Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία, αλλάζοντας την κοίτη του, το πλάτος του, και – αν ήταν ανάγκη – και την κατεύθυνση της ροής των νερών του.
Τρία πράγματα μόνο άφηνε απαράλλαχτα: το βάθος του, τη θερμοκρασία και την αλμυρότητα των νερών του.
Συνήθιζαν λοιπόν οι πολεμιστές εκατέρωθεν, να στέκονται αντίκρυ και να κοιτάζονται με κάτι μάτια τόσο άγρια, μα με ένα βλέμμα τόσο βαθύ· βλέμμα που φώναζε για βοήθεια ο ένας τον άλλον. Όμως ακόμη και να μιλούσαν, πάλι δεν ακούγονταν, καθώς ο ποταμός έπιανε στον αέρα τις φωνές και τα κλάματά τους και τα υγροποιούσε, μετατρέποντάς τα σε τρομαχτικό ήχο ορμητικού νερού που έσκαζε πάνω στις κοτρόνες που υπήρχαν εκατέρωθεν στις όχθες του ποταμού.
Μερικές φορές (άπλυτοι καθώς ήταν οι φαντάροι για μέρες και βδομάδες) προσπαθούσαν, όταν δεν υπήρχε κανείς απέναντι, να τραβήξουν λίγο τα μανίκια τους ή να σηκώσουν λίγο το χακί παντελόνι και να βουτήξουν πόδια και χέρια στο παγωμένο νερό του ποταμού. Ή έστω για όσα δευτερόλεπτα άντεχε η καρδιά τους, τόσο μήκος σώματος να βρέξουν στο νερό.
Εκείνες τις στιγμές, τα σώματα και τα βλέμματα συνέπιπτε να ανήκουν σε άνδρα από τη μια όχθη και σε γυναίκα από την άλλη. Ελάχιστες στιγμές. Στιγμές που τίς σεβόταν ακόμη και ο ποταμός και άφηνε τα βλέμματα να διασταυρώνονται χωρίς καμιά παρεμβολή. Ετούτα τα λεπτά αρκούσαν για να θρέψουν τον εχθρό άνδρα και την εχθρό γυναίκα σχεδόν για όσες μέρες αρκεί να τους θρέψει η κουραμάνα και το λιγοστό αλάτι που έβρεχαν τα χείλη τους.
Μια φορά, μια ομάδα πολεμιστών, με αναπτερωμένο το ηθικό καθώς είχε κερδηθεί ένα ακόμη χαράκωμα, μάζεψαν τα ρουχα τους, τα τύλιξαν σε έναν μπόγο και βάλθηκαν να τα πλένουν στις όχθες του ποταμού. Σε μερικά σημεία το νερό κοκκίνισε. Ελάχιστα πιο κάτω όμως, καθώς φιδογύριζε ο ποταμός και χανόταν μέσα από τα βράχια, επειδή δεν υπήρχε ορατότητα, μια άλλη ομάδα πολεμιστών πλενόταν και έπινε νερό να ξεδιψάσει. Δεν ήταν γάργαρο αυτό το νερό και δεν ξεδιψούσε. Είχε στυφή τη γεύση του αίματος που κυλούσε από αδελφό σε αδελφό.
Από τότε και μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, τον ποταμό τον βάφτισαν Αχέροντα, εις μνήμη των κορμιών που χύσανε το αίμα τους μέσα στο νερό του και – σαν να ήξεραν οι παλιοί – εις μνήμη των ψυχών, που έμελλε ακόμη να ταξιδέψουν από τη μια όχθη του ποταμού έως την απέναντι, πάνω σε μια βάρκα, την οποία πρόσταζε ένας μυστήριος βαρκάρης, έως και σήμερα.
Εκείνος ο βαρκάρης θα γεννιόταν την τεσσαρακοστή ακριβώς ημέρα από την ημέρα τελειωτικής κατάπαυσης του πυρός εκατέρωθεν.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ο ποταμός αυτός δεν αναγράφεται σε κανέναν γεωφυσικό χάρτη με ακρίβεια, και όσοι ερευνητές προσπάθησαν να τον χαρτογραφήσουν, κατέληγαν σε αντιφατικά αποτελέσματα ο ένας με τον άλλον. Αυτό εξηγούνταν μόνο από το γεγονός ότι οι συντεταγμένες του ποταμού άλλαζαν συνεχώς κι έτσι ήταν αφύσικο να καταγραφούν από ανθρώπινο χέρι.
Ο σημερινός περιηγητής βέβαια, θα γευμάτιζε ανυποψίαστος, ευχαρίστως σε μια από τις παραποτάμιες ταβέρνες της άγριας αυτής φύσης, οι οποίες, άθελά τους, σερβίρουν μολυσμένες πέστροφες από έναν ποτομό του οποίου το παρελθόν είναι ανήκουστο και η υπόγεια αποστολή του, άγνωστη και ανερμήνευτη.
