Χρόνια το ‘χε το χούι. Και τού το ‘χα πει: άνθρωπέ μου, ο κόσμος τα μαξιλάρια τα ‘χει για να γλιτώνει το λυκόπιασμα, όχι για να χώνει μέσα το κεφάλι σαν τη στρουθοκάμηλο. Έβλεπε τότε το αστείον του πράγματος, μού ‘κανε κάτι κρα και κρου ανοιγοκλείνοντας τα μπράτσα για φτερά, τού απαντούσα κι εγώ στα κορακίστικα, ξεκαρδιζόμασταν κι αυτό ήτανε. Το άλλο βράδυ πάλι, τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Άδικο δεν είχε κανένας μας. Εκείνος διεκδικούσε το αυτονόητο δικαίωμα τού να φχαριστιέται τον ύπνο του μετά από δώδεκα ώρες ορθοστασίας, έχοντας γυρίσει ολημερνίς πόρτα-πόρτα όλα τα ιατρεία και τους ξενώνες του Δήμου πουλώντας βιταμίνες, συμπληρώματα με γαϊδουράγκαθο και Ginkgo Biloba, χαπάκια βαλεριάνας κι επιθέματα για τον επιχείλιο έρπητα με νέα πρωτοποριακή σύνθεση φραγκοστάφυλο, κι εγώ διεκδικούσα το -επίσης αυτονόητο- δικαίωμά μου στο νισάφι πια με τις εντριβές στο σβέρκο, γιατί μ’ εκείνα τα τρίψε, φέρε, κάνε των τελευταίων μηνών, τα δάχτυλά μου είχανε γίνει φουγάρα στα διυλιστήρια του Σκαραμαγκά. Δεν ήμουν και παιδούλα. Πέντε δεκαετίες είχα πίσω μου. Κι απ’ αυτές, τις δύο τις είχα φάει να κάνω υπερωρίες στο καπνεργοστάσιο του Σιδέρη, κατά Χαλκίδα μεριά. Έβαλε μετά η επιχείρηση λουκέτο, έμεινα έγκυος στις δίδυμες και πού χρόνος να ξαναπιάσω δουλειά. Μετακομίσαμε. Ήρθαμε στην παραλία Αυλίδας, αγοράσαμε τούτη τη μονοκατοικιούλα και στο δίμηνο απάνω, εκείνος έπιασε δουλειά σε άλλη φαρμακευτική, πάλι ως ιατρικός επισκέπτης. Όχι στο ντούκου. Χημικός με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ήτανε ο Γιωργής μου. Σπίρτο. Αλλά κι ωραία παρουσία, ζωή να ‘χει. Πάνω του, ο χρόνος άγγιζε κι άλλαζε γραμμή πλεύσης, τέτοιο γονίδιο, τέτοια φεγγοβολιά. Πρόσωπο χάλκινο, μαλλιά σαν του Fido Dido που τα πήγαινε πίσω σε χωρίστρα με μπριγιαντίνη για λόγους επαγγελματισμού, σώμα τετράγωνο, καστανωμένο, χείλη κόκκινα και ραγαδωτά -έτοιμα πάντα κάτι να πουν ή να φιλήσουν- και δυό βλέφαρα μαύροι σαντορινιώτικοι γκρεμοί. Κάθε που άνοιγε τα μάτια του, χώριζαν οι γκρεμοί κι έβλεπες μέσα το Αιγαίο. Και, τόσο Αιγαίο είχαν αυτές οι ίριδες, που σ’ έπνιγε το μπλε. Σ’ έπνιγε, κι ήθελες σωσίβια λέμβο για να τη βγάλεις καθαρή.
Καλό το μπλε του, ειδυλλιακό δε λέω, αλλά εκείνο το ροχαλητό δίκην κροταλία τα βράδια έστελνε τον ρομαντισμό και των δυονών μας για βρούβες. Ευτυχώς που απόψε τα παιδιά είχανε μείνει σε κάτι φίλους, κι ήμαστε μόνοι. Εγώ έφταιγα. Εγώ. Τι το ήθελα να τον ταΐσω γεμιστά με φέτα, έντεκα η ώρα το βράδυ; Δεν ήμουν και καλά. Περίοδος, ημικρανία και κουφόβραση. Τον σκούντησα ν’ αλλάξει πλευρό κι άρχισα να μετράω προβατάκια μήπως και. Σταμάτησε τότε το γρρρου-χρρρου, κι οι ανάσες του -αθόρυβες- μπαινόβγαιναν απ’ τις τρύπες της φανέλας του σαν την πλημμυρίδα με την άμπωτη. Απ’ το διάδρομο της κουζίνας ακουγόταν το γουργούρισμα του ψυγείου, στο ταβάνι φαινόταν τεράστια η σκιά μιας φινετσάτης αράχνης με τα καλαμωτά της σκέλη σε αργό βάδην, κι απ’ το φεγγίτη σπάζαν το γυαλί και μπαίναν μέσα κάτι πανσεληνιάτικοι προβολείς σαν λάμες από ξίφη. Τουαλέτα.
