Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Γιατί οι άνθρωποι καθυστερούν την ελευθερία τους, σαν να μην είναι κάποιο πολύτιμο αγαθό ή ένα δικαίωμα που απέκτησαν με πολέμους, επαναστάσεις, διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα τους. Η ιδέα πλέον των αλυσίδων μας φαίνεται κάπως ανακουφιστική, σαν να ευφησυχαζόμαστε που πλέον δεν χρειάζεται να μαχόμστε για μία τετελεσμένη υπόθεση.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που όταν βρεθούν μπροστά στον κίνδυνο, στον φόβο και στην απειλή θα αποφύγουν να τον κοιτάξουν κατάματα μήπως και πετρώσει και έπειτα αναγκαστούν να δικαιολογηθούν, «μα γιατί σήκωσες το ανάστημα σου, τα μάτια σου στον ουρανό;» και ποιός θα τολμήσει να απαντήσει; Οπότε είναι μία ευκαιρία για εκείνους να χρησιμοποιήσουν αυτή την κίνηση του δαχτύλου, προσπαθώντας να στοχοποιήσουν όλους όσους κατάφεραν να αντισταθούν, που με την ίδια κίνηση σήμαναν την επανάσταση τους.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Ίσως οι άνθρωποι εκείνα με τα χρυσά δάκρυα να είναι οι σύγχρονοι Μήδες της ιστορίας μας, όπου παρατατηρούν τα δρώμενα σαν μία ευκαιρία αυτοπροβολής και επίδειξης ανθρωπιάς, που όμως στην πορεία λησμόνησαν τη σημασία της. Εκείνοι που κλείνουν τις πόρτες σε διακηρύξεις για την ελευθερία, αργότερα θα σφραγίσουν τα αυτιά τους στις φωνές της έκκλησης βοήθειας και έπειτα θα κλείσουν τον εαυτό τους μέσα στον γυάλινο κόσμο τους, αυτόν τον όμορφο και προστατευμένο.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Οπότε μιλούν και ”σκέπτονται” για τα πάντα, η ελευθερία της έκφρασης που τότε την απέριρριπταν τώρα την θεωρούν υπηρέτη τους γιατί ο άνθρωπος είναι το πιο εγωιστικό ζώο πάνω στη γη.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Ο δρόμος για εκείνους είναι ένας και μοναδικός (όπως και οι ίδιοι άλλωστε) αλλά δεν θα έπρεπε να μας εξάπτει προβληματισμούς η θεωρία τους• πότε οι άνθρωποι δέχτηκαν το διαφορετικό, αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζωής μας που προσιδιάζουν στην ξεχωριστά εντυπωσιακή ανθρώπινη φύση; Οι δρόμοι τους, επικαλυμένοι με το χρυσάφι των δακρύων τους περιδιαβαίνονται με άνεση, σαν μην υπάρχει κάτι ανθρώπινο μέσα τους αλλά κάτι υπερφυσικό, μία δύναμη που ίσως δεν θα επιτύχουν ουδέποτε τους να αποβάλλουν: την άγνοια και το σκληρό της δέρμα ελλοχεύει μέσα τους σαν αρπαχτικό και τους κατασπαράζει. Άδικα λοιπόν υπερηφανεύονται για εκείνον τον έξυπνο νου τους που έχει καταδικαστεί σε έναν αιώνιο ύπνο που ο δίδυμος αδερφός του είναι ο θάνατος. Οι δρόμοι δημιουργήθηκαν για τα μονοπάτια του μυαλού μας και ορισμένοι περιμένουν καρτερικά το τέλος μίας μακριάς διαδρομής η οποία (σε κάποιες εαν όχι όλες τις περιπτώσεις) δεν είναι δική τους.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Φοβάμαι λοιπόν όλους εκείνους που μιλούν για ελευθερία και δικαιοσύνη αλλά δεν μπορούν να την προ(σ)φέρουν καθαρά, σαν μία συνείδηση μέσα τους να τους σταματά. Κι όμως τους φοβάμαι γιατί υπάρχουν και πάντοτε θα υπάρχουν. Φοβάμαι γιατί ποτέ δεν μαθαίνουμε τα παιδιά να γράφουν αυτές τις λέξεις όπως τους αρμόζει. Φοβάμαι γιατί όταν τις ακούν να τις φωνάζουν για να τις αποκτήσουν ή τις γράφουν σε τοίχους και ποιήματα δυσανασχετούν. Φοβάμαι γιατί τούτος ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας έχει ανάγκη την σκέψη, αυτή την έξυπνη (που νικά τον θάνατο) και την ανεξάρτηση αλλά πολύ φοβάμαι πως χρειάζεται πολλά ακόμα ”πολυτεχνεία” για να το επιτύχει και μαζί του οδεύουν και ”χούντες”…
*το ποίημα ”Φοβάμαι” του Μ.Αναγνωστάκη (Νοέμβρη του 1983)
0 Σχόλια