Δεκαεννιά χρονών έφτασε στα τελευταία σύνορα περπατώντας για μήνες μέσα απ’ τα βουνά. Ενδιάμεσα λούφαζε στη φύση για όσο άκουγε τις νύχτες φωνές. Τις γυναίκες σα πλένουν να τραγουδούν. Τις γυναίκες να μοιρολογάνε. Να σκούζει, άκουγε, την Ουσβά. Όταν μετά από τους εμετούς πήρε και φάνηκε η κοιλιά, της γδάραν το μωρό μέσα από τα σωθικά και την περιλούσανε τα ίδια τ’ αδέλφια της μπροστά στο τζαμί. Από κοντά κι οι θείες της, ανένδοτες κι αυτές. Μόνο η μάνα της άνοιξε διάπλατα τα μάτια και νταμπλιάστηκε απομένοντας παράλυτη στα δεξιά. Της την κράτησαν ζωντανή γιατί ήτανε έξι άντρες κι ακόμα ανύπαντροι και δούλα τους μία, μόνη αδερφή, αυτή. Δεν τον πρόδωσε. Κι έτσι έφυγε πριν αποκαλυφθεί – με το λιωμένο της πρόσωπο στο κατόπι του. Όσο δεν είχε κάποιο δικό του ανάμεσα στα χαλασμένα πρόσωπα στο χωριό, για τίποτα δεν είχε ως τα τώρα μέσα του αναρωτηθεί -έτσι το ‘χαν για τις απείθαρχες απ’ τους παππούδες των παππούδων τους. Οι καινούργιοι με τα υπερσύγχρονα όπλα πολύ τους τα συδαύλιζαν όλα αυτά.
Φτάνοντας βρέθηκε να δουλεύει χωρίς χαρτιά κοντά στις μέλισσες, κάπου βόρεια-βορειοανατολικά. Έμεινε έξι χρόνια στα αδιάκοπα ζουζουνητά. Ξεθώριασαν λίγο τη νύχτα οι φωνές, από την άλλη φούντωνε η δίψα για γυναίκα. Αγάπησε πάντως πολύ τα ζούδια και το μέλι τους. Έμαθε μάλιστα ν’ απλώνει άφοβα το χέρι του κι η μάσκα δεν του ήταν σε όλα απαραίτητη. Όταν ανέλαβε τα μελίσσια ο πρωτότοκος του αφεντικού, δεν τα πήγαν καθόλου μεταξύ τους καλά. Είπε μέσα του θα κοιτάξω να φύγω βορειότερα, μα άκουσε πως οι μέλισσες πήρανε να ψοφάνε στα μέρη τα βόρεια και δυτικά και κίνησε για κάτω, κατά την πρωτεύουσα. Εκείνος που είχε σκεφτεί το σχέδιο για τη δικιά τους πέρα τη πρωτεύουσα ήταν κι ο ίδιος από τούτη δω την πόλη με τις αρχαίες κολώνες στο λόφο πάνω, τον κεντρικό.(1) Το συνήθιζαν ετούτοι να φτάνουν στα μέρη του.
Έμεινε σ’ ένα ημιυπόγειο μ’ άλλους δώδεκα. Του άρεσε να πηγαίνει απόγευμα στο μεγάλο πάρκο. Μόνο που κώλωνε με τις τσίτσιδες στον καύσωνα και με τα ζευγαράκια τ’ αγκαλιαστά. Μια μέρα πέρασε μπροστά από ένα παγκάκι και είδε δυο αραχτούς. Ο άντρας καθιστός ακουμπούσε στη ράχη του πάγκου, κάπνιζε και της διάβαζε στη δύσκολη γλώσσα τους. Εκείνη μισοξαπλωμένη, χαλαρή, με ώμους γυμνούς και τα πόδια πάνω στα λαγόνια του ξεσάνδαλα, τορνευτά. Φούντωσε. Πλησίασε με νοτισμένο βλέμμα και ζήτησε τσιγάρο στα αγγλικά. Του τ’ άναψε ο άντρας, σαν έσκυψε προς το μέρος τους. Δώσε κι άλλα, του ζήτησε, έχεις πακέτο ολόκληρο, χώρια που ‘χεις και το κορίτσι κοντά. Βιάστηκε να του χώσει στο χέρι μπόλικα. Εκείνη κοκκίνισε –πώς το θέλησε να την κάνει έτσι να κοκκινίσει! Μούσκεψε μεσ’ απ’ το παντελόνι το σώβρακο κι απομακρύνθηκε.