-Βάσω; Τ’ είναι, τι έγινε;
-Νωρίς είν’ ακόμα. Πέσε πάλι.
Τού τράβηξα το σεντόνι και βούλιαξε με την πλάτη πίσω στο στρώμα. Αδύνατο να ξανακοιμηθώ. Γύρισα πίσω, ξέσυρα τις σαγιονάρες μου κάτω απ’ τη σκόνη του κρεβατιού, πέρασα στην πλάτη τ’ ακρυλικό μου ζακετάκι, τού ‘κλεισα την πόρτα και ντουγρού για την κουζίνα. Έξω, ό,τι είχε αρχίσει να ροδίζει. Τσακμάκι, μπρίκι κι η γνωστή κουταλιά του μαύρου ελληνικού, ούτε ζάχαρη, τίποτα. Δάγκωσα ένα μισόστραβο λαδοκούλουρο και ξεκλείδωσα. Ψυχρούλα. Αύγουστος μεν, υγρασία δε. Άφησα τη φλιτζάνα στο περβάζι και κατέβηκα τα σκαλιά μέχρι το καλύβι του Σωφρόνη. Ελληνικός ποιμενικός. Γομάρι, μετά συγχωρήσεως. Αλλά καρδιά-περβόλι, το μανάρι μου. Τρυφερό πλάσμα, πληθωρικό και τετραπέρατο. Ορτσώθηκε, τινάχτηκε σαν να τον είχα βάλει πλυντήριο -στο πρόγραμμα του στυψίματος,μού ‘κανε τη γνωστή υπόκλιση, έπαιξε και την ουρά, ύστερα φαίνεται βαρέθηκε και ξαναχώθηκε μέσα. Πουφ, μύριζε σκυλίλα. Το μεσημέρι, μετά απ’ το σχόλασμα, θα ‘λεγα του Γιωργή να τον σβερκώσουμε για μπάνιο.
Σαπουνίστηκα και κάθισα στο σιδερένιο τραπέζι για την πρώτη γουλιά της ημέρας. Στη βερικοκιά μας, αλλά και στα πεύκα απέναντι, τα τριζόνια δίναν ακόμα ρεσιτάλ -σαν κουστουμαρισμένοι πιγκουίνοι βιρτουόζοι του Μεγάρου Μουσικής. Η καφεΐνη κατέβαινε μέσα μου σα θυμωμένη νεροποντή. Σκεφτόμουν, και τι δε σκεφτόμουν. Ένας γλάρος με τρίχωμα λες και τον είχε χτυπήσει ηλεκτροσόκ ήρθε και κάθισε κάποια ώρα στη μάντρα, προφανώς να ξαποστάσει απ’ τα πολύωρά του πετάγματα, ποιος ξέρει πού να μπερμπάντευε όλη νύχτα. Ο Σωφρόνης τον πήρε στο πού σε πονεί και πού σε σφάζει, καημένο πλασματάκι λαχτάρα που θα την πήρες πρωί-πρωί, να σε κυνηγάει μια αρκούδα που γαβγίζει. Ξημέρωμα καραμπινάτο. Και τι ωραία που θα ‘ταν όλα, αν δε με φαγούριζαν πρωί-πρωί οι πήχεις και τα κανιά μου. Λύσσα, να φάω το πετσί μου. Ήξερα και γιατί. Στο σουπερμάρκετ του περασμένου μήνα, πάλι είχα ξεχάσει τις ταμπλέτες για τα κουνούπια. Σήμερα κιόλας θα πήγαινα να πάρω, αλλά ας το ‘γραφα καλού-κακού υπενθύμιση και στο κινητό.
