
Το συνεργείο κόντευε να τελειώσει την κατεδάφιση στο παλιό σπιτάκι.
Περίμεναν τον μηχανικό κι εκείνος είχε πει πως θα ’ρθει στις δώδεκα κι ήταν πάντα εντάξει στις ώρες του.
Τον είχαν για λίγο φευγάτο, όμως τον εμπιστευόντουσαν, γιατί όσα έλεγε ήταν σωστά.
Δώδεκα ακριβώς εμφανίστηκε ο Μηνάς, ο μηχανικός, κι αμέσως έφερε γύρω το οικόπεδο και τα σημεία που έπρεπε να προσεχθούν.
Δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα, μόνο μια άκρη από την κουζίνα μ’ ένα τραπέζι και μια καρέκλα.
Ο μηχανικός πλησίασε τα χαλάσματα και στάθηκε μπροστά στο σκονισμένο τραπέζι.
”Τόσα μεσημεριανά φαγητά, τόσες χαρές, τόσα κυριακάτικα τραπεζώματα εδώ πάνω και τώρα η ανάξια πληρωμή”, σκέφτηκε μεγαλόφωνα κι έδωσε λεφτά στον Μήτσο τον εργάτη να βρει ταβέρνα και να φέρει φαγώσιμα.
”Πρέπει εμείς να το τιμήσουμε το τραπέζι παιδιά”, είπε, και σε κάποιον εργάτη φάνηκε πως ένα δάκρυ κατηφόρισε μέσα από τα μικρά γυαλιά του μηχανικού.
Όταν απόφαγαν, τους είπε να βγάλουν το τραπέζι στην άκρη και να συνεχίσουν.
”Να μιλήσετε στον Κώστα, τον παλαιοπώλη, να το πάρει’,’ τους είπε, ”θέλω να πιάσει τόπο”…
Η κατεδάφιση συνεχίστηκε κι ο Μηνάς ο μηχανικός έφυγε με μια πίκρα που είχε γλυκαθεί από αυτό, το τελευταίο γεύμα, στο παλιό τραπέζι…
–
γράφει ο Νίκος Νασόπουλος
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια