ΦΟΝΙΣΣΑ ΜΕΤΑ
(διήγημα)
πολὺς δ᾽ ἅμ᾽ αὐτῷ προσπόλων ὀπισθόπους
κῶμος λέλακεν, Ἄρτεμιν τιμῶν θεὰν
ὕμνοισιν: οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἀνεῳγμένας πύλας
Ἅιδου, φάος δὲ λοίσθιον βλέπων τόδε
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Δεν πέθανε η Φραγκογιαννού από το μαύρο κύμα την ξέβρασε η θάλασσα, την πήγανε στο Τμήμα, τι Τμήμα, ένας απλός Σταθμός με 2 φουκαράδες, γίνανε χωροφύλακες, ήσυχα να περνάνε, και να τους τύχει φόνισσα και μάλιστα νηπίων. Στο κρατητήριο την έκλεισαν, τι κρατητήριο δηλαδή, σ’ ένα δωματιάκι, που το ’χανε να βάζουνε όλες τις παλιατζούρες. Πλήθος έξω μαζεύτηκε, αρχίσανε οι κατάρες, τα στήθια οι άντρες χτύπαγαν, κοιτούσαν τα παιδάκια, κοιτούσαν κι απορούσαν. Ο ειρηνοδίκης έφτασε με το καλό κοστούμι, πρώτη φόρα τον είδανε να το ‘χει φορεμένο, με το καΐκι έφτασε και ο εισαγγελέας, με τα καλά του ήταν κι αυτός, λουλούδι είχε στο πέτο. Ευθύς τους επεσήμανε κίνδυνο αυτοκτονίας, πήραν απ’ το δωμάτιο σχοινιά και εργαλεία. Τους κοίταζε η Φραγκογιαννού ανέκφραστη, βρεμένη.
Ο εισαγγελέας την άρχισε ευθύς στις ερωτήσεις, πέντε ανεξιχνίαστες υπήρχαν παιδοκτονίες, σ’ εκείνη τις φορτώσανε, τίποτα αυτή δεν είπε. Κι οι δόλιοι οι χωροφύλακες επί ποδός όλη μέρα, για το φόβο αντιποίνων, μήπως ξεσπάσει βεντέτα. Τσάμπα όμως ξαγρυπνούσαν κι όλο θλίψη χασμουριούνταν. Τίποτα δεν έγινε, ούτε φασαρίες, ούτε σκοτωμοί. Και το πρωί που την πήρανε, να πάει στο καΐκι, όλοι ήταν ήδη στις δουλειές, δεν άνοιξε ρουθούνι. Προχώραγε η Φραγκογιαννού και γύρω όλο κοιτούσε.
Πού δικηγόρος να βρεθεί, για να την αναλάβει, και παιδοκτόνος και άφραγκη, χαμένη από μέχρι, κι ήταν κάτι χειρότερο, στη χαραυγή του αιώνα, που η Ελλάδα έψαχνε, να βρει τον εαυτό της, κάτι τέτοια της θύμιζαν το μαύρο παρελθόν της. Οι εφημερίδες βούιξαν «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΓΑΛΙΑΝΤΡΑ», μέχρι κι ο μέγας Παλαμάς γι’ αυτήν έγραψε άρθρο, λάμια την αποκάλεσε και Άρπυια σύγχρονη, σκέφτηκε ποίημα να έγραφε, μα δύσκολο το θέμα.
Με κόπους και με βάσανα βρέθηκε δικηγόρος, 19 αρνήθηκαν, ο 20ος αυτός, νέος, μόλις είχε ορκιστεί, μα δεν ήτανε χαζός, άμα την καταδίκαζαν, τι είχαμε, τι χάσαμε. Αν όμως την αθώωνε, ή λίγη επιείκεια το δικαστήριο έδειχνε, τότε γι’ αυτόν θ’ άρχιζε μια χρυσή εποχή. Και να σου οι Συγγροί και να σου οι Σερπιέρηδες, θα έφευγε απ’ την τρύπα που νοίκιαζε στα Εξάρχεια, θ’ άνοιγε γραφείο κοντά στη Νομική, και να σου οι υπουργοί, και να σου οι αυλικοί, 19 χαζοί…
Τρις ισόβια της ‘ριξαν δίχως ελαφρυντικά, «αχ αυτός ο Παλαμάς μας έκανε τη ζημιά». Ελλείψει λαιμητόμου τη στείλανε στο απόσπασμα, «καλύτερα να ‘χε πνιγεί, η φασαρία πιο πολύ» είπε μια συγκρατούμενη την ώρα που την έπαιρναν.
_
γράφει ο Θεόδωρος Δημητρακόπουλος
0 Σχόλια