Βαγγέλης Χρόνης
Κωνσταντίνος Μπούρας
‘Μελλοντική ελευθερία’
«Ο χορευτής αφού λειτούργησε στην σκηνή υπό τον ήχο των στίχων αποχώρησε εξαντλημένος. Είχε καταφέρει να προσθέσει νέες λέξεις όπως δεν τις είχε διανοηθεί ο ποιητής. Γράφει και ο χορευτής ποιήματα- άλεκτα μοιραίως»
Βαγγέλης Χρόνης, ‘Ο Χορευτής’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Όπως είναι γνωστό, η φετινή χρονιά είναι η χρονιά όπου και συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την εκδήλωση της επανάστασης του 1821 (1821-2021).[1] Η φετινή 25η Μαρτίου 2021, έχει την ιδιαιτερότητα, αφενός μεν να εορτάζεται εν καιρώ πανδημικής κρίσης, και, αφετέρου δε, να συγκεντρώσει φέτος επίσημους από τις τρεις χώρες που εν προκειμένω, στα 1827, καταναυμάχησαν τον Οθωμανικό (και τον Αιγυπτιακό) στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.[2]
Και αναφερόμαστε σε εκπρόσωπους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Εντός αυτής της διττής ιδιαιτερότητας, με το δεύτερο σκέλος να σπεύδει και προκαταβολικά, να καταδείξει την ίδια ιστορικότητα του επαναστατικού συμβάντος[3] που κωδικοποιείται χρονικά-χωρικά αλλά και πολιτικο-ιστορικά στην επωνυμία ‘1821,’[4] ιδιαίτερη σημασία αποκτά η εξέταση της επανάστασης ως «ιστορικού γεγονότος»,[5] για να παραπέμψουμε στην ιστορικό Έλλη Λεμονίδου.
Κάτι τέτοιο σημαίνει να επιδιώξουμε να κατανοήσουμε ευρύτερα την επανάσταση, μελετώντας την εις βάθος, θέτοντας στο επίκεντρο και δι-επιστημονικές προσεγγίσεις, ώστε και να καταστεί εφικτή η αμφισβήτηση απλοϊκών και εξιδανικευτικών[6] αφηγήσεων και ερμηνειών που εντός του ιστορικού χρόνου απέκτησαν την ‘αξιωματική ισχύ’ δια της κοινής παραδοχής, αλλά και να ενταχθεί η ίδια η επανάσταση του 1821, στη χορεία των μεταβολών εκείνων που είχαν ως αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή ήπειρος των αρχών του 19ου αιώνα να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ εθνεγερσίας και επίτευξης της σταθερότητας.
Το θέμα όμως της παρούσας ανάλυσης δεν είναι αυτό καθαυτό η επανάσταση του 1821 και οι παράλληλες προεκτάσεις της, αλλά, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο την προσλαμβάνει στο ποίημα[7] του ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’[8] ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης. Το ποίημα του περιέχεται στην ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία’[9] που γράφηκε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Μπούρα και αποτελεί το εμπρόθετο, θα λέγαμε, ‘προϊόν’ και δη ποιητικό ‘προϊόν’ του χρόνου της εξελισσόμενης πανδημίας, επι-καλύπτοντας χρονικά-συναισθηματικά αλλά και ιστορικά, την περίοδο της πρώτης καραντίνας[10] (άνοιξη του 2020). Κάποιοι θα μπορούσαν να αναφέρουν πως επρόκειτο για ένα ποιητικό ‘οδοιπορικό’ σχετικό με την εξέλιξη της πανδημικής κρίσης.
Μία τέτοια αντίληψη θα ήταν ορθή. Όμως, εάν επιχειρήσουμε επ’ αυτού μία διαφορετική προσέγγιση, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό ‘μωσαϊκό’ οι ψηφίδες του οποίου τοποθετούνται καθημερινά, ήτοι ημερολογιακά,[11] φέροντας μία παιγνιώδη διάθεση που έχει το πλεονέκτημα ό,τι δεν αποκρύπτει στοιχεία από τον αναγνώστη, στο βαθμό που δεν βιώνουν την κρίση μόνο οι ποιητές, αλλά και ο αναγνώστης.[12]
Το βίωμα ναι μεν καθίσταται κοινό, από την άλλη όμως δε, αφήνει χώρο στον αναγνώστη να προβάλλει τις δικές του αφηγήσεις περί κρίσης, κάτι που προσδίδει στο ποιητικό έργο χροιά δια-δραστικότητας, ψήγματα ενός γίγνεσθαι που έχει μεταβληθεί δραστικά και φαντάζει ακόμη (εκείνες ιδίως τις πρώτες ημέρες), ανοίκειο.
Η χρονολόγηση (τα ποιήματα δύνανται να φέρουν την μορφή της ‘επιστολής’),[13] των ποιημάτων εκκινεί από τις 21 Μαρτίου, με τον Βαγγέλη Χρόνη να κάνει την αρχή, παίζοντας με τις συν-δηλώσεις που ενέχει η φύση αλλά και ο πανδημικός ιός.[14]
Από τις 21 Μαρτίου έως την 25η Μαρτίου, δεν φθάνουμε γραμμικά, διότι μεσολαβεί μία χορεία ποιημάτων που κατατίθενται, τα οποία και σημασιοδοτούν την αίσθηση του χρόνου[15] που πλέον, αξιολογείται διαφορετικά.
Και πριν από το ποίημα ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’ ο Βαγγέλης Χρόνης έχει καταθέσει το ποίημα ‘Η Απαίτηση των Καιρών.’ Στη δυάδα των ποιημάτων με ημερομηνία 25 Μαρτίου 2020, ‘Η Απαίτηση των Καιρών’ είναι αυτή που θέτει το περίγραμμα της ημέρας αλλά και του καιρού: «Μέρες βαριές αυτές που ζούμε όσο βαριές κι αν είναι εκείνες που ακολουθούν. Ο εθνικός ύμνος στον νου μου ψάλλεται αν και έναν ύμνο διεθνή θα επιθυμούσα έναν ύμνο που δεν έχει γραφεί ακόμη».[16]
Σε αυτό το πλαίσιο, η έμφαση περισσότερο δίδεται στον παροντικό χρόνο, με την αναφορά στις ημέρες που χαρακτηρίζονται εξαρχής ως «μέρες βαριές»[17] (πανδημικό παρόν), να αναδεικνύει την ευρύτητα της κρίσης που δύναται να παραγάγει γεγονότα, θέτοντας εν κινδύνω την ίδια την ανθρώπινη ζωή.