Δούλεψε λίγους μήνες παραγιός σε μπογιατζή, η δουλειά καθαρή και το μεροκάματο καλό μιας και δεν είχε να στέλνει το μισό στην άλλη μεριά τ’ ουρανού. Δεν το ‘κανε για να κρατάει τα λεφτά, μόνο καλύτερα να τον πιστεύουνε για πεθαμένο. Ξέμεινε σύντομα και πώς έγινε, βρέθηκε στα φανάρια. Κάθε Τρίτη περνούσε ο Αλβανός απ’ το υπόγειο και τους τα μάζευε. Είχε ταρίφα κι έβαζε άσχημα τις φωνές. Όταν τον πιάσαν σε κάποιον καβγά, ήρθε ο Μεγάλος και τους φόρτωσε να τους πάει αλλού. Τώρα μένανε είκοσι τρεις μαζί και δεν ήταν όλοι από τα μέρη του. Μια λεκάνη χωρίς καπάκι για είκοσι τρεις. Κι αυτός που το ‘χε συνήθειο να πλένεται κάθε φορά… Ο καινούργιος που πέρναγε και τους τα μάζευε, ήταν σκέτος αγριάνθρωπος. Μαφία σωστή. Σαν τον προηγούμενο και τούτος, Αλβανός. Τα είχε λερωμένα τα χέρια του αυτός. Αλλά κι οι γύρω δεν πήγαιναν πίσω, κυρίως κάποιοι αγριεμένοι από εμφύλιο πόλεμο Αφρικανοί. Μια νύχτα που πήρε είδηση πως έξι-εφτά μεγαλύτεροι ξαλάφρωναν με τη σειρά στον γυρισμένο πάνω στον τοίχο μικρό Αφγανό τα μάζεψε και το ‘σκασε μονάχος. Μη και καταντήσει ίδιος μ’ αυτούς. Δεν άργησε που τον κάρφωσαν –χωρίς χαρτιά– ποιος τάχα ήταν που σήκωσε μπόι και τους ξέφυγε.
Στο κρατητήριο ανέβασε ψηλό πυρετό κι έχασε το μέτρημα. Ο διπλανός του είπε πως ψήνονταν για κάμποσες μέρες στη σειρά. Ήρθανε δυο κοπέλες και τον πήρανε, μ’ ευθύνη τους, από μια οργάνωση, του είπαν, εθελοντών. Τον πήγαν στο Νοσοκομείο με το ταξί, η μια μίλαγε λίγο και τη γλώσσα του. Ντόπιες κι όμορφες. Ντράπηκε και ζήλεψε και θύμωσε με τη σειρά. Τη χρονιά πριν φύγει είχανε εκτελέσει στον τόπο του τριακόσιες για λόγους τιμής. Με λιθοβολισμό ή στην πυρά. Χώρια όσες τις τιμώρησαν με το οξύ. Κι ετούτες εδώ να μη χαμπαριάζουνε! Πολύγλωσσες και σινάμενες -με τις χάντρες, τους χαλκάδες, τους φραμπαλάδες τους –πεισματάρες, αποτελεσματικές και ασφαλείς. Μέχρι και χέρι άπλωσε άνετα πάνω του η πιο μικρή. Να τον βοηθήσει, με τις χειροπέδες πισθάγκωνα να σηκωθεί, σαν ήρθε η σειρά του να μπει στο γιατρό. Έξω στην πύλη έβγαλε και του φόρεσε το πανί με τα κρόσσια που είχε γυρισμένο στον άσπρο λαιμό. Μύριζε όμορφα – απ’ τα μαλλιά της – σανταλόξυλο. Ούτε μπούρκα μήτε νικάμπ αυτές, σα τι να πείραζε; Σε κοιτάνε κατάματα, στα ίσα, σα σου μιλάν. Αργά στο γυρισμό πέσανε στο κέντρο πάνω σε χαλασμό και τους το ‘σκασε. Σκοτώσανε άδικα –τ’ άκουσε αργότερα- κάποιο μαθητή κι ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ξεσπάθωσε. Ευτυχώς ήταν βράδυ και δε πολυφαίνονταν με τα μανίκια οι χειροπέδες του. Σκιάζονταν με τον κόσμο γύρω του αναμπουμπουλιστό –τρόμαζε πολύ κι απ’ τις φωτιές. Αστυνομία παντού. Κι όπως δεν είχε πού να πάει αλλού, ξαναπήγε πίσω στους εικοσιδυό και καμώθηκε, πως δεν κατάλαβε το κάρφωμα.
