Αυγή κι η πλάση ξύπνησε στο δάσος της Φολόης
κι από τις φυλλωσιές, ένα πουλί, στα ξαφνικά πετάει
κι ο κένταυρος σηκώνεται απ’ του ύπνου του τα βάθη.
Τανύζεται σαν τόξο το στιβαρό κορμί του,
δροσοσταλίδες ραίνουνε τα τρυφερά χορτάρια
καθώς την χαίτη την ξανθή τινάζει στον αέρα.
Καιρό πολύ αναπαύτηκε στων αστεριών το θάμπος,
απ’ το κρασί του Διόνυσου το θεϊκό μεθύσι
και του Ηρακλή το βέλος, που έσταξε της ύδρας το φαρμάκι.
Τα δυο αυτά ενώθηκαν με το αίμα του αθανάτου,
που της Νεφέλης όλοι οι γιοι είχανε μες στις φλέβες.
Αλίμονο, των αδερφών του, μόνο αυτός ξέφυγε τη θανή,
ψυχή σε αδειανό κορμί, που αιώνες καρτερεί,
ξανά στο φως να γεννηθεί, σαν σπόρος που βλαστάνει.
Κι έμεινε ο Φόλος, μοναχός, τη δόξα να θυμίζει
των Κένταυρων που κάποτε βασίλευαν στα δάση,
μέσα στου χρόνου τις σπηλιές να κρύβεται από μάτια
ανθρώπων αδηφάγα, που από παντού κυκλώνουν.
Κι όταν εκείνοι φύγουνε κι η πλάση ανασαίνει,
ο καλπασμός του αντηχεί περήφανος και πάλι
σε ρεματιές βαθύσκιωτες και στων δασών τα βάθη.
Έτσι ο μύθος έγραψε κι εγώ σας μεταφέρω
κι αν θέτε να πιστέψετε κι αν όχι δεν πειράζει,
μόνο τα βράδια αν βρίσκεστε στα μέρη που σας λέω,
τα μάτια κλείστε μια στιγμή κι ακούστε το αγέρι
κι ίσως του Φόλου οι καλπασμοί, τα γέλια, τα τραγούδια,
τ’ αυτιά σας ακουμπήσουνε και την καρδιά αγγίξουν.
_
γράφει ο Τάσος Κυρτάσογλου
_
_____
Τιμήθηκε με Έπαινο στον 22ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΤΕΠ Κερατσινίου
0 Σχόλια