Κάτι που αναγνωρίζει ο ποιητικός λόγος, προσαρμοσμένος στην αίσθηση της επί τα χείρω ή αλλιώς, της δραματικής μεταβολής, της αίσθησης της ανασφάλειας για ό,τι δεν δύναται να ελεγχθεί, με τον ‘εθνικό ύμνο’[18] που συνδέει τις δύο στροφές του ποιήματος, να ψάλλεται νοερά, με έναν σκεπτικισμό που αντλεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Και είναι ο σκεπτικισμός που διευρύνει κατά τι τα όρια, ώστε να αναδειχθεί η βαθύτερη επιθυμία του ποιητή που ‘ψάλλει’ όχι ως ψάλτης αλλά ως ποιητής-πολίτης, και που είναι το τραγούδι ενός ύμνου που είναι ‘διεθνής.’
Ύμνου οικουμενικής φοράς, συμπεριληπτικού της τρέχουσας ανθρώπινης κατάστασης, εντός του οποίου θα λάβει την θέση του ο εθνικός ύμνος,[19] τον οποίο έχει ψάλλει ο ποιητής, εκεί όπου ο εθνικός ύμνος, εμπρόθετα, ‘ενσαρκώνει’ αυτό που πρέπει να ακουστεί, να επι-τελεσθεί σιωπηρά αλλά έντονα, ως δείγμα επίγνωσης (αλλά και σθένους), το ό,τι η ’25η Μαρτίου 2020,’[20] αυτό το χρονικό νήμα πάνω στο οποίο παράγονται νοήματα και οι προσλήψεις της ιστορικής μνήμης, είναι διαφορετική. Με ποιον τρόπο;
Με έναν τρόπο επίσης ιστορικό, αλλά και υπαρξιακό, ανατρεπτικό και ‘φορτισμένο,’ που μετεξελίσσει τον εθνικό ύμνο πρωταρχικά, σε ύμνο παρηγορίας, σε άκουσμα διαμέσου του οποίου η επιθυμία είναι το ακόμη ανείπωτο. Αυτό που θα συνδέσει το εθνικό με το διεθνές, αναφερόμενο στην ‘γεωγραφία’ της πανδημικής κρίσης και στην εξέλιξη της.
Και μεταξύ των δύο ποιημάτων του Βαγγέλη Χρόνη, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 2020,[21] παρεμβάλλεται δραστικά το ποίημα ‘Ύμνος’ του Κωνσταντίνου Μπούρα, το οποίο με μία εκφραστική και μη πεσιμιστική διάθεση, περιστρέφεται γύρω από μία αλληλουχία αξιών σημαντικών, εναλλάσσοντας το ιστορικό με το ποιητικό στοιχείο, αξιο-θεμελιώνοντας μία δοτικότητα που εμπεριέχει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τους ποιητές και ακόμα ακόμα, την πανδημία.
«Ύμνος χαράς, Ύμνος αναδημιουργίας, Ύμνος συνεργασίας… Ύμνος λαμπρός, Ύμνος ίσαλος… Ύμνος σοφίας, Ύμνος ειρήνης, Ύμνος δικαιοσύνης, Ύμνος Αλληλεγγύης, Ύμνος ομορφιάς… Ευαγγελισμός της Θεοτόκου σήμερα. Οι ποιητές είναι το άλας της γης. Το γάργαρο νερό της Ζωοδόχου Πηγής. Ο κρίνος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ή μάλλον η γύρη…».[22]
Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο διεθνής ύμνος που επιθυμεί ο Βαγγέλης Χρόνης, προσλαμβάνει περιεχόμενο δια του ποιητικού ‘πράττειν’ του Κωνσταντίνου Μπούρα, ο οποίος υμνεί εκτατικά, κάτι που μας ωθεί στο να αναφέρουμε πως αυτή η ποιητική συν-ομιλία που δεν κείτεται εκτός χρόνους και παράλληλα, εναποτίθεται στην επιθυμία, εγγράφει μία βασική λειτουργία, έτσι όπως την εντοπίζει ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida.
Έτσι, κάνουμε λόγο για την «κυρίαρχη δύναμη του έργου, για παράδειγμα αυτό που κάνει το ποίημα (Gedicht) δοσμένο αξίωμα και Dict (υπαγόρευση), αποτελεί επίσης την πρόσκληση στην υπεύθυνη απάντηση και στον διάλογο (Gesprach)».[23]
Το ποίημα του Βαγγέλη Χρόνη «αποτελεί την πρόσκληση στην υπεύθυνη απάντηση»,[24] για να καταστούμε ολίγον τι Ντερριντιανοί, την οποία και σπεύδει να δώσει ο Κωνσταντίνος Μπούρας, αφήνοντας ανοιχτό συνάμα, τον λόγο ώστε αυτός να εμπλουτισθεί ποιοτικά και όχι απλά να συμπληρωθεί. Η «υπεύθυνη απάντηση»[25] συμβάλλει στο να συγκροτηθεί μία ‘κοσμο-αντίληψη,’ που πρωτίστως θέλει την ποίηση συγ-κεφαλαίωση μίας εμπιστοσύνης που δομείται ποίημα-ποίημα.
Μέσω της παρεμβολής αυτής, ποιητικώ τω τρόπω, ο Βαγγέλης Χρόνης, φθάνει στο ποίημα ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’[26] που καθίσταται περισσότερο στοχευμένο ιστορικά, προσομοιάζει προς την διαδικασία συνάρθρωσης του ιστορικού παρελθόντος με το δύσκολο παρόν που διαπερνά την ποίηση της ‘μίας επαφής,’ στο σημείο όπου επιχειρείται η εννοιολογική μεταστοιχείωση ή αλλιώς, μετάπλαση του ‘ηρωισμού’ του παλαιού καιρού επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821), στις σημερινές συνθήκες.
Ο ποιητής λειτουργεί ως συμμέτοχος, ανα-συγκροτώντας φαντασιακά την ‘οικεία’ 25η Μαρτίου: «…Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… και ξανά προς τη δόξα τραβά». Ακούγοντας στη διαπασών το εμβατήριο και κρατώντας μια μικρή σημαία παρήλασα στην κουζίνα τους σπιτιού μου αναπολώντας ένδοξες στιγμές του παρελθόντος όπως τις έζησα στις εθνικές επετείους. Ένα παράπονο και μια συγκίνηση- δεν ήταν μόνο για τους παλιούς τους ήρωες αλλά και για τους σημερινούς που προσπαθούν να σώσουν όλους εμάς που αναμένουμε στην σειρά ως υποψήφιοι ασθενείς. Στο τέλος κατέθεσα ένα αγριολούλουδο στην εικόνα του Ευαγγελισμού».[27]
Ο ιδιωτικός χώρος της οικίας επέχει θέση δημόσιου χώρου όπου και διαμορφώνει την αυτο-εικόνα του ο ποιητής ως άμεσος ‘δρώντας,’ ως το πρόσωπο που αναγάγει την εθνική επέτειο στο ύψος της ‘δόξας’ και της ιστορικής ‘αίγλης’ και ταυτότητας, εκεί όπου η έννοια του ‘ηρωισμού,’[28] όχι επικολυρικά δοσμένη, συμπεριλαμβάνει τους ‘παλιούς ήρωες’ του 1821, αλλά όμως, και τους «σημερινούς»,[29] με τρόπο που η ηρωοποίηση αλλάζει πρόσωπο αλλά όχι και περιεχόμενο δραστικά.
Όπως μεταβάλλεται κατά τι και το υπόδειγμα της ελληνικότητας που επενδύει στην γνώση και στην ανιδιοτέλεια σε περίοδο υγειονομικής κρίσης, και, περαιτέρω, σε καιρό ‘πολέμου.’ Ο πόλεμος και η κρίση έχουν ως κοινή ‘μήτρα’ το 1821 που δεν στιγματίζει και δεν στιγματίζει, παρά ‘απελευθερώνει.’
Τώρα, εν καιρώ πανδημικού συμβάντος, ‘ήρωες’[30] καθίστανται το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που δεν κατονομάζονται αλλά κατασκευάζονται μέσω των προκείμενων του ποιήματος, που, δεν επιζητούν μία άλλους είδους ‘ελευθερία’ όπως οι παλιοί (το παρελθόν αναμειγνύεται με το παρόν), αλλά, αντιθέτως, ομνύουν στη ‘σωτηρία’ όλων όσοι αναμένουν στη σειρά, όλων όσοι αναμετρώνται με τον επικίνδυνο ιό.
Και η αφηγηματική χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου δεν είναι τυχαία: «Που αναμένουμε στη σειρά ως υποψήφιοι ασθενείς»,[31] γράφει ο ποιητής, μη εξαιρώντας τον εαυτό από την ακτίνα δράσης του ιού, προσδίδοντας κατ’ αυτό τον τρόπο εκ νέου περιεχόμενο στο παρόν, το οποίο και φέρει και ο ίδιος. Όντας, ο μνήμων ποιητής.
Με τον ‘ηρωισμό,’ πολεμικού-ιατρικού τύπου να έχει σκιαγραφηθεί, με τον ποιητή να δια-κρατεί σύμβολα και λέξεις, το ποίημα ως αίσθηση, ερείδεται σε μία προσωπική στιγμή που δεν θυσιάζει όσο ευγνωμονεί, κλείνει το γόνυ στο παρελθόν της ‘ελευθερίας’ και στο παρόν των έντονων προσπαθειών, εκεί όπου υπεισέρχεται η παράμετρος, εννοιολογικά, της θρησκευτικότητας, με το τρίπτυχο ιστορία (25η Μαρτίου)- παρόν-θρησκευτικός εορτασμός, να είναι ευδιάκριτη.
Το αγριολούλουδο προσδίδει στο ποίημα τους επι-γενόμενους όρους μίας ευαισθησίας που γνωρίζει όμως τι επιδιώκει ο θεωρούμενος ως ‘ηρωισμός’ του 1821 και της επανάστασης του 1821, όπως επίσης, και το τι αντιμετωπίζουν καθημερινά γιατροί και νοσηλευτές. Η απεύθυνση των οποίων είναι απεύθυνση πληθυντική. Η 25η Μαρτίου του 1821 ανα-σημαίνεται, αναπαραγόμενη με άλλα μοτίβα, ωσάν στρατηγικό ρίσκο, στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη.[32] Ο οποίος και δεν αποκόπτεται από τις όψεις αυτού που θα ορίσουμε ως παράδοση.
Η κεντρική ιδέα γύρω από την ιδέα αρθρώνεται και αναπτύσσεται το ποίημα είναι η ιδέα της προσφοράς που αν αναγνωρίζει κάτι, αυτό είναι το κόστος. Από το οποίο και εκβάλλει η αίσθηση του καθήκοντος, η ηθική της συν-ευθύνης, και όχι μόνο της ευθύνης, η παραδοχή ό,τι τα ιστορικά νάματα του 1821 δεν μένουν στατικά στο χρόνο. Τα δύο σύντομα ποιήματα σχετικά με την πρόσληψη του 1821′ δεν διακρίνονται για την τήρηση ισορροπιών, αλλά αποτελούν απόρροια της επιθυμίας του ποιητή να πλησιάσει το ‘1821’ αλλιώς, χωρίς διδακτισμό, με μία αίσθηση αντίληψης της κρισιμότητας των καιρών.
Υπόρρητα και ανοιχτά, συγκροτείται ένας νέος πατριωτισμός[33] που αντί του διλημματικού και πυκνού ‘ελευθερία ή θάνατος’ χρησιμοποιεί το ‘Πανδημία και Πολιτεία.’ Υπό αυτή την οπτική και έννοια, η ιστορία καταλαμβάνει την θέση της όντας ανοιχτή σε μετερμηνείες, ταυτίσεις και συμπορεύσεις. Αθροιζόμενα τα ποιήματα των Βαγγέλη Χρόνη και Κωνσταντίνου Μπούρα, συγκροτούν την ιστορία ως πεδίο δοκιμών.
_____
[1] Βλέπε την ειδική έκδοση της εφημερίδας ‘Τα Νέα’ στο φύλλο της 24ης Μαρτίου 2021, που περιέχει σειρά άρθρων ακαδημαϊκών διαφόρων αντικειμένων αλλά και πολιτικών, προεξαρχούσης της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου. ‘Οι άγνωστες σελίδες του 1821,’ Επιμέλεια ενθέτου: Λιαλιούτη Μυρτώ, Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 24/03/2021, σελ. 13-20. Στην εν γένει ευρωπαϊκή-νεωτερική διάσταση του 1821 αναφέρεται ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννης Βούλγαρης: «Ενδεικτικά: το 1821 ως εγγενές ευρωπαϊκό νεωτερικό γεγονός, η συνεκτίμηση της πολεμικής προσπάθειας με την πολιτική δεξιοτεχνία, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι της εποχής ισότιμα με τους καπετάνιους, παρέα στο συλλογικό φαντασιακό ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος με τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, ο επαναστατικός πολιτισμικός μετασχηματισμός του χριστιανού υπηκόου σε Έλληνα πολίτη- θέματα που έχουν κατακτηθεί στον επιστημονικό λόγο και περιμένουν να γίνουν νέα συλλογική αντίληψη για την ιστορία μας».