Οι άλλοι μιλούσαν τα βράδια για τα σπίτια τους, αυτός ποτέ. Κουβεντιάζονταν πώς δεν έχει κανέναν να τον νοιαστεί. Έτσι τον πλησίασε ο μαφιόζος εισπράχτορας να πιάσουνε τάχα συζήτηση αντρίκια για τις γυναίκες στο νόμο του Αλλάχ. Σα κάτι να είχε κατά νου. Ήθελε βασικά κάποιον χωρίς δικούς. Να τον έχει και στο χέρι που ήταν σκαστός. Την επόμενη πέρασε και τον πήρε μαζί στου Μεγάλου. Ντόπιος αυτός. Φτιαγμένος γερά. -«Θέλω να τη χαλάσετε», τους ζήτησε. –«Πολύ κουνιέται και μου ξεσηκώνει και τις άλλες. Είναι γραμματιζούμενη και ξέρει επ’ αυτά. Να τη χαλάσετε μια στάλα», επανέλαβε με χαμόγελο ειρωνικό. «Ξένη, Βουλγάρα, δε θα νοιαστεί κανείς.» Μια στάλα, τους είχε πει. Όταν έφυγαν, ο Αλβανός το ξεκαθάρισε –ήθελε η στάλα να ‘ναι βιτριόλι. Δεν το ‘χε ξανακάνει και γούσταρε. Να της το χύσει στα μούτρα, της σκρόφας, να ’χει να το θυμάται μια ζωή που έκανε τη ζόρικια του ίδιου τους του αφεντικού. Κάτι πήγε να του ψελλίσει, μα δε βοήθησε. Τον αγριοκοίταξε -κιότευε, του ‘πε, ενώ στα μέρη του το ‘χουνε συνήθειο με κάτι ξετσίπωτες σαν αυτές. Του ‘ταξε να τον περάσει από τα σύνορα.
Την άρπαξαν από πίσω ένα βραδάκι κοντά στο σταθμό. Ο ίδιος μόνο την κράτησε μη και φύγει –ευτυχώς που ο άλλος το ‘θελε όλο για πάρτη του, να το γλεντήσει ως το τέλος μοναχός. Το μισό της το έριξε στο πρόσωπο, με το υπόλοιπο της γέμισε το στόμα και της το σφάλισε να καταπιεί. Του γράπωσε το μπράτσο την ώρα που γύριζαν τα μάτια της κι ένιωσε το πώς τα δάχτυλα χαλάρωσαν από τη λιποθυμιά -ένα-ένα του φάνηκε στο μπράτσο του πως τα ένιωσε- είναι κάποια χαράματα ακόμα στο μπράτσο του τα δάχτυλά της, εκεί.