Ανενόχλητο από την υπόκωφη βοή που κάνουν τα νερά, πάντα κάποιο σπουργίτι θα έβρισκε ο περιπατητής, να πίνει νερό από την όχθη του ποταμού, αδιαφορώντας για τα καιρικά σημεία· κοιτάζοντας μόνο τη δουλειά του: να πιεί τις ελάχιστες σταγόνες και να σηκώσει το κεφαλάκι του προς τον συννεφιασμένο ουρανό για να ευχαριστήσει τον Πλάστη και Δημιουργό του. Όπως και ο ταπεινός στρατιώτης, που κοιτάει να αρπάξει ένα ξεροκόμματο (μια κουραμάνα όπως λέγεται), για να επιζήσει, αδιαφορώντας για τις σφαίρες που σφυρίζουν γύρω του και μέσα του.
Έτσι λοιπόν, οι ματωμένες όχθες του Αχέροντα και τα βλέμματα αγάπης που είχαν περάσει πάνω από την επιφάνειά του, από τότε, μα και από πιο παλιά ακόμη, είχαν μόνιμα στη δούλεψή τους, τον βαρκάρη των ψυχών: οι γνωστοί νεκροί που πληρώνουν το αντίτιμο για το τελευταίο ταξίδι τους.
Μικτή η βάρκα: το ξεδιάλεγμα θα γινόταν ακριβώς στη μέση (ήταν πλατύς ο ποταμός), όπου, από το πουθενά άνοιγε μια πελώρια, βαθιά, υδάτινη τρύπα, που απειλούσε να καταπιεί τις ψυχές των αμετανόητων.
Εκεί λοιπόν, ο βαρκάρης έβαζε τα δυνατά του, να κάνει τις μανούβρες, ώστε να ξεφύγει απ’ αυτό το κακό. Οπωσδήποτε έπρεπε να διασχίσουν εγκάρσια τον ποταμό όσο πιο γρήγορα γίνεται, πριν προλάβει και ανοίξει η μαύρη τρύπα· η πραγματική απειλή για τις μαύρες ψυχές: τις ψυχές των αμετανόητων.
Τα κουπιά έλαμναν γρήγορα και τα άρπαζαν στα χέρια τους, όλοι όσοι ήταν μέσα στη βάρκα και όλοι μαζί άρχιζαν τις προσευχές και τα ξεφωνητά. Μάταια όμως. Η τρύπα, εκεί που ήταν παγωμένη, άρχιζε να αχνίζει από την κόλαση των αμαρτιών των αμετανόητων, και πλέον, ακουγόταν μία-μία κάθε αμαρτωλή πράξη ή παράλειψη που είχε διαπράξει η κάθε αμετανόητη ψυχή.
Ώσπου έπαιρνε τέλος η απαγγελία του κατηγορητηρίου: τις άδικες ψυχές είχε καταπιεί ο υδάτινος στρόβιλος και ούτε που θα ανέβαιναν ξανά στη βάρκα. Ήταν οι μισοί περίπου από τους ταξιδιώτες. Τα παρακαλητά και τα χέρια που υψώνονταν να αγγίξουν τη βάρκα, δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα. Οι αμετανόητοι βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά στο ποτάμι. Επέπλεαν μόνο τα μαλλιά τους και μερικά προσωπικά τους αντικείμενα, που είχαν στις τσέπες τους, τα οποία, κατά περίεργο τρόπο – ενώ θα έπρεπε να βυθιστούν μαζί τους, αυτά επέπλεαν. Σαν να ήθελαν να αποχωριστούν τους ιδιοκτήτες τους για πάντα. Για παράδειγμα: τα κλειδιά που οι νεκροί δεν τα έχουν ανάγκη, αφού κάποιος νέος ενοικιαστής, θα κατοικούσε στο σπίτι του πεθαμένου· η πούδρα και το κραγιόν που θα ήταν άχρηστα, μπρος στην ασχήμια της αμετανόητης ψυχής, Και πολλά άλλα αντικείμενα αντί να ακολουθήσουν τους αμετανόητους νεκρούς, αυτά αυτονομούνταν και παρασύρονταν στα νερά του ποταμού Αχέροντα μέχρι στις εκβολές του.
Αντίθετα, ανάγκη – οι δίκαιες ψυχές – ούτε από τον βαρκάρη-συνήγορο, δεν είχαν καλά-καλά, καθώς περνούσαν μέσα από τη δίνη του κυκλώνα του ποταμού. Σαν άλλος Ιορδάνης ο ποταμός τους βάπτιζε εν τω καθαρώ ύδωρ. Ελευθερώνονταν από όλα τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει, για τα οποία είχαν μετανοιώσει πριν ανέβουν στη βάρκα.
