάξει και έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί. Ύστερα μου χαμογέλασε και έφυγε τρέχοντας φωνάζοντάς μου «Καλά Χριστούγεννα φιλαράκι!»
Έμεινα να τον κοιτάζω να απομακρύνεται, κρατώντας το λουλούδι στο χέρι και το διπλωμένο χαρτί. Το άνοιξα με περιέργεια και τα μάτια μου γούρλωσαν.
24 Δεκεμβρίου 2014
Αγαπητέ Αγιε Βασίλη,
Αν υπάρχεις, θέλω να φέρεις εκείνα τα Χριστούγεννα που δε θα αναγκαστώ να ξαναφάω την απαίσια γαλοπούλα της μάνας μου και να βρω από το πουθενά επιτέλους τον έρωτα της ζωής μου!
Χρήστος
Αυτό το γράμμα το είχα γράψει πέρσι μετά από δύο μπουκάλια κρασί, έχοντας επιστρέψει από το ρεβεγιόν των γονιών μου. Θυμάμαι να το διπλώνω όπως όπως και να το ρίχνω στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού μου κάνοντας οχτάρια. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Σήκωσα τα μάτια μου να τον δω ξανά, αλλά είχε χαθεί. Ένα άστρο από ψηλά, σαν προβολέας, φώτιζε τη γωνιά στο στενό και ένας άγγελος, σίγουρα άγγελος ερχόταν προς το μέρος μου. Σαν με πλησίασε μου είπε:
– Χάθηκα. Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;
Η καρδιά μου χτύπαγε σε ρυθμό Χριστουγέννων, της έδωσα αυθόρμητα το λουλούδι μου και με ένα χαμόγελο από εκείνα τα απροβάριστα, άρχισα να περπατάω μαζί της. Έτσι απλά, ένα μικρό καλικαντζαράκι με αποδέσμευσε από την σκλαβιά της γαλοπούλας δίνοντάς μου το πιο όμορφο Χριστουγεννιάτικο δώρο!
Παρατήρηση πρώτη: Μετά και από αυτό το κείμενο εμπεδώνω ότι δεν είσαι και τόσο fan των συγγενικών λεγόμενων δείπνων.
Παρατήρηση δεύτερη :Να κάνεις συχνά ευχές. Για κάποιον περίεργο λόγο ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΣΟΥ πιάνουν που λένε. Απόδειξη τόσο η γαλοπούλα που δεν έφαγες όσο, και κυρίως ΑΥΤΌ, που βρήκες τον άνθρωπο της ζωής σου Αγαπητέ Χρήστο
Καλά Χριστούγεννα…
Καλά Χριστούγεννα Λένα μου! Εύχομαι τις ευχές που εύχεσαι να πιάνουν… 😉
Μαγική η ιστορία σου Μάχη μου γεμάτη από μυρωδιές και τη μαγεία των Χριστουγέννων!!! Και την έχουμε τόση ανάγκη αυτή τη μαγεία!… Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα!!!
Χρόνια πολλά Σοφία μου!!! Ναι τη χρειαζόμαστε τη μαγεία… Να στε όλοι καλά!
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία… καθώς πρέπει…. Μαγική! Ευχαριστούμε! Χρόνια Πολλά !
Χρόνια πολλά! Υγεία και αγάπη πάνω απο όλα!!!
Άγιε Βασίλη αν υπάρχεις μην αφήσεις ποτέ την Μάχη να σταματήσει να γράφει…
Πιο ωραία ευχή δεν έχω ξανακούσει Σπύρο!!! Χρόνια πολλά!
Ευφυέστατη Μάχη μου η ιστορία σου και σκανταλιάρικη και μαγική!!!Χρόνια καλά και δημιουργικά!!
Σε ευχαριστώ Άννα μου! Χρόνια πολλά! Με σκανταλιές γιατί όχι;
Τι όμορφο θα ήταν να είχαμε όλοι από ένα φίλο καλικαντζαράκι!
Χρόνια πολλά Μάχη μου!
Πράγματι ένα για τον καθένα μας! Χρόνια πολλά!
Μα τι ρομαντική Χριστουγεννιάτικη ιστορία! 🙂 Θέλω κι εγώ αυτό το καλικαντζαράκι να εκπληρώσει τις ευχές μου!
Χρόνια πολλά Μάχη!
Έλενά μου, θα στο στείλω όσο πιο γρήγορα μπορώ!!! Χρόνια πολλά με αγάπη!
Αχ Μάχη μου, τι όμορφα και αβίαστα οι πλεγμένες λέξεις σου υφαίνουν αυτό το τρυφερό κι απαλό παραμύθι με την υπέροχη μυρωδιά του όνειρου!!!! Να είσαι καλά και να συνταιριάζεις τόσο όμορφα λέξεις, έννοιες, εικόνες και μυρωδιές για πολλές πολλές χρονιές!!!!!!!!!!!!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!
Μα τι μπορώ να πω; …Όλα έχουν ήδη ειπωθεί από τους αναγνώστες σου…..Μένει μόνο να σε ευχαριστήσω γιατί με το που έφυγες μεγάλωσαν οι μερίδες της γαλοπούλας για μας τους υπόλοιπους…Μέχρι να χωνέψω δεν μπορώ να σου γράψω περισσότερα….Καλές Γιορτές….
Καλοφάγωτη! Καλές γιορτές και σ΄εσένα!