–
γράφει ο Βαγγέλης Θερμογιάννης
–
Κάποιος είχε πει ότι ‘’οι άνθρωποι που ανακαλούν στη μνήμη τους τα παιδικά τους χρόνια με συγκίνηση, νοσταλγία και χαρά, είναι ευλογημένοι άνθρωποι!΄΄ Και η αλήθεια είναι ότι όσο πιο μεγάλος και απρόσωπος καταντά ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε, εγκλωβισμένοι σε ένα απρόσιτο ‘’εγώ’’, τόσο πιο εύκολα και πιο έντονα καλλιεργούμε στην σκέψη μας τον μύθο της επιστροφής στο χωριό, στην παλιά γειτονιά της πόλης, στο προαύλιο του σχολείου και της επικοινωνίας με τα πρόσωπα της οικογένειας, τους συγγενείς και τους φίλους της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας. Ο καλός φίλος και συνάδελφος Μάκης είναι πολύ τυχερός γιατί απλά έζησε όλα αυτά που μας περιγράφει στο “Χρόνε στάσου”, στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα. Δύο περίοδοι της ζωής του, η παιδική και η εφηβική του ηλικία, ‘’στριμώχνονται’’ στις σελίδες ενός βιβλίου επιτρέποντας σε όλους εμάς να τις ξεφυλλίσουν.
Η οικονομική κρίση που ορίζει και καθορίζει για πάνω από δέκα χρόνια την καθημερινότητα μας, η απόλυτη εμπορευματοποίηση της ζωής, η απογοήτευση και η ανασφάλεια για το μέλλον, η κατάρρευση μιας εικονικής ιδανικής πραγματικότητας για το αύριο. Ο ανώφελος αγώνας για διάκριση χωρίς κρίση, η δράση χωρίς σκέψη και προβληματισμό, η παραίσθηση και η ψευδαίσθηση της δύναμης του δανεικού τις περισσότερες φορές πλούτου ή της πρόσκαιρης εξουσίας, η κοινωνική απομόνωση και η κραυγή για επικοινωνία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όλα αυτά, όπως λέει στην εισαγωγή του βιβλίου του ο συγγραφέας, είναι ο λόγος που θέλησε να αποτυπώσει τις θύμησες της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας σ΄ ένα κείμενο. Θέλοντας να δώσει την ευκαιρία και να παροτρύνει τους νεώτερους να κρίνουν, να συγκρίνουν και να διακρίνουν, να μάθουν, να γνωρίσουν και να καταλάβουν. Και σε μας τους παλιότερους και πάνω κάτω συνομήλικούς του να θυμηθούμε, να αναπολήσουμε και να συνταξιδέψουμε μαζί του. Πολλοί μάλιστα στον ίδιο χώρο, στην ίδια πόλη, στα ίδια καταστήματα, στους ίδιους δρόμους…
Το βιβλίο το γράφει ο πιτσιρίκος, ο μαθητής, ο ανήσυχος έφηβος. Κάνει ένα ψυχοδυναμικό ταξίδι στο χρόνο χωρίζοντας το κείμενο σε αυτούσια κεφάλαια με συγκεκριμένη κάθε φορά θεματολογία. Γι αυτό και το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ευχάριστα και σε συνέχειες. Το σχολείο, τα παιχνίδια, η πλατεία του χωριού, το σπίτι της οικογένειας και το φαγητό, οι σκανταλιές και το τσιγάρο. Ο πρώτος έρωτας, ο κινηματογράφος, το ποτάμι αλλά και τα θαλασσινά μπάνια, η κιθάρα, το πανηγύρι και τα πάρτι, το μεθύσι και οι διακοπές. Η μετακόμιση στη Λαμία, το Λύκειο, το ταξίδι στο εξωτερικό. Κι άλλα πολλά θέματα αλλά και πρόσωπα. Οι γονείς, οι γιαγιάδες και ο παππούς, τ΄αδέρφια. Οι κοντινοί και οι μακρινοί συγγενείς, οι γείτονες, οι συγχωριανοί, οι φίλοι. Μια ζωή δηλαδή γεμάτη από εικόνες, εμπειρίες και ανθρώπους! Ο Μάκης με την καλογραμμένη προσωπική του εξομολόγηση μας ταξιδεύει πίσω στην παιδική του ηλικία μεταφέροντας στον αναγνώστη ένα συναίσθημα τόσο αυτούσιο, ξεκάθαρο, πηγαίο, διαυγές και αγνό, που είναι αδύνατο να μην ταυτιστείς. Όλα μα όλα τα συναισθήματα, αποκαλύπτονται κάθε φορά χωρίς τα ακούσια χρονοφίλτρα του μεσήλικα που κοιτά προς τα πίσω. Έχουν την αμεσότητα ενός πρωταγωνιστή που διαθέτει ένα μοναδικό ταλέντο να μεταπηδά χρονικά στο συναίσθημα χωρίς καμία απολύτως επιρροή από την παρούσα συναισθηματική αντιληπτικότητα.
Με γρήγορη, ρευστή γραφή και συνεχή δράση, το “Χρόνε στάσου” θυμίζει μάλλον θεατρικό έργο, με τον συγγραφέα πρωταγωνιστή και θίασο και σκηνικά που συνεχώς εναλλάσσονται. Το κείμενο με λόγο άρτιο, έξυπνα λογοπαίγνια, χιούμορ, φιλοσοφική και αποφθεγματική διάθεση και εύστοχες παρατηρήσεις δίνει εμβάθυνση στους χαρακτήρες και αποτυπώνει μελετημένες λεπτομέρειες της εποχής. Η ιδιότητα του δασκάλου και μάλιστα του ειδικού παιδαγωγού αχνοφαίνεται κάποιες φορές, ιδίως στο μάτι κάποιου υποψιασμένου, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να ΄΄διδάξει΄΄ ή να ‘’εξηγήσει’’ πράγματα, καταστάσεις ή συμπεριφορές. Αντίθετα, η επιθυμία του είναι το βιβλίο χωρίς κρυπτογραφημένα νοήματα να γίνει η γέφυρα για ένα ταξίδι στο χρόνο, με καθαρή, διεισδυτική ματιά και, γιατί όχι, από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Προσωπικά το χάρηκα πολύ αυτό το βιβλίο. Γι αυτό και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Γέλασα, συγκινήθηκα, θυμήθηκα. Πολλές φορές διάβασα αποσπάσματά του στα παιδιά μου εξηγώντας πράγματα και καταστάσεις, οριοθετώντας δρόμους, στέκια, μαγαζιά, σχολεία. Κάποιες φορές αισθάνθηκα ότι με τον Μάκη, αν και δεν γνωριζόμασταν τότε, περνάγαμε δίπλα ο ένας απ’ τον άλλο, καθόμασταν στην ίδια καφετέρια ή το ίδιο μπαράκι, είχαμε κοινούς γνωστούς, ξημερωνόμασταν στην ίδια πλατεία της αγαπημένης μας πόλης.
Το “Χρόνε στάσου” μέσα από τον αυτοσαρκασμό, την τρέλα, τη χαρά και τη ματαίωση, το γέλιο και τη συγκίνηση, έχει νομίζω κι ένα ηθικό δίδαγμα… “Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά”.
0 Σχόλια