Όμως η προσωπικότητα του βαρκάρη ήταν τέτοια που και για τις άδικες ψυχές έπαιζε κάποιον ρόλο. Στον βαρκάρη λοιπόν είχε δοθεί η εξουσία να σώζει μια-δυό άδικες ψυχές από τον υδάτινο στρόβιλο, τραβώντας τα χέρια τους με δύναμη και ανεβάζοντάς τους πάλι στη βάρκα, μισοπεθαμένους και παγωμένους από το κρύο νερό.
Η απάντησή του όμως, όσες φορές κι αν ρωτήθηκε, ήταν ένα σταθερό «όχι». Όσες φορές κι αν είχε περάσει από το ίδιο σημείο στη μέση της διαδρομής. «Δεν μπορώ να υφαρπάξω στα χέρια μου το ρόλο της επιλογής, δεν μπορώ να υποδυθώ το ρόλο της μοίρας επιλέγοντας κάποιους από εσάς, και αφήνοντας όλους τους άλλους να καταποντιστούν. Όλοι σας αξίζετε εξίσου και θα σας δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Όχι από μένα όμως. Όχι τώρα. Όχι με αυτόν τον τρόπο. Δεν θα αδικήσω και δεν θα ευνοήσω κανέναν από εσάς».
Στη σκέψη του βαρκάρη, όμως υπήρχε και κάτι ακόμη: το υπέρβαρο. Στη μέση της διαδρομής η χωρητικότητα της βάρκας περιοριζόταν στο μισό περίπου. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να ανέβουν ένας δυό ακόμη επιβάτες. Τις σκέψεις και τα λόγια του βαρκάρη, τα έπαιρνε η βοή του ποταμού και τα ανέβαζε ως τα ουράνια, κάνοντας ακόμα και τα σύννεφα να κλάψουν και τους μετανοημένους να αρχίζουν να κωπηλατούν όλο και πιο γοργά για να διασχίσχουν το άλλο μισό της διαδρομής που απέμενε, καθώς εν τω μεταξύ είχε πιάσει μια δυνατή μπόρα.
Στον βαρκάρη, τόσο πολύ ανέπαυαν οι μετανοημένες ψυχές, που όχι μόνο δεν τους έπαιρνε λύτρα για τη μεταφορά τους, αλλά δεχόταν και έπινε και από τον αγιασμό που εκείνες του πρόσφεραν.
Αυτή η μεταφορά γινόταν κάθε σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστή ακριβώς ημέρα από τον χαλασμό, έπαιρνε ο Αχέροντας μια όψη γαλήνια κάτω από γκρίζα σύννεφα, με λίγες ανταύγειες ήλιου που έπεφταν μέσα στο νερό και το έκαναν να μοιάζει πράσινο και αρυτίδωτο. Εκείνη τη στιγμή καταλάβαιναν οι υπόγειες ψυχές- εκείνες που είχαν βουτηχθεί για πάντα μέσα στη βαθιά υδάτινη τρύπα- ότι είχε φτάσει η ώρα της συγχώρεσης.
Εκείνη η ημέρα ήταν η δεύτερή τους ευκαιρία να ανέβουν πάλι στην ακύμαντη επιφάνεια, να επιπλεύσουν για λίγα λεπτά και να περιμένουν τον επόμενο βαρκάρη που θα τις μετέφερε, με ασφάλεια, στην αντίπερα όχθη, χωρίς πλέον να κινδυνεύουν από κυκλώνα. Εκεί, θα συναντήσουν τους συγγενείς τους, τις δίκαιες ψυχές, οι οποίες για σαράντα ημέρες δεν σταματούσαν να εύχονται και να ρίχνουν κόλλυβα μέσα στο ποτάμι.
Αρνούνταν να εγκατασταθούν μόνιμα στον καταυλισμό της αντίπερα όχθης πρωτού βεβαιωθούν για τη δεύτερη άφιξη. Λευκά μαντήλια και πέπλα ανέμιζαν οι δίκαιες ψυχές, ώσπου να ακούσουν τον ήχο της δεύτερης βάρκας και να ησυχάσουν.
Όλο αυτό το διάστημα των σαράντα ημερών, οι δίκαιοι προσεύχονταν με αγωνία και πόνο, να ρθει γρήγορα ο δεύτερος βαρκάρης, παρόλο που γνώριζαν και ήταν βέβαιοι ότι σίγουρα θα έρθει· απλά δεν ήξεραν το πότε. Εκείνη τη λυτρωτική στιγμή λοιπόν, πετούσαν τα άσπρα μαντήλια και τα λευκά πέπλα πάνω στην επιφάνεια του Αχέροντα, ώστε αυτός να ξεθυμάνει και να είναι ήρεμος για την επόμενη φουρνιά πεθαμένων.
Μια λευκή χήνα συνήθως καθόταν πάνω σε μια παραποτάμια πέτρα. Νόμιζε ότι είχε φτερά και έκανε να πετάξει προς τα ουράνια. Πήδηξε ασυλλόγιστα και την παρέσυραν τα αφρίζοντα νερά ώσπου έγινε πέτρα και αυτή.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια