(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα’’ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ’’)
Στο χωριό της μάνας μου σπάνια πηγαίνουμε. Υπάρχει εκεί το πατρικό της σπίτι και μάλιστα σε πολύ άριστη κατάσταση. Μία κυρία του Χωριού, η Κατερίνα έναντι μιας κάποιας πάγιας αμοιβής το περιποιείται από καιρού σε καιρό, το αερίζει, το καθαρίζει, γιατί ως γνωστόν ένα σπίτι κλειστό, ακατοίκητο, είναι ευάλωτο σε πολλούς κινδύνους. Από τρωκτικά μέχρι το ξεχαρβάλωμα της κεραμοσκεπής, από τους αέρηδες που λυσσομανούν τον Χειμώνα. Από την ίδια αιτία οι πόρτες και τα παράθυρα χάσκουν και αν δεν τα φροντίσεις, πολύ γρήγορα θα υποστούν πλήρη κατάρρευση. Γι αυτό ο άντρας της κυρά Κατερίνας φροντίζει για τη συντήρησή τους να‘ ναι καλά ο άνθρωπος.
Όταν είναι να κατέβουμε κατά κει, η μάνα ειδοποιεί μέρες πριν, - τι μέρες, εβδομάδες να πω καλύτερα - και η κυρά Κατερίνα έχει χρονική άνεση να καθαρίσει να επισκευάσει μετά του συζύγου της, να αερίσει να αλλάξει σεντόνια και παπλώματα και να μπούμε σε ένα ζεστό σπίτι το χειμώνα και δροσερό το Καλοκαίρι.
Μια απ‘ αυτές τις φορές συνέβη και το περιστατικό τούτο:
Μπαίνει η γυναίκα στο διπλοκλειδωμένο, για το φόβο των Ιουδαίων, σπίτι, και με το που κάνει να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα να αεριστεί από την κλεισούρα, ακούει έναν περίεργο ήχο. Ερχόταν από τη μεριά του μπάνιου κοντά στην κουζίνα.
Ακριβώς δίπλα από την κουζίνα, υπάρχει μια μικρή σκάλα που βγάζει σε μια μικρή ταρατσούλα όπου γίνεται και το άπλωμα των πλυμένων ρούχων. Να σημειώσουμε εδώ ότι για ένα σπίτι σε χωριό που δεν κατοικείται, η κεραμοσκεπή είναι ιδανικός χώρος για ποντίκια. Δηλαδή, ξύλινη σκεπή και τα κεραμίδια από πάνω θολωτά. Ναι μεν προσφέρει ιδανική μόνωση δροσιάς αλλά απόντων των νοικοκυραίων οι πόντικες χωρίς γάτες αλωνίζουν και χορεύουν. Υπέθεσε λοιπόν το Κατερινιώ ότι κανένα ποντίκι θα ήταν που χαρχάλευε. Στήνει αφτί, μα ο θόρυβος έμοιαζε τώρα σαν μουρμουρητό, σαν βογκητό, σαν ψιλοκλάμα, ένα πράγμα Και το Κατερινιώ τα‘ παιξε που λένε και πεθαμένη από το φόβο της το‘ βαλε στα πόδια, αφήνοντας το σπίτι ανοιχτό ναι μεν να αερίζεται αλλά και στο έλεος του αγέρα που εδώ και λίγη ώρα έδινε ρεσιτάλ και εγώ δεν ξέρω πόσων μποφόρ.
Δρόμο παίρνει η Κατερίνα, δρόμο αφήνει και ασθμαίνουσα φτάνει στο σπίτι της. Λέει τα καθέκαστα στον άντρα της και εκείνος όπως όλοι οι άντρες του πλανήτη σε ανάλογες περιπτώσεις, την παίρνει στο ψιλό:
« Κλειδωμένο σπίτι βρε γυναίκαμ, ποιος να μπει κει μέσα και να κάνει τι; Να του αρέσει η μοναξιά το καταλαβαίνω, ιδίως αν η κυρά του είναι καμιά γλωσσοκοπάνα, μα εσύ μου είπες ότι το σπίτι ήταν διπλοκλειδωμένο. Το είπες για δεν το είπες; Αλλοδαποί στο χωριό μας δεν καταδέχονται να έρθουν για να πω ότι τρύπωσε εκεί κανένας τους να γλυκοκοιμηθεί. Εποχή συγκομιδής φρούτων δεν είναι για να έρθουν ξένοι εργάτες. Κρύο κάνει και ποιος Χριστιανός να μείνει εκεί μέσα να ξεπαγιάσει. Είπα για Χριστιανό. Τώρα για Μουσουλμάνο δεν ξέρω… Τι να σου πω;»
«Κωνσταντή πάψε τα αστεία και έλα μαζί μου να πάμε στης Κεράς. Οι άνθρωποι πώς θα έρθουν να μείνουν; Είναι ντροπή, τόσο καλά μας πληρώνουν και να έρθουν να βρουν το σπίτι σε τέτοιο χάλι και με φαντάσματα, αφού όπως λες δεν γίνεται να μείνει άνθρωπος εκεί μέσα! Εγώ Κωνσταντή μου, εκεί μόνη μου ΔΕΝ πάω. Φοβάμαι σου λέω.
Και όπως πάλι συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, πες πες το θηλυκό έπεισε το αρσενικό της να πάει για βοήθεια, το οποίον αρσενικό έκανε τη θυσία με μισή καρδιά βέβαια, αλλά προκειμένου να γλυτώσει το μπουρ και μπουρ, ας πάει στο καλό η βολή του. Υπάρχει άντρας να αντέχει τη μουρμούρα της κυράς του; (Για την δική του μουρμούρα τι γίνεται; Μα, πώς το λέει η παροιμία; ‘’ Η καμήλα δε βλέπει την δική της καμπούρα…’’ Και επιπλέον η δική του μουρμούρα επέχει την θέση ‘’διαταγής βασιλικής και τα σκυλιά δεμένα’’).
Πηγαίνοντας, να φυσάει ένας αγέρας που να θέλει θαρρείς να τους σηκώσει από τη Γη και τους δυο.
Σιγοβλαστήμησε την τύχη του ο Κωνσταντής και ευτυχώς που τη βλαστήμια του την πήρε ο άνεμος και δεν ακούστηκε, γιατί ήταν μια βλαστήμια απ’ αυτές που δεν γράφονται σε ένα τόσο σοβαρό διήγημα σαν το δικό μου!.... Πράγματι, φυσούσε τόσο πολύ δυνατά που έχανες την ισορροπία σου. Τέτοιο κακό, έλεγαν οι παλιοί, είχαν χρόνια να το δουν στο χωριό τους. Δεν έμεινε στα δέντρα καρπός, στα περβόλια και στους κήπους φύλλο… Και σκόνη, σκόνη σύννεφο. Θαρρείς και ο άνεμος έκανε στη γη χαλάουα. Μιλάμε για ΤΟ ξύρισμα. Το ηλεκτρικό κομμένο από το πρωί. Κόπηκε ένα κεντρικό και σημαντικό καλώδιο και οι εναερίτες εργάτες της Δ.Ε.Η. πώς να ανεβούν στις κολώνες να αποκαταστήσουν τη βλάβη;
Για μέρες το μαγείρεμα θα γίνονταν στο τζάκι και ο φωτισμός, με τον αρχέγονο τρόπο με τα σπαρματσέτα και τα κεριά από την Ανάσταση.
Με τα πολλά, φτάνουν στο σπίτι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, και πώς να ανάψουν κερί για να μπουν στα σκοτεινά; Κάποτε μπαίνοντας, το καταφέρνουν. Το Κατερινιώ διπλά φοβισμένο. Κι‘ αυτή δεν ήξερε τι φοβόταν πιότερο. Το φάντασμα, για τον οργισμένο Κωνσταντή;
«σς, σς, σς, σιγά Κωνσταντήμ»του ψιθυρίζει.
«ΣΚΆΣΕ Κατερινιώ »της απαντά ευγενικά ο κύρης της…
Στήνουν αφτί. Τίποτα.
Ξαναστήνουν, και να το.
Ένα βογγητό, χαμηλό, υποχθόνιο, που θαρρείς και έβγαινε από τη Γης τα έγκατα.
Το ακούει εκείνη.
Το ακούει εκείνος.
Και χωρίς να πουν λέξη, το βάζουν στα πόδια του σκοτωμού, όπου φύγει φύγει.
Φάντασμα, και μάλιστα λαβωμένο, άρρωστο, αποφαίνεται το ζεύγος των χωρικών.
Στο δρόμο για το σπίτι τους, όποιον συγχωριανό συναντούσαν του διηγούνταν για την παρουσία στοιχειού στο σπίτι μας. Και όπως συμβαίνει πάντα, το γεγονός μεγαλοποιήθηκε, έγινε φήμη τεράστια. Και όχι μόνο δεν πλησίαζε το σπίτι κανείς πια, μα ούτε από την περιοχή δεν περνούσε.
Στη λογική απορία κάποιου για το πώς είναι δυνατόν σε ένα θεόκλειστο σπίτι παγωμένο και σκονισμένο να υπάρχει ακόμη και ένα φάντασμα, του απαντούσαν:« Φάντασμα είναι, οι ανέσεις δεν του χρειάζονται. Ίσα ίσα που ένας τέτοιος χώρος είναι ιδανικός για την διαβίωσή του» Είχε μια λογική το σκεπτικό…
Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα μέχρι που την μεθεπομένη έρχεται ο γιος του ζευγαριού με άδεια αναρρωτική από το στρατό που υπηρετούσε τη θητεία του. Το παλικάρι είχε ψιλοπουντιάσει και λίγο ακόμη θα την απολάμβανε την καλή του πνευμονία. Του έδωσαν λοιπόν μια δεκαήμερη άδεια από το στρατό με προοπτική παράτασης, αν το έπαιζε και λιγάκι του θανατά. Έτσι και έγινε.
Κουβέντα στη κουβέντα του είπε η μάνα για τα καθέκαστα του σπιτιού της Κυράς. Του υπερτόνισε δε το γεγονός ότι αδιάψευστος μάρτυρας των λεγομένων της ήταν ο πατέρας του, ο Κωνσταντής, που όσο να ναι ο λόγος του είχε και μεγαλύτερη βαρύτητα(!). Μη νομίσει το παιδί ότι όλα τούτα τα έβγαζε από το μυαλό της, όποια και αν ήταν η ποσότητά του - του μυαλού - μέσα στην κεφαλή της!!!
Ο νεαρός φαντάρος σιγά μήπως και πίστεψε για φαντάσματα και χωριάτικες δεισιδαιμονίες. Το πρωί σηκώνεται παίρνει μια τεράστια βέργα που την είχαν να πιάνουν στα πιο Ψηλά κλαδιά των δέντρων τα εναπομείναντα πορτοκάλια και λεμόνια και πηγαίνει στο στοιχειωμένο σπίτι χωρίς να φοβάται. (Είδες τι κάνει ο στρατός; Φτιάχνει άντρες…).
Το ήθελε και αυτός να ετοιμαστεί το σπίτι της Κυράς. Ο γιος της ο γιατρός - εγώ δηλαδή - θα του ήταν χρήσιμος για την απαραίτητη γνωμάτευση που θα του παρέτεινε την άδειά του. Ο Έλληνας παντού ο ίδιος. Πονηρούλης και βολεψάκιας.
Καθώς πηγαίνει κατά ΄κει τον παίρνουν είδηση οι συντοπίτες του και για πότε κυκλοφόρησε σε όλο το χωριό η είδηση, ούτε τηλεβόας να είχε βγει. Οπόταν άρχισε να μαζεύεται πλήθος, σε κάποια απόσταση ασφάλειας από το σπίτι, με θέα πανοραμική. Μπαίνει το παλικάρι στο σπίτι και οι χωριανοί - σαν σε ασπρόμαυρη Ιταλική ταινία με το Μαρτσέλο Μαστρογιάννη - στήνονται σε ημικύκλιο. Πίσω οι άντρες, μπροστά οι γυναίκες και από αυτές μπροστά τα παιδόπουλα. Ο αόρατος σκηνοθέτης σκηνοθετεί άψογα τη σκηνή.
Το πλήθος αναμένει με κομμένη την ανάσα να ακούσει τη φωνή του παλικαριού που θα παλεύει τώρα με το στοιχειό. Ναι αλλά υπάρχει και περίπτωση το αερικό να έχει πάρει τη μιλιά του λεβεντονιού γι‘ αυτό και τόσην ώρα εκεί μέσα και δεν ακούν τίποτα.
‘’Μήτε φωνή μήτε σημάδι μήτε κανένα μήνυμά του,’’ που λέει και ο Μαλακάσης, ο ποιητής…
Το πλήθος δεν βγάζει τσιμουδιά αλλά αρχίζει να αγωνιά για την τύχη του παιδιού. Τίποτα δεν ακούγεται παρά μόνο ο άνεμος που δεν έλεγε να κοπάσει και ούρλιαζε και σφύριζε και σου έπαιρνε τα αφτιά.
Περιμένουν, περιμένουν, τίποτα.
Ένας γέροντας, τόλμησε να ψιθυρίσει, ότι οι παλιοί έλεγαν, πως σε τούτη εδώ την περιοχή, σε μια σπηλιά σα πέέέέρα, βρισκόταν το άντρο των αερικών. Και όταν έπιαναν οι αέρηδες, καλή ώρα σαν και τώρα, τα στοιχειά είχαν γιορτή. Μαζεύονταν και έστηναν χορό. Όποιος δε γενναίος δεν φοβόταν και τα πλησίαζε, του έπαιρναν τη μιλιά. Και ιδού η απόδειξη, θέλει και ρώτημα; Γιατί δεν ακούγεται το παλικάρι; Πάει μισή ώρα με τρία τέταρτα που μπήκε κει μέσα! Πάει το παιδί, πάει ο φανταράκος. Γενναίος, ξεγενναίος, ναι, μα δεν παίζουν με αυτά… Και άρχισε ο ψίθυρος να γίνεται βουητό και το βουητό κραυγή της μάνας:
«Βασίίίίίλη… Πού‘ σαι ορέ;… Βασίίίλημ… Βγες όξω ορέ τζιγέριμ… Αχ εγώ η κακούργα που σε έστειλα κει μέσα. Βασίίίλημ».
Και ο κόσμος σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας: ’’Βασίίίλη…’’
Είχε περάσει πια πάνω από μία ώρα από τη στιγμή που το φανταράκι είχε μπει εκεί μέσα. Και να‘ τος, ο Βασίλης που φανερώνεται τρίβοντας τα μάτια του αφ ΄ενός να ξενυστάξει αφ‘ ετέρου από την κατάπληξή του που βλέπει τόσους ανθρώπους κει έξω να τον καλούν με το όνομά του και να σταυροκοπιούνται.