Την άλλη μέρα τον έστειλαν νότια μ’ άλλους εφτά. Στο καράβι οι τέσσερις ήταν πίσω–πίσω στο μουσαμά, κρυμμένοι σε μόνιμη κρύπτη. Άλλοι τρεις ταξίδεψαν κρεμασμένοι κάτω από την καρότσα, δεμένοι γερά με λουριά. Ο όγδοος φοβήθηκε κι έμεινε. Άραγε τι να είναι πιο εύκολα μπορετό -τον έτρωγε ώρες- τούτο το ανάσκελα για απέναντι το πέρασμα, ή να ‘χεις μισογκαβωθεί από το οξύ και να πορεύεσαι με φαγωμένη ως τα φρύδια τη μύτη και μ’ ενωμένο το λαιμό στο μάγουλο στη μια μεριά; Μα μπαίνουν; Δε μπαίνουν τέτοια σε ζυγαριά!
Τώρα ζει στο Βέλγιο, πάνε πια χρόνια εννιά. Μέσα του μεσήλικας κι ας έκλεισε μόλις το φθινόπωρο που πέρασε τα τριάντα εφτά. Εργάζεται νόμιμα σ’ ένα κρεματόριο στην εξοχή. Γύρω δικά του τριάντα δύο στρέμματα, μια λίμνη κι ουρανός. Δεν απομακρύνεται πολύ. Του αρέσει να ακολουθεί με το ποδήλατο το μακρύ ποτάμι. Τον πλεύρισαν κάποιοι από κείνους που παίρνουν κεφάλια, τους φανατικούς, μα τη γλίτωσε μιας κι έκανε με την καλημέρα τον κουζουλό. Καίγονται εδώ τ’ άψυχα λευκά ξένα σώματα και μένει μια στάχτη ανοιχτόχρωμη κι απαλή. Καπνίζει στην είσοδο το σανταλόξυλο ή το μύρο κι άλλα σαν τα δικά τους τα μυρωδικά. Παρακολουθεί τις δύο υπαλλήλους να την μαζεύουνε μετά την καύση -τη στάχτη- ευλαβικά, σε όμορφα βάζα πορσελάνινα, που τα σφαλίζουν με καπάκι σφηνωτό. Μετά την παραδίνουνε στην οικογένεια να τη φυλάξει εκτός κι αν τη σκορπίσει στα χόρτα ή στα νερά. Κι εκείνος έχει δουλειά του να περνάει με υγρό πανί, σα κρυώσουνε, τα μέταλλα, να σκουπίζει τις λιπαρές των ζωντανών δαχτυλιές απ’ τους γρανίτες και ν’ αφουγκράζεται όσο θέλει απέναντι τ’ αποδημητικά. Τι είναι ζωή; Τί θάνατος; Στις τελετές κρύβεται καμιά φορά πίσω από μια πλαϊνή κολώνα και κλαίει βουβά, με ξένο θάνατο, πίσω στον τόπο του τις ζωντανές νεκρές. Τάχα θα ζούσαν μια καλή ζωή στο σπίτι του φύλακα πέρα μετά τη λίμνη δυτικά με την Ουσβά; Αλλά τα νερά ξέρουν όλα να στ’ αντικαθρεφτίζουνε κι άλλωστε ούτε και άκουσε σαν τι ν’ απέγινε μακελεμένη της καρδιάς του κάποτε η μύχια καρδιά .
Για εκείνη, την άλλη, έχει πάψει να κλαίει -καιρό. Αφ’ ότου έγραψε τρία ποιήματα για λόγου της, συγχωρέθηκε μέσα του και τα διαβάζει κάθε απόγευμα φωναχτά σα προσευχές. Από μακριά την κρυφοκαμαρώνει, το πώς κατάφερε να ζήσει -και με πρόσωπο παρ’ όλα αυτά.