[2] Για την οιονεί παρέμβαση των Μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής στα της επανάστασης του 1821, βλέπε σχετικά, Διβάνη Λένα, ‘Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947). (Απόπειρα πατριδογνωσίας),’ Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, ιδίως σελ. 90-133., όπου και μία ιστορική αναφορά στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου του 1827, που είναι αυτή που κυρίως έφερε στην Αθήνα για τον τελετουργικό εορτασμό της επετείου τους εκπροσώπους των δυνάμεων της εποχής. Με το υπόστρωμα της παρέμβασης ή και παρουσίας τους να είναι ευρύτερο όμως και να μην εξαντλείται στο αμιγώς πολεμικό-στρατιωτικό πεδίο. Για μία Βρετανική εξιστόρησης της Ναυμαχίας, βλέπε σχετικά, Woodhouse C. M., ‘The battle of Navarino,’ London, 1965.
[3] Η παρατήρηση του Αμερικανού ιστορικού Barrington Moore, σχετικά με την μη κοινή αντίδραση των ανθρώπινων υποκειμένων ενώπιον μίας κατάστασης ή ενός ρηξιακού συμβάντος όπως είναι η επανάσταση, θεωρούμε πως ισχύει και για την επανάσταση του 1821: «Η κοινή παρατήρηση είναι αρκετή για να δείξει ότι οι άνθρωποι, ατομικά και συλλογικά, δεν αντιδρούν σε μια «αντικειμενική» κατάσταση με τον ίδιο τρόπο, όπως αντιδρά ένα χημικό στοιχείο μ’ ένα άλλο μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα. Αυτή η μορφή αυστηρού μπηχαβιορισμού είναι νομίζω εντελώς λαθεμένη. Υπάρχει πάντα μια ενδιάμεση μεταβλητή, ένα φίλτρο, θα λέγαμε, ανάμεσα στους ανθρώπους και σε μια «αντικειμενική» κατάσταση, καμωμένο από κάθε λογής επιθυμίες, προσδοκίες και άλλες ιδέες που προέρχονται από το παρελθόν». Βλέπε σχετικά, Moore Barrington, ‘Κοινωνικές ρίζες της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας. Αγρότες, γαιοκτήμονες, εργάτες, αστοί και διανοούμενοι στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου,’ Μετάφραση: Σοφιανός Φ.Ρ.,- Γαβριηλίδου Αγγελική, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1984, σελ. 557., όπου και κατατοπιστική ανάλυση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν το επαναστατικό συμβάν σε Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες και στον Ασιατικό χώρο, με την μελέτη του Moore να είναι εξ αυτών που συνέβαλλαν στην τυπολογική διάκριση μεταξύ των επαναστάσεων που ενέσκηψαν στην περίοδο της νεωτερικότητας.
[4] Εάν πιάσουμε το νήμα από την υποσημείωση νούμερο ‘3,’ θα σημειώσουμε πως ο ιστορικός Κώστας Κωστής, επιδιώκει να εντάξει ή ορθότερα, να προσεγγίσει το 1821 υπό την οπτική γωνία των αναπτυσσόμενων (βλέπε και τον κλάδο της ‘ανάλυσης συγκρούσεων’ με εκπροσώπους όπως ο Αυστραλός John Burton), θεωριών της επανάστασης. Κατά τον ίδιο, «διαχρονικά δεν αγγίζουμε το 1821 ως θεματική, αλλά το σημαντικό είναι και πως θέλουμε να το προσεγγίζουμε. Μετά το 1921 υπάρχει μία βιβλιογραφία για τις διεθνείς επαναστάσεις που εμπλουτίζεται συνεχώς. Η τελευταία φάση της είναι με την Αραβική Άνοιξη: η πέμπτη γενιά των θεωριών της επανάστασης. Κατά τη γνώμη μου, εδώ ασχολούμαστε ακόμη με όρους αφελείς: υπάρχουν κάποιοι «καταπιεσμένοι που κάποτε επαναστατούν». Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν ήταν καταπιεσμένοι, αλλά η καταπίεση από μόνη της δεν οδηγεί σε επανάσταση». Βλέπε σχετικά, Κωστής Κώστας, ‘ «Επικίνδυνο να καταγγέλλεις το αφήγημα του ’21 ως ‘’στημένο’’»…ό.π., σελ. 19.
[5] Βλέπε σχετικά, Λεμονίδου Έλλη, ‘Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918). Ιστορία μιας οικουμενικής καταστροφής,’ Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας,’ Αθήνα, 2020, σελ. 11., με την συγγραφέα να προβαίνει σε μία βασική επισκόπηση των σημαντικότερων στιγμών και των βασικότερων μετώπων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του αποκληθέν και ‘Μεγάλου Πολέμου.’ Το εγχείρημα της εντάσσεται στα αφιερώματα που προέκυψαν με αφορμή την συμπλήρωση των πρώτων 100 ετών από την χρονική λήξη του (1918-2018).
[6] Θέτουμε στο επίκεντρο το εξής ζήτημα, που καθίσταται ιδιαίτερο σημαντικό για την ευρύτερη μελέτη του επαναστατικού φαινομένου που δεν ενέσκηψε εν κενώ. Ήτοι, το ζήτημα της ‘απο-ιεροποίησης’ της, που είναι αυτό που δύναται να συνδράμει στην πληρέστερη μελέτη και ερμηνεία της, αναζητώντας τον πρωταγωνιστή ή τους πρωταγωνιστές, εάν στραφούμε σε μία πληθυντική ανάλυση και τα ονόματα τους: Τι σήμαινε η δράση τους επί του πεδίου; Σε ποιο βαθμό εναρμονίστηκε με τις πολιτικές-διπλωματικές διεργασίες;
[7] Για την ποίηση που έχει παραχθεί με θεμέλιο λίθο την επανάσταση του 1821 που ως συμβάν απέκτησε ποιητική υπόσταση, μη απέχοντας και από τις αξιακές, πολιτικές και αισθητικές αναζητήσεις των ποιητών που ασχολήθηκαν επισταμένως ή μη μαζί του, βλέπε σχετικά, ‘Η ποίηση του 1821. «Ένα συναξάρι της κατορθωμένης ελευθερίας μας»,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 24/03/2021, σελ. 48-49. Ο Κώστας Σταμάτης είναι ο συγγραφέας του έργου ‘Η ποίηση της ελληνικής επανάστασης 1821,’ Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2021.
