Μια μέλισσα στέκεται ακίνητη εδώ και ώρα πάνω στο τζάμι μου. Δείχνει κουρασμένη σχεδόν εξουθενωμένη. Πλησιάζω το χέρι μου και ακουμπώ το τζάμι. Για δες την. Πάει κοντά του χωρίς να φοβάται. Ακούω το μουρμούρισμά της. Τραγουδάει. Ναι. Τραγουδάει. Τι όμορφα.
Ξέρω τι θα πεις. Ότι παραλογίζομαι. Αυτό έλεγες πάντα. Το έλεγες με τόση ευκολία για όλα. Κάποτε με ένοιαζε. Μα όχι πια. Το μόνο που με νοιάζει αυτή τη στιγμή είναι ετούτη η μικρή συντρόφισσα στο τζάμι μου.
Δεν ξέρω πως βρέθηκε εδώ. Θα την παρέσυρε ο άνεμος. Φυσάει δαιμονισμένα σήμερα. Σίγουρα δεν την προσέλκυσαν τα λουλούδια στο μπαλκόνι μου. Ξεψυχισμένα εδώ και τόσους αιώνες. Τα απολιθώματά τους δεν προσελκύουν μέλισσες. Ούτε άλλα πλάσματα. Το στοιχειωμένο μου μπαλκόνι ούτε εμένα δεν προσελκύει πια.
Δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Το θρυλικό μας μπαλκόνι. Δεν ξέρω αν την θυμάσαι. Την Ελεάννα, που ανέβαινε μεθυσμένη στα κάγκελα και φώναζε πως αγαπάει όλο τον κόσμο. Μα δεν γίνεται είσαι μεθυσμένη, είχες πει εσύ. Κι όμως. Αυτό ήθελε εκείνη. Μεθυσμένη ή όχι αυτό ήθελε. Να αγαπάει. Και να την αγαπούν. Την αγαπούσαμε όλοι. Όμως δεν έφτανε. Εκείνη δεν το κατάφερε. Να αγαπήσει τον εαυτό της.
Ήταν μια νύχτα ανοιξιάτικη. Κόντευε Μάης. Μοσχοβολούσε το γιασεμί και τα τριαντάφυλλά μου. Της άρεσε τόσο πολύ να τους μιλάει. Πολλές φορές την έβρισκα να έχει αποκοιμηθεί δίπλα τους. Αχ, Ελεάννα.
Εκείνο το πρωί όμως δεν τους μίλαγε. Είχαμε μεθύσει όλοι το προηγούμενο βράδυ. Εσύ θα έφευγες για σπουδές στο εξωτερικό. Χορεύαμε και τραγουδούσαμε μέχρι το ξημέρωμα. Χαρούμενοι και περήφανοι για σένα. Επιτέλους το όνειρό σου θα γινόταν πραγματικότητα.
Δεν θα ξαναγύριζες, είχες πει. Πολύ μεγάλη κουβέντα. Κι όμως κατά βάθος το ξέραμε. Πως δεν θα ξαναγύριζες. Ύστερα μεθύσαμε. Από νιάτα και ζωή. Μετά θα βλέπαμε. Και η Ελεάννα το ήξερε. Το έβλεπα στα μάτια της. Αυτά τα μάτια τα μελαγχολικά, που τα έλεγαν όλα. Δεν σου είπε ούτε μια λέξη εκείνη τη νύχτα. Σε κανέναν μας δεν είπε ούτε μια λέξη. Μονάχα έπινε. Όλη νύχτα.
Σηκώθηκα πρώτη και άνοιξα το παράθυρο. Ήταν 6:30. Το αεροπλάνο σου, θα έφευγε στις 9:00. Θα σε πηγαίναμε όλοι μαζί στο αεροδρόμιο. Με πήρε η ευωδιά των λουλουδιών. Η μυρωδιά της ζωής, έτσι έλεγα. Μια άνοιξη λατρεμένη να μας δείχνει τον δρόμο. Και η ζωή μπροστά μας. Και τότε τα είδα. Τα τριαντάφυλλά μου μαραμένα. Πεθαμένα. Βουτηγμένα μέσα στο αίμα της. Η Ελεάννα χαμογελούσε. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Δεν έλεγαν τίποτα πια. Τα χέρια της ήταν κομμένα. Οι φλέβες της στεγνές.
Έπρεπε να φύγεις, είπες. Λυπόσουν μα έπρεπε να φύγεις. Ήξερες αλήθεια ότι σε αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο; Λυπάσαι, μα δεν το ήξερες. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Φαίνεται πως η μνήμη μου με προστάτευσε. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω αν το άξιζα.
Θυμάμαι όμως το πρόσωπό της. Και τα μάτια της. Αυτά τα μάτια, που τα έλεγαν όλα. Που μου τα ‘λεγαν πάντα, όλα. Τη νιώθω ξέρεις. Έρχεται κάθε πρωί και με αγκαλιάζει με τα φτερά της. Φύλακας άγγελος. Με μαύρα φτερά. Και μου τραγουδάει ξέρεις. Το ίδιο τραγούδι, που λέει και η μέλισσα τώρα. Άκου τι όμορφα που τραγουδάει. Λυπάσαι πολύ, λες, μα δεν ακούς τίποτα απολύτως. Παραλογίζομαι πάλι. Λυπάσαι πολύ, αλλά παραλογίζομαι.
_
γράφει η Άννα Ρουμελιώτη
0 Σχόλια