_
γράφει η Πουπερμίνα
1) Το Ισλαμαμπάντ σχεδιάστηκε από το γραφείο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη
2) Στη φωτογραφία το Κρεματόριο Hofheide στο Βέλγιο των γραφείων RCR Arcquitectes, Rafael Aranda, Carme Pigem & Ramon Vilalta και TV COUSSÉE & GORIS architecten
Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να αντέχουν τόση σκληρότητα…
Ένα ίσως να είναι ότι η σκληρότητα γίνεται ιστορίες ή ζωγραφιές.
Καθηλωτικό!Σας ευχαριστώ που το διάβασα!Καλώς ήρθατε!
Σας ευχαριστώ πολύ για το τόσο θερμό καλωσόρισμα!
Σκληρό αλλά εξαιρετικά γραμμένο. Μου άρεσε η ροή της γραφής σας. Καλώς ήρθατε!
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τόσο για τα καλά σας λόγια όσο και για την προσωπική σας ενασχόληση.
Ανατριχιαστική η ιστορία σας!!! Ειδικά στην αρχή της, πόνεσε η καρδιά μου!!!
Υπάρχουν αυτές οι ‘χίλιες’ και μιά κάθε τόσο δε αρκεί για ν’ αναστρέψει το ρού των αιώνων, τί κι αν κάποια αγαπιέται ή αν άλλη επιμένει να βγαίνει δημόσια μπροστά. Κι εγώ ανατριχιάζω..
Θαυμάζω τον τρόπο που βουτάς στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής.
Χωρίς περιττές περίτεχνες περιστροφές, καρφώνεσαι στα βαθιά με μια “αυτοθυσιαστική” διάθεση (διαισθάνομαι) πως αν δεις, αν καταλάβεις πραγματικά, ίσως κάτι αλλάξει.
Πάντα αφήνεις πολύ σκέψη πίσω σου.
Συγκλονιστικό! Ως ιστορία και ως γραφή να συμ-πλέκονται σφιχτά: όπως ακριβώς υφαίνεται μία ανατριχιαστική αλήθεια…
Η γλώσσα εδώ είναι αυτή που μαγικά σε χώνει σ’ ένα κόσμο σκοτεινό όπου η επιβίωση δεν έχει κανόνες και ας σφίγγεται η καρδιά του αναγνώστη. Για πολλούς η ζωή είναι έτσι… όμως ο άνθρωπος (φαίνεται) πως έχει αποθέματα και στο τέλος συμβιβάζεται ή αποδέχεται.
Μεγάλη χαρά, Πουπερμίνα να σε διαβάζω και στο “βιβλίονετ”, είμαι σίγουρη πως θα δούμε εδώ και άλλα κείμενα σου!
Καλή συνέχεια!
Π…ξωτικό, Astria a και Άιναφετς
Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τα σχόλιά σας.
Σαν ένας εφιάλτης που θες οπωσδήποτε να τον δεις είναι αυτό το κείμενο.
Για να είμαι ειλικρινής, φοβήθηκα την έκταση του κειμένου, αφού το ‘στειλα, ωστόσο τα σχόλια δείχνουν, ότι σε όσους μπήκατε στον κόπο και διαβάσατε μεταδόθηκε κάτι από την ανατριχίλα, που θίγεται στα σχόλια.
Ηλιογράφε, ακαριαία καίριος!