[8] Στη συνέντευξη του Κώστα Σταμάτη στον δημοσιογράφο Νίκο Κουρμούλη, για την ποίηση που είχε ως ‘μήτρα’ το 1821, παρατίθεται και το αρκετά μεταγενέστερο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη ‘Πατρίδα.’ Η ποιητική γραφή του Τάσου Λειβαδίτη, προβάλλει εντόνως το σημαίνον της ‘θυσίας’ και δη της ιστορικής ‘θυσίας’ για την πατρίδα, εκεί όπου η ίδια η ‘γέννηση’ της πατρίδας στην οποία και απευθύνεται ως κάτι απτό ο ποιητής, ως κάτι που αφορά τον ίδιο, προϋποτίθεται στο θάνατο, στο αίμα και στη θυσία, νοηματοδοτώντας μία (εδώ αριστερόστροφη) αντίληψη περί ‘μάχης’ και περαιτέρω, ‘διαρκούς μάχης.’ Ο θάνατος επιμερίζεται ιστορικά, με την έννοια της ‘πατρίδας’ να συντίθεται εν σπέρματι από την ‘θυσία’ και από τους λόγους της ‘θυσίας,’ εικονοποιούμενη σε συλλογικές φωνές και αφηγήσεις. «Πατρίδα (….) είσαι γεννημένη μέσ’ από φωτιές, από κραυγές, από κραυγές κ’ αίματα/ απ’ αυτούς που πέσανε για σένα, χιλιάδες και χιλιάδες/και χάθηκαν για πάντα κάτω απ’ το χώμα σου./ (…) Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους». Η τελευταία στροφή αποτελεί και έναν ενδεικτικό ορισμό της ‘πατρίδας,’ κατά τον Τάσο Λειβαδίτη, οι ‘γεννήτορες’ της οποίας είναι οι πεθαμένοι και (ας το κρατήσουμε αυτό), οι ανώνυμοι «πεθαμένοι», που, όντας νεκροί, προσέδωσαν στην ‘πατρίδα’ όνομα. Αίσθηση. Περιεχόμενο και χώρο. Και αξίζει να σημειωθεί πως με το ποίημα ‘Πατρίδα’ του Τάσου Λειβαδίτη, ‘συν-διαλέγεται’ (ποιητική αντήχηση) δραστικά, το ποίημα ‘Ξεσηκωμένη Αμερική’ του Χιλιανού ποιητή Pablo Neruda, που γράφει χαρακτηριστικά, με μία παρόμοια οικειότητα: «Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους, από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς, από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί μια σταγόνα αίμα πετούμενο και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή, μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη». Εάν κάτι διαφοροποιεί τα δύο ποιήματα και το περιεχόμενο και όχι τόσο το ύφος, είναι το γεγονός ό,τι ο Νερουδιανός λόγος δύναται να προβεί στη σύζευξη του αίματος, δηλαδή του θανάτου-‘θυσίας’ για την πατρίδα, με μία τάξη μεγέθους κλιμακούμενη που αποκαλύπτει ως ‘γεννήτορες’ της δικής του πατρίδας, τους ‘από κάτω,’ τα τέκνα που δεν έχουν καταγραφεί, τους ανώνυμους και ‘ταπεινούς,’ με την Μαρξική θεώρηση να καθίσταται στοχευμένα λαϊκότροπη που ως καταγωγικό ‘ίχνος’ ενέχει τον έτοιμο, για την τελική εφόρμηση, ‘λαό.’ Και η Νερουδιανή ποίηση δεν διστάζει να προχωρήσει παραπέρα: «Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό». Η Νερουδιανή πρόσληψη του ‘λαού’ τον θέλει να ‘γεννιέται’ (‘λαο-γένεση’), από τους ‘λαϊκούς μαχητές,’ δια-κρατώντας εν σπέρματι την αντίστιξη με τον «προδότη» και τον «δεσμοφύλακα». Άρα, έχουμε ένα εννοιολογικό σχήμα ‘λαός-θυσία-πατρίδα’ που αναδύεται (ας θυμηθούμε και το ‘να τη πετιέται’ του Γιάννη Ρίτσου), και συγκροτεί εκ νέου την ιστορία ‘για τους πολλούς,’ που εγγράφει την αντίστιξη ‘γεννήτορας-φίλος-εχθρός,’ με τον Τάσο Λειβαδίτη αντίστοιχα, να εμμένει, σε ένα σχήμα θανάτου που ιστορικά, ως μοτίβο, είναι επαναλαμβανόμενο: ‘Πατρίδα, είσαι «γεννημένη απ’ τους πεθαμένους», ξανά και ξανά. Οι δύο ποιητές που ομνύουν στην ‘πατρίδα,’ συγκλίνουν πάνω στο πεδίο των κοινών πολιτικών-ιδεολογικών πεποιθήσεων. Βλέπε σχετικά, Νeruda Pablo, ‘Ξεσηκωμένη Αμερική,’ Ποιητική συλλογή ‘Canto General,’ Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1973, σελ. 138., & ‘Η ποίηση του 1821. «Ένα συναξάρι της κατορθωμένης ελευθερίας μας»…ό.π., σελ. 48.
[9] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης & Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Μελλοντική Ελευθερία,’ Επίμετρο: Νιάρχος Θανάσης, Σχέδια: Φασιανός Αλέκος, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2020. Η ποιητική συνομιλία μεταξύ των δύο ποιητών, εξελίσσεται παράλληλα με την εξέλιξη της πανδημίας, φέροντας τους εγγύτερα στο συγκείμενο ή αλλιώς, στο επίδικο που είναι όχι το να εξέλθουν ‘αλώβητοι,’ αλλά και το να ανα-τροφοδοτήσουν τις αρχές τους, τους φόβους και τις ‘προσευχές’ τους. Με βασικό ‘εργαλείο΄ το ποιητικό ‘πράττειν,’ τέμνουν την πανδημία ως ‘αυτό που είναι’ νοηματοδοτώντας και ό,τι αυτή επι-φέρει. Και είναι ενδεικτικό των ποιητικών προθέσεων, το ό,τι ο Κωνσταντίνος Μπούρας στο σύντομο ποίημα του, ‘Εμείς και ο χρόνος,’ της δίδει το ‘φορτισμένο’ όνομα ‘Πανούκλα’ (βλέπε το έργο του Γάλλου Αλμπέρ Καμί), όχι για να εξορκίσει το ‘κακό,’ ηθικολογικά, αλλά για να αμβλύνει το φορτίο της, εφευρίσκοντας έναν άλλο χρόνο, ή μία άλλη αίσθηση του χρόνου που κυλά: Τον ύπνο ως καθαυτό ‘φάρμακο.’ «Ο χρόνος στην πανούκλα διαστέλλεται, Μετράει διπλά και τρίδιπλα. Εις ύπνον γαλήνιον Ακυρώνεται». Στο ίδιο, σελ. 11.