Αναρωτιέται φωναχτά:‘’ Μα τι έπαθε ο κόσμος και κάνει σαν να είδε φάντασμα, γιατί φωνάζει το όνομά μου και σταυροκοπιέται;’’
«Τι είναι μωρέ τι πάθατε και σκούζετε έτσι; Έλα Παναγία μου. Μη και έγινε σεισμός και δεν τον πήρα χαμπάρι; Μην κι’ έπιασε φωτιά το χωριό; Και εγώ τι είμαι, η πυροσβεστική;»
«Αχ Βασίλημ την έχεις τη μιλιάσ;»
«Όχι. Μιλώ με δανεικιά!Μωρέ τι πάθατε; Μου λέτε;;;»
« Το Φάντασμα, τι σόκαν λεβέντη μας;»
«Το ποιο; Α, το φάντασμα… Ναι, με έκανε ντα ντα. Μπρ, Μπρ, Μπρ…
Βρε είσαστε με τα καλά σας;
Το παραθύρι του μπάνιου ήταν κουφωτό και όπως έμπαινε ο αγέρας σαν σε χωνί αντηχούσε στον τοίχο του μπάνιου και έμοιαζε με βογγητό».
«Και συ; Τι έκανες εσύ εκεί μέσα τόσην ώρα;»
«Συγγνώμη που δεν σας ενημέρωσα από την αρχή, αλλά να, αφού κτύπησα κάρτα υπηρεσίας και περίμενα το φάντασμα να έρθει και να τα πούμε ένα χεράκι και περίμενα και περίμενα και αυτό δεν έλεγε να φανεί, νύσταξα και χωρίς να το καταλάβω έπεσα πάνω στο πουπουλένιο πάπλωμα της Κυράς και αποκοιμήθηκα.
Να θυμηθώ, το δίχως άλλο, να ζητήσω συγγνώμη για την απρέπειά μου από την σεβαστή Κυρά. Να την ευχαριστήσω παράλληλα, γιατί έκανα ένα ονειρεμένο ύπνο τον οποίο θα συνέχιζα αν δεν με ξυπνούσατε με τις γαϊδουροφωνάρες σας που να σας πάρει η ευχή να σας πάρει…»
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Χαχαχχαχα! Χαριτωμένες δεισιδαιμονίες!!! Και ωραία δοσμένες…
Χαίρομαι που σας έκανα να γελάσετε.Ευχαριστώ
Πολύ ωραίο!
Αστεία και έξυπνη ιστορία! Συγχαρητήρια!
Τι ωραία ιστορία με έξυπνο τέλος
Ωραία γραφή, ευρηματική ιστορία!
Πολυ ωραιο και εξαιρετικα γραμμενο!!
Ευχαριστώ όλες και όλους…
Απολαυστικό!
Χαίρομαι που σας άρεσε. Ευχαριστώ.
Εξαιρετικό και γεμάτο ζωντάνια, μπράβο σας!!!
Το χάρηκα το ”μπράβο”σας . Να μη το πω;
Πολύ όμορφη ιστορία, έξυπνο και κωμικό τέλος!! Πολλά μπράβο!!
Πάντα καλοδεχούμενες οι κριτικές . Ευχαριστώ.
χαχαχα! Πολύ όμορφη η ιστορία σου και απολαυστική. Αυτή η ντοπιολαλιά από όποιο μέρος κι αν προέρχεται, ζωντανεύει τα κείμενα. Και να σκεφτείς ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία, αφού οι άνθρωποι πίστευαν και κάποιοι πιστεύουν σε φαντάσματα και δεισιδαιμονίες.
Χαίρομαι που σού άρεσε η ιστορία μου καλή μου Χριστίνα Καλό σου απόγευμα.
ΚΙ έλεγα, πού το πάει, πού το πάει;;;; Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να πηδήξει ούτε γραμμή!!!!!!!!!!!
Απολαυστικότατο και καυστικότατο!!!!!!!!!!!!!
Σ’ ευχαριστώ και σε φιλώ πολύ-πολύ!!!!!!!!!!!!!!
τώρα είδα το σχόλιό σου ένα χρόνο …μετά και ευχαριστώ για όσα καλά μού είπες.