Χαμήλωσε ψυχή μου να σε δω. Μεγάλωσες αγάπη μου. Ψήλωσες. Δυο μέτρα άντρας έγινες. Θυμάσαι; Σου έπιανα από εδώ τα χέρια και τα έσφιγγες και πάλευες να σηκωθείς από το κρεβάτι. Κοκκινισμένος. Ιδρωμένος. Χαμήλωσε καρδιά μου. Σε έντυνα και σε καμάρωνα. Περπάταγες σαν μεθυσμένος και έλεγα κοίτα τον πώς τα καταφέρνει μωρέ. Κι ύστερα γύριζες και με έβλεπες πίσω σου να σου σφραγίσω την χαρά. Χαμήλωσε ψυχή μου να σε χαϊδέψω εδώ στο στήθος. Σε έπιανα μια χούφτα αγκαλιά και σε έτριβα εκεί δα σαν έκλαιγες ή πόναγες τα βράδια. Καλό μου θα περάσει σου έλεγα και εσύ με κοίταζες στα μάτια φορώντας τις υποσχέσεις μου. Θα περάσει… σώπα μάτια μου θα περάσει… και έπειθα και εμένα σαν με έβρισκαν οι λύπες. Χαμήλωσε ψυχή μου. Καρδιά μου τι όμορφος άντρας που έγινες. Σαν πήγες σχολείο για πρώτη φορά με εκείνη την ορθογώνια σάκα έκλαιγα και σκούπιζα κρυφά με το μαντηλάκι μου τα δάκρυα να μη με δεις. Σε έβλεπα να μαθαίνεις τα γράμματα κι εγώ που δεν κατάφερα να τα μάθω σε έβλεπα πουλί λευκό να πετάς. Κι όσο πέταγες πέταγε και η δόλια η δική μου καρδιά. Να έλεγα. Όνειρα που βαστάς μέσα στην τσέπη σου δικά σου και δικά μου μαζί. Πάρε όλα όσα δεν έκανα μάτια μου προσευχόμουν. Πάρε όσα δεν πρόλαβα. Να σου τα δώσει η ζωή. Να σου τα γράψει η μοίρα. Χαμήλωσε ψυχή μου. Μεγάλωσες και γκριζάραν τα μαλλιά σου μα έχεις μια λαμπερή καρδιά και χρυσίζεις σαν άγγελος. Ο δικός μου ο άγγελος. Μάνα μην σε νοιάζει μου είπες σαν τέλειωσες το σχολειό. Εγώ θα μας ζήσω. Εγώ θα σε προσέξω. Κι έβαλες χαρτιά και χαρτιά στην τσέπη με τίτλους που δεν καταλάβαινα μα στεκόμουν πάντα μπροστά στις καρέκλες βουρκωμένη και σε χειροκροτούσα. Σαν φόρεσες την άσπρη ρόμπα και έδινες ζωή, ζωή μου, είχες μια ομορφιά… Κι εγώ με καμάρι στις γειτόνισσες φώναζα ο γιος μου ο γιατρός και γέλαγαν οι ρυτίδες μου και τα τσαλακώματα του κορμιού μου. Μπόρεσες κυρά Μαριώ, μου έλεγα στις εικόνες μπροστά σαν έκανα το σταυρό μου. Μπόρεσες… Χαμήλωσε μάτια μου. Πόσα βράδια σε κοίταζα να κοιμάσαι. Πόσα πρωινά σηκωνόμουν αξημέρωτα και μέτραγα το λάδι να μας φτάσει κι ύστερα έδενα το μαντήλι μου κι άρχιζα τις δουλειές. Παραγγέλματα, χωράφια όλα η κυρά Μαριώ που ξέρει. Κι εσύ γύριζες από το σχολειό γεμάτος εικόνες. Μάνα η δασκάλα το ένα μάνα η δασκάλα το άλλο. Ντρεπόμουν καμιά φορά. Τίποτα δεν ήξερα να σου πω. Μα ποτέ σου δεν μου είπες τίποτα. Έπιανες το τετράδιο και μου μάθαινες. Εγώ θα σου μάθω μου έλεγες. Να μην σε κοροϊδεύει κανείς. Τα βράδια, έπαιρνες βιβλία από την δασκάλα και μου τα διάβαζες. Ιστορίες και ιστορίες. Ταξίδευα μαζί σου στο στρώμα. Κι όσο διάβαζες η φωνή σου ταξίδευε σε όλο το σπίτι… στόλιζε τους τοίχους, αγκάλιαζε τις κουρτίνες και έφτανε τόσο βαθιά στην καρδιά μου που με έκανε να γελώ και να κλαίω μαζί. Τι κλαις μάνα; μου έλεγες. Δεν κλαίω σου έλεγα. Χαίρομαι. Μου έδινες μια αγκαλιά και έλεγα από μέσα μου ποιος είναι το παιδί και ποιος η μάνα; Χαμήλωσε αγάπη μου. Έλα για εκείνο το φιλί το τελευταίο. Φεύγω περήφανη. Φεύγω γεμάτη. Φεύγω τυχερή. Χαμήλωσε χαρά μου. Τώρα που φεύγω θα σου κλέψω τα δάκρυα για να μην καταφέρεις να κλάψεις ποτέ. Κι ένα χαμόγελο από εκείνα που μου χάρισες θα σ’ το φορέσω στο στόμα να γελάς νικητής.
Χαμήλωσε μάτια μου να σου ψιθυρίσω δυο λόγια στο αυτί. Κειμήλιο και φυλαχτό. Για σένα που άξιζες την κάθε αναπνοή μου….
[αφιερωμένο σε όλες τις Μητέρες του κόσμου]
0 Σχόλια