[10] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης & Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π.
[11] Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή, διατηρούν ένα πρόσημο ευθύνης: Οι ποιητές δεν αποστρέφονται την πραγματικότητα, ορίζοντας ως ιδιαίτερο σημείο αναφοράς την δυνατότητα της αναπλήρωσης: Ό,τι στερεί η πανδημία και η διαχείριση της (βιο-πολιτική της ‘καραντίνας’), δύναται να το αναπληρώσει, επώδυνα και σύνθετα, η ποιητική επαφή, η ανταλλαγή λέξεων που κρατούν το βάρος της παρουσίας αλλά και της απορίας.
[12] Διαβάζοντας την ‘Μελλοντική Ελευθερία’ που αν επιχειρήσουμε να την εντάξουμε στα συμφραζόμενα της περιόδου της δεύτερης ‘καραντίνας,’ θα εντοπίσουμε τις ουσιώδεις συγκλίσεις της με την εμβολιαστική επιχείρηση που φέρει τον τίτλο ‘Ελευθερία,’ ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση πως ευρίσκεται στην «αρχή ενός διαλόγου», για να παραπέμψουμε στον Gadamer. Βλέπε σχετικά, Gadamer H. G., ‘Destruktion und Dekonstruction,’ Gesammelte Welte, Mohr, Tubingen, 1985-1995, σελ. 361-372.
[13] Των επιστολών εκείνων που απευθύνει ο ένας προς τον άλλο, με αρίθμηση και τα αρχικά του ονόματος: Β.Χρ., και Κ. Μπ. Τα ονοματεπώνυμα εκ νέου νοηματοδοτούν τον λόγο και τις λέξεις που δεν είναι ‘αιμάσσουσες,’ αλλά δημιουργούν και εστίες που λειτουργούν ως ‘ανάσες.’ Ο αναγνώστης αντικρίζει την πανδημική πραγματικότητα που δεν ωραιοποιείται, αλλά ταυτόχρονα, έρχεται σε επαφή με την προσδοκία ή τις προσδοκίες υπέρβασης που εφάπτονται με ένα βραχυπρόθεσμο μέλλον: «Μελλοντική Ελευθερία».
[14] Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής είναι το ‘Η Ασθένεια της Φύσης,’ το οποίο και διαρρέει την προσδοκία για την εναλλαγή εποχών (εαρινή ισημερία) και συναισθημάτων. «Οι κουτσουπιές και οι πασχαλιές σύντομα θα ανθίσουν. Και το «γλυκύ μου έαρ» θα ψάλουμε για όσους χάνονται τούτη την άνοιξη του δύο χιλιάδες είκοσι. Ενώ η φύση ασθενεί ευχαριστώ τους φόβους μας για τις ελπίδες που γεννούν». Έναν χρόνο μετά, οι θάνατοι από κορωνοϊό, συνεχίζονται. Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘ Η Ασθένεια της φύσης,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 8.
[15] Ο χρόνος στην ποιητική συλλογή αναπαρίσταται με όρους μεταιχμιακότητας, με τον Κωνσταντίνο Μπούρα στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, να προσλαμβάνει το συναίσθημα του φόβου εντός μίας διαλεκτικής ζωής και θανάτου, του φόβου που προσφέρει κίνητρα καθώς και τον ‘θάνατο,’ και συμβολικά ιδωμένο: Τι είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε εν τω μέσω της πανδημίας; «Χάρη στον φόβο είμαστε ζωντανοί. Χάρη στον φόβο κάθε λεπτό πεθαίνουμε». Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Ο Φόβος φυλάει τα έρημα…,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 9.
[16] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η Απαίτηση των Καιρών,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 12. Ο εθνικός ύμνος, ο ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν’ του Διονυσίου Σολωμού, ψάλλεται σιωπηλά και φαντασιακά, σε μία ελεύθερη στάση, συνιστώντας το έναυσμα όπου το εθνικό διασταυρώνεται εγκάρσια με το διεθνικό, σε ένα διττό πλέγμα. Ως προς αυτό, ο ύμνος είναι λειτουργικός και όσον αφορά το κλίμα των ημερών, την διάθεση συμμετοχής και την πρόσληψη της επαναστατικής διαδικασίας του 1821 (σημαίνον ελευθερίας που δεν είναι μόνο ελληνικό), αλλά και όσον αφορά και την τοποθέτηση του σε μία βάση που δύναται να δώσει το ‘κάτι παραπάνω’ και να δει παραπέρα: Την επιθυμία για έναν ύμνο διεθνή και ανθρώπινο, αλληλεγγύης εν καιρώ κρίσης δημόσιας υγείας «που δεν έχει γραφεί ακόμη». Σε ποια γλώσσα δύναται να γραφεί ένα τέτοιος ύμνος;
[17] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η Απαίτηση των Καιρών,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 12. Ο ποιητικός λόγος δεν τείνει σε μία «επαναστατική εικονοκλασία», κατά την έκφραση του Barrington Moore, αλλά μετουσιώνει το παρόν σε βαθιά επιθυμία, λεκτική όσο και εν-σώματη: Ο ύμνος ‘για,’ δίχως να ενυπάρχει ένα άμεσο ‘γιατί.’ Βλέπε σχετικά, Moore Barrington, ‘Κοινωνικές ρίζες της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας. Αγρότες, γαιοκτήμονες, εργάτες, αστοί και διανοούμενοι στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου…ό.π., σελ. 556.