Κεντρικό μενού, πού είναι μωρέ οι σημειώσεις, α, να και οι φωτογραφίες: άλμπουμ, Ιανουάριος 1994. Δυό μήνες ακριβώς πριν απ’ το γάμο μας με το Γιωργή. Τι ήθελα να τα θυμηθώ, τώρα. Είκοσι έξι Μάηδων βλαστάρια ήμαστε. Σκουφιά μέχρι τα φρύδια και κάτι χαμόγελα σαν βενετσιάνικες γόνδολες, να φτυαρίζουμε με τη σέσουλα το χιόνι απ’ την αυλή. Όχι την εδώ αυλή. Του Σουφλίου, πάνω στον Έβρο, στο πατρικό του. Μείον δεκατρείς παρακαλώ. Έβγαινες στο κατώφλι και κρυστάλλιαζαν πάνω σου όλα, κινητά κι ακίνητα. Κοριτσάκι τότε εγώ, πού καταλάβαινα, για παιγνίδι τον είχαμε το χιονιά. Παιγνίδι στο παιγνίδι και κρύο στο κρύο, ήρθε μια ωραία πρωία που ξύπνησα με τα δάχτυλα σαν μαύρους Ροδίτες. Με πήγαν στο γιατρό: χιονίστρες. Τσούξιμο; Πόνος; Η ψυχούλα μου το ξέρει. Με φρόντισαν όμως. Κι ειδικά ο Γιωργής, που στρώθηκε κάθε μέρα στη φασίνα- μέχρι και στο μαγείρεμα βοηθούσε τη συχωρεμένη την πεθερά μου μέχρι να γιάνω. Να πάταγα ένα κουμπί και να ξαναγυρνούσα σ’ εκείνη την εποχή. Τίποτ’ άλλο δεν ήθελα απ’ τη ζωή μου σήμερα.
Ένα τζζζ και η οθόνη του κινητού έσβησε απότομα: αν θυμόμουν πού και πού να το φορτίζω, τι καλά που θα ‘τανε. Απ’ τη μεριά της κουζίνας, έτριξε κάτι σαν μεντεσές. Όχι σαν. Μεντεσές ήταν. Ο Γιωργής στέριωσε το παντζούρι μ’ ένα ασουλούπωτο βότσαλο και βγήκε έξω ξυπόλητος. Πέταξε ένα νυσταλέο μέρα και πήγε να δώσει στο σκυλί το καθιερωμένο του κέρασμα, δυό τριγωνάκια γραβιέρα. Πλύσιμο στη μάνικα, θρόνιασμα με την πλάτη στον τοίχο και Καρέλια. Ο φραπές του, δική μου αρμοδιότητα. Στο μεταξύ, το ξύσιμο ξύσιμο.
-Σε λιάνισαν. Στο ‘χα πει να παίρναμε καλύτερα φιδάκι.
-Το φιδάκι είναι για έξω. Κι εξάλλου, αυτά εδώ δεν είν’ από κουνούπια.
-Αλλά από τι;
-Είναι χιονίστρες του ’94.
-Παρντόν;
Προσπάθησα να ξανανοίξω το κινητό. Έκανε μια αναλαμπή και πήρε μπρος. Κεντρικό μενού, άλμπουμ, Ιανουάριος 1994.
-Θυμάσαι;
Πώς δε θυμότανε. Έριξε πίσω το κεφάλι κι άφησε στον αέρα μια πολύχρωμη σερπαντίνα γέλιου, Μα είν’ ανάγκη, μου λέει, να βγάλεις πάλι τις χιονίστρες για να δεις ότι σ’ αγαπώ; Χώρισαν οι σαντορινιώτικοι γκρεμοί του, σπίθισαν τα Αιγαία του. Πού πήγαινα πρωί-πρωί, χωρίς τη λέμβο μου; Ήρθε κοντά. Μού άφησε στο κούτελο ένα φιλί πεταλούδα -από εκείνες τις μουσαφιράτες που φουρφουρίζουν ασταμάτητα στα λαμπάκια τη νύχτα. Μ’ αγαπά. Το φανελάκι του δεν είναι πια μακό. Άλογα είναι. Άλογα λευκά, που σκίζουν τη μέρα σε λουρίδες και τρέχουν.
Έφτιαξε μόνος του φραπέ, σιγά την επιστήμη. Μού υποσχέθηκε πιο πολύ χρόνο μαζί, ένα χεράκι στις χοντρές δουλειές, και μια ντουζίνα αντικουνουπικά απ’ αυτά που κάνουν την Τερέζα τέζα.
Έβγαλα τη μαξιλάρα της καρέκλας μου, έβγαλε κι αυτός τη δική του κι έγινε της Κορέας.
Όταν γελούσαμε έτσι, η καρδιά μου άνοιγε πάντα σα βεντάλια γιαπωνέζικη.
Οχτώ και δέκα: ίσα που προλάβαινε.
Το λαδοκούλουρο το φάγαμε μισό-μισό.
Κούμπωσε το ρολόι στον καρπό, πουκάμισο, πανταλόνι, σκαρπίνια, χαρτοφύλακας και δρόμο.
Έμεινα με το Σωφρόνη, να κοιτιόμαστε.
Ένα κάρο δουλειές είχα και σήμερα.
Τα κορίτσια θέλανε για το μεσημέρι κατσικάκι στη γάστρα.
Πασαλείφτηκα με αλόε βέρα για τις φλούμπες, διπλοκλείδωσα και ξεκίνησα με το πρώτο πλυντήριο.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Να’σαι Καλά γέλασα.Δροσερή γραφή χωρίς μουρτζούφλες και θανατίλες Απολαυστικό.