Ωραια ιστορια, συγκινητικη, που μου θυμησε ενα περιστατικο. Περπαταγα πριν λιγο καιρο στο δρομο και διασταυρωθηκα με δυο ατομα. Για την ακριβεια οι πορειες μας συνεκλιναν και συνεκλιναν και συνεκλιναν μεχρι που στο τελος αναγκαστηκαμε ν’ αποφυγουμε ο ενας τον αλλον για να μην συγκρουστουμε. Απο τη μια ηταν μια νεαρη ομορφη κοπελα, ισως μαθητρια, με το βολει, τα γαλλικα και το πιανο της, αυτου του στυλ, μισχος δηλαδη και απο την αλλη ενας μεσηλικας πακιστανος, προωρα γερασμενος, που τον βλεπω συχνα γιατι μενει παραδιπλα, συνηθως να σερνει ενα καροτσι και να μαζευει κουτες, παλετες και τα λοιπα. Περνωντας λοιπον ο ενας διπλα απ’ τον αλλον εγω κοιταξα φευγαλεα τον πακιστανο κι επιμονα την κοπελα, η κοπελα κοιταξε φευγαλεα εμενα κι επιμονα το κινητο της κι ο πακιστανος κοιταξε επιμονα τα χαρτοκουτα που ειχαν παρει περιεργη κλιση και με την ακρη του ματιου του εμας για να μην πεσει πανω μας. Προσπερασαμε ο ενας τον αλλον και ο καθενας πηρε το δρομο του, αλλα εμενα μου καρφωθηκε μια φραση στο μυαλο: πως και δε μας εχουν σκοτωσει ολους; Ηταν σαν επιφωτιση αυτη η ερωτηση, πραγματικα απορουσα πως εχουν κρατηθει και δεν το ‘ χουν κανει και τι ειναι αυτο που τους σταματαει. Μετα απο λιγο και μια αλληλουχια σκεψεων οπως οτι δεν εχω ιδεα ποιος ειναι ο πακιστανος και τι σκεφτεται καταλαβα οτι μιλαγα για μενα. Ειμαστε ολοι μεταναστες που λεει και το συνθημα.
Υγ. Στην αρχη μπερδευτηκα απο την αναγνωση και καταλαβα οτι η Ουσβα εκτελεστηκε, ενω στο τελος υπηρξε αλλη μια παρανοηση, οτι η Ουσβα ηταν αδερφη του(!), οποτε μου επεσε το σαγονι. Στη συνεχεια οταν το ξαναδιαβασα η ιστορια μαζευτηκε αλλα η εντυπωση απο το παροραμα εμεινε λες και ειχε γινει αναγκαια για την εξηγηση της.
Κι εμένα με μπερδέψατε. Σας ευχαριστώ που θελήσατε παρά το μπέρδεμα να σχολιάσετε και να δηλώσετε τη συγκίνησή σας.
Συγκρούστηκα με το κείμενο τυχαία.Ναι,για σύγκρουση μιλάμε.Εξ αιτίας ενός like στο f/b.Μπορεί κάποια πράγματα να είναι γνωστά γενικώς και αορίστως,αλλά αν δεν χωθείς στις λεπτομέρειες δεν θα καταλάβεις πως λειτουργούν κάποιες κοινωνίες.Αν καταλάβεις ποτέ.Σ’ αυτές που οι ντόπιοι αγιατολάχ κανονίζουν όχι μόνο τον τρόπο,αλλά και τα όρια της ζωής.Στο όνομα κάποιου μεγαλοδύναμου.Όχι βέβαια ότι η εγχώρια φάρα δεν θα το έκανε,αλλά να,βλέπεις, είμαστε πιο εκσυγχρονισμένη κοινωνία και δεν την παίρνει.Πιο εκσυγχρονισμένη,όχι ακριβώς εκσυγχρονισμένη.Έχει διαφορά.Κείμενο που η πρώτη αίσθηση που σου δίνει,είναι ότι ευτυχώς δεν γεννήθηκα εκεί.Και η δεύτερη,η απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης κι η ισοπέδωση όσων έλαχε να ‘ρθουν στον κόσμο ως γυναικείο φύλλο.Στη ζούγκλα ενός φονταμενταλισμού που βρίσκει τρόπους να ανατροφοδοτείται συνεχώς.Και δεν γνωρίζεις που σταματούν τα θύματα και που αρχίζουν οι θύτες.Το μονάστερο στην αξιολόγηση,αν το έβαλα,έγινε κατά λάθος.Δεν έχω χρόνια που χρησιμοποιώ Η/Υ.
κ. Αγγελογιάννη, σας ευχαριστώ για το σχόλιο και χαίρομαι που βρήκατε το δρόμο για τοβιβλίο.net