[18] Δύναται να πλησιάσουμε τον και φαντασιακό «εθνικό ύμνο» του ποιητή, υπό το πρίσμα της αναλυτικής του Κορνήλιου Καστοριάδη, που τονίζει χαρακτηριστικά πως «εκεί λοιπόν που ήταν αυτή η λειτουργία του ασυνειδήτου, και ο λόγος του άλλου που την τροφοδοτεί. Εγώ πρέπει να γίνω». Ο «λόγος του «άλλου» που στην περίπτωση μας είναι το πανδημικό συμβάν και οι συν-δηλώσεις του, τροφοδοτούν την «λειτουργία του ασυνειδήτου», που ψάλλει τον εθνικό ύμνο σε μία γλώσσα ελληνική, ποιητική, και επιδραστική για ό,τι επιθυμεί και ποθεί ο ποιητής. Αυτό δηλαδή το «εγώ θέλω να γίνω» σημαιοφόρος (δεν είναι οντολογική η θεώρηση) και ‘τραγουδιστής-ψάλτης’ αυτού που δεν υπάρχει «ακόμη»: Ενός διεθνούς ύμνου. Το «εγώ θέλω να γίνω» συγκρατεί κάτι από την ποιητική ενός αντιφατικού καιρού. Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας,’ Μετάφραση: Χαλικιάς Σωτήρης, Σπαντιδάκη Γιούλη, Σπαντιδάκης Κώστας, Επιμέλεια της Μετάφρασης: Σπαντιδάκης Κώστας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1978, σελ. 153.
[19] Δίπλα στην έννοια της πατρίδας, γεωγραφικά, ιστορικά, μνημονικά και αξιακά, τοποθετείται η έννοια της ανθρώπινης και σε ένα δεύτερο επίπεδο της παν-ανθρώπινης ‘πατρίδας’ που θα ερείδεται και θα γονιμοποιείται από τις δυσκολίες της πανδημίας.
[20] Μία ενδιαφέρουσα μελέτη για τον Γάλλο στρατηγό Λαφαγέτ και την εμπλοκή του στον Αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, την θετική του προδιάθεση απέναντι στην επανάσταση του 1821 που εξελισσόταν και δη εξελισσόταν σε διάφορα μέτωπα ή πεδία, την στάση του ποιητή Ανδρέα Κάλβου που εγκολπώνεται την επανάσταση ως κάτι θεμελιώδες και ως διαδικασία που ερείδεται στην «ηθική» και στη «δικαιοσύνη», βλέπε σχετικά, Αρβανιτάκης Δημήτρης, ‘Γιατί ο Λαφαγέτ,’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, Ιούνιος 2016, σελ. 502., (για την επιστολή του Κάλβου) και 501-532. Η επιστολή του Ανδρέα Κάλβου στον στρατηγό Λαφαγέτ, διαπνέεται από ένα αίσθημα δυσαρέσκειας για την επίσημη στάση ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στην επανάσταση.
[21] Το διφυές πρόσημο της τραγικότητας και της ιστορικότητας που δομούν την πατρίδα, αναδεικνύει στον Σολωμικό ποιητικό λόγο: «Ω θεϊκιά και όλη αίματα πατρίδα». Στις πυκνές απολήξεις της Σολωμικής ποίησης, η πατρίδα επανεπινοείται υπερβατικά και γειωμένα, ή αλλιώς, «θεϊκά» και ανθρώπινα, όντας ‘ιδέα’ που διαμοιράζεται μεταξύ του τάφου και της επίκλησης που μετασχηματίζεται σε ένα ‘Ω, Πατρίδα,’ εν καιρώ επανάστασης. «Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι», όπως γράφει. Βλέπε σχετικά, Σολωμός Διονύσιος, ‘Ο Λάμπρος,’ Επιμέλεια-Εισαγωγή: Αλεξίου Στυλιανός, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Στιγμή,’ Αθήνα, 2014, σελ. 35. Ο Σάββας Μιχαήλ, σε μία σειρά δοκιμίων του, προχωρά σε μία σπονδυλωτή αναλυτική πραγμάτευση του τρόπου με τον οποίο επέδρασε στο έργο του Σολωμού και στη διαμόρφωση των ιδεών του περί ποίησης, η Χεγκελιανή φιλοσοφία και διαλεκτική. Αξίζει να αναφερθούν οι μελέτες διότι συμβάλλουν σε μία βαθύτερη κατανόηση της Σολωμικής ποίησης ως έργο εν εξελίξει, το οποίο και ενέγραφε το ελπιδοφόρο χάσμα. Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Tormento, tormentare, Aναβρύζω, Qualita Ή Ο Σολωμός και το κακό,’ στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Homo Poeticus,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 83-115. Του ιδίου, ‘Κώστα Σφήκα: Η Γυναίκα της… Και ο Συλλέκτης-Αλληγορία ΙΙΙ. Παραλλαγές σε ένα θέμα του κόντε Διονυσίου Σολωμού. Σημειώσεις στο περιθώριο μιας ταινίας…ό.π., σελ. 117-122. Και, ‘Γιάννη Δάλλα: Σκαπτή ύλη. «Λάμπει πλήρης διαλείψεων». Η ποίηση που δεν υπάρχει ακόμα…ό.π., σελ. 123-137.
[22] Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Ύμνος…,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 13. Άλλως πώς, στην επιθυμία του Βαγγέλη Χρόνη για έναν «ύμνο διεθνή» απαντά ο Κωνσταντίνος Μπούρας, που δεν φείδεται χαρακτηρισμών, νοηματοδοτώντας την ποίηση ως ‘κάτι που υπάρχει’ και προσδίδει νόημα, μετουσιώνει, ομορφαίνει, συν-διαμορφώνει.
[23] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι, 2008, σελ. 23.
[24] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα…ό.π., σελ. 32.
[25] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα…ό.π. Στην ποιητική γραφή του Γιάννη Ρίτσου, που είναι εδώ αλληγορικού τύπου, ο αρχιστράτηγος του αγώνα του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επάγει θέση ‘συντρόφου,’ τρεφόμενος από την συλλογική αδημονία του να βρεθούν και να ονομασθούν ‘ήρωες.’ Μόνο που στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, απο-καλύπτεται αληθινός και αυθεντικός. «Ο μικρότερος ναύτης καθυστέρησε λίγο, μπήκε στο σπίτι σκοντάφτοντας στ’ αποκαΐδια κι είδε μες στον καθρέφτη ολόσωμον τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την αρχαία του περικεφαλαία, καβάλα στ’ άλογο του, να κρατάει ένα μεγάλο μαύρο σταφύλι και να το μασάει ρώγα τη ρώγα». Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αλλοτινό,’ ‘Το Γυμνό Δέντρο,’ Ποιητική συλλογή, ‘Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1991, σελ. 111-112.
[26] ‘Υποψήφιοι Ασθενείς’ είμαστε όλοι από έναν ιό που δεν κάνει διακρίσεις, που επηρεάζει εντατικά, γράφοντας ο ίδιος την ιστορία. Όπως κάποτε οι αγωνιστές του 1821.
[27] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Ευάγγελος, ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 14. Η στόχευση είναι από την αρχή εναργής, διαμέσου της ποιητικής έγκλησης του γνωστού εμβατηρίου που τραγουδιέται με ρυθμό: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και ξανά προς την δόξα τραβά». Το στρατιωτικό εμβατήριο επι-τελείται εντός οικίας, με την διαφορά από τον εθνικό ύμνο της ‘Απαίτησης των καιρών’ να είναι ό,τι αυτό ακούγεται, αναπαράγεται μουσικά και δεν ψάλλεται χαμηλόφωνα, ωσάν τελετουργική στιγμή. Εδώ, το ‘1821’ σημαίνεται δραστικά, βιώνεται μνημονικά, δίχως να ανταλλαχθεί με κάτι άλλο παρά θα αποτελέσει την αφορμή της συγχρονικής του μετάπλασης. Με ποιον τρόπο η σύγχρονη Ελλάδα θα τραβήξει προς τη δόξα; Με τον τρόπο του γιατρού που προσπαθεί να θεραπεύσει και να ‘λυτρώσει.’ Η ποιητική σκευή λαμβάνει από το 1821 την μη αφέλεια του.
[28] Ο δι-ιστορικός ‘ηρωισμός’ στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη, παραγάγει το «παράπονο» (που δεν εμπίπτει σε καημό), την «συγκίνηση» που περισσότερο έχει σχέση με το σήμερα, αλλά την προσευχή που έχει αποδέκτη και πολλούς δυνητικούς παραλήπτες. Το ποιητικό «παράπονο» συνδέεται με ό,τι, λόγω πανδημίας και καραντίνας, εκ-λείπει. Και εκ-λείπει η οργάνωση, οι εικόνες, η εορταστική ατμόσφαιρα της ημέρας. Πλέον, για την παρέλαση, απαιτείται ο ένας και όχι ο κανένας, και η μνήμη του. Εδώ ανακύπτει ένα ενδιαφέρον σχήμα. Εάν το «παράπονο» έχει σχέση με την απώλεια του παραδοσιακού εορτασμού της επετείου, κάτι που μεγεθύνει το εύρος των αλλαγών που έχει επι-φέρει, και στη διαχείριση της μνήμης, η πανδημία, τότε, η «συγκίνηση» άπτεται κύρια της μεγάλης προσπάθειας και του ‘κόπου’ που καταβάλλουν οι «σημερινοί ήρωες» που ενδύονται τον μανδύα του ‘1821’ εν ευρεία εννοία. Για την ενεργοποίηση της μνήμης, ο ποιητικός λόγους αντλεί ερεθίσματα και εικόνες από το παρόν.
[29] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Ευάγγελος, ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 14. Η οικία καταλαμβάνει θέση και χαρακτηριστικά δημόσιου χώρου, με τον ποιητή σε ρόλο αυτού που ‘παρελαύνει,’ εκεί όπου διαγράφεται η εικόνα: Το εμβατήριο να ακούγεται, η σημαία να κρατείται και ο ποιητής να παρελαύνει στοχαζόμενος το ιστορικό παρελθόν (ιστορική μνήμη) και το παρόν. Από το δικό του παρελθόν δεν απόσχει ο ποιητής, θυμούμενος ό,τι ‘έζησε’ αυτή την ημέρα.
[30] Το ‘1821’ ανα-σημαίνεται, ανασύροντας στην επιφάνεια μία χορεία ‘ηρώων’ και ‘πολεμιστών’ που ‘πολεμούν’ στα νοσοκομεία που συνιστούν ‘πεδία μάχης.’ Η ‘ηρωοποίηση’ συν-διαλέγεται με την ‘πολεμικοποίηση’ που από κοινού κατασκευάζουν μία νέα συλλογικότητα: Οι «σημερινοί ήρωες» επιδιώκουν να σώσουν «όλους εμάς». Το ‘1821’ είναι και η μετάγγιση του στο ‘τώρα,’ νοούμενο ως ιατρικό εγχείρημα και ως καθημερινή, ‘μικρή επανάσταση.’
[31] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Ευάγγελος, ‘Οι Υποψήφιοι Ασθενείς,’ Ποιητική συλλογή ‘Μελλοντική Ελευθερία…ό.π., σελ. 14.
[32] Την εικόνα του 1821 διευρύνει ο Κωνσταντίνος Μπούρας στο ποίημα του ‘Υποψήφιοι Αθάνατοι…,’ σελ. 15., όπου και οι ‘ασθενείς’ του Βαγγέλη Χρόνη, οι ‘υποψήφιοι ασθενείς’ μετονομάζονται σε ‘υποψήφιους μελλοθάνατους,’ στο βαθμό που οι άνθρωποι είναι φθαρτοί, διαπερνώνται από την φθορά, την ασθένεια, και ακόμη, από την ιστορία. Και οι «υποψήφιοι αθάνατοι» εμβαπτίζονται στα νάματα του ‘κυνηγιού’ της υπέρβασης στην καθημερινότητα τους. Ο κορωνοϊός και η ενδεχόμενη ασθένεια λειτουργούν ως οροί ‘αληθείας’ για την επίγνωση του θανάτου στην εποχής μας, για την επίγνωση ό,τι οι μείζονες εξελίξεις και τα μείζονα επιστημονικά άλματα των τελευταίων ετών, δεν μετέβαλλαν τα δεδομένα ως προς αυτό. Η αθανασία μάλλον, είναι υπόθεση (και όχι προνόμιο) των ‘λίγων.’ Οι «υποψήφιοι ασθενείς» είναι και «υποψήφιοι μελλοθάνατοι». Είναι το παίγνιο με τις λέξεις που ακολουθούν οι δύο ποιητές που προσδίδει αφηγηματικό ρυθμό, δυναμική και στιβαρότητα στην ποιητική συλλογή.
[33] Για την Μακρυγιαννική θεώρηση του πατριωτισμού, ο πλέον κατάλληλος να μιλήσει, είναι ο ίδιος ο στρατηγός Μακρυγιάννης στον οποίο και παραπέμπουμε. ‘Στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα,’ Εισαγωγή: Βλαχογιάννης Γιάννης, Εικόνες: Ζωγράφος Παναγιώτης, Εκδόσεις Μπάϋρον, Αθήνα, χ.χ. Ο πατριωτισμός του Βαγγέλη Χρόνη δεν είναι ένας μελοδραματικός πατριωτισμός.
0 